Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

27η Μαρτίου- Παγκόσμια ημέρα θεάτρου 2


Η ζωή είναι ένα θέατρο και πρέπει να συμμετέχεις στο θίασο. Να μην είσαι θεατής. Γιατί ο θεατής πληρώνει, ενώ αυτός που συμμετέχει στο θέατρο αμείβεται.


Αισχύλος

27η Μαρτίου- Παγκόσμια ημέρα θεάτρου 1


 «Έχουμε το προνόμιο να ζούμε στον ίδιο τόπο με τον Αισχύλο, το Σοφοκλή, τον Ευριπίδη…». Έτσι εμείς οι νεώτεροι Έλληνες, έχουμε το μεγάλο προνόμιο να μπορούμε να ζούμε και να ξεχωρίζουμε, μέρα με τη μέρα, τις μορφές, τα σχήματα, τους ρυθμούς, τους ήχους, λίγο πολύ όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο απλός Αρχαίος Έλληνας, όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, καθώς οι μέρες κυλούσαν, άλλοτε πλούσιες σε γεγονότα κι άλλοτε λιτές, άλλοτε στενάχωρες κι άλλοτε ειρηνεμένες, ενώ ο νους και η ψυχή τους έπλαθαν το έργο τους. Γι αυτό, αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε το θέατρό τους δημιουργικά, ας πλησιάσουμε κι ας ξεχωρίσουμε όλα αυτά που εισχώρησαν συνειδητά ή υποσυνείδητα στην ψυχή τους, ας γνωρίσουμε τα μεγάλα μυστικά που τους απεκάλυψε η φύση, ο ουρανός, η θάλασσα, η πέτρα, ο ήλιος, κι άνθρωπος σε αυτόν τον βράχο κάτω από αυτόν τον ήλιο.


Κάρολος Κουν, Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας,
Καστανιώτης 6η έκδοση, Αθήνα 1987, σελ. 34

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

2ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Συγγραφής Θεατρικού Έργου 2014



Στο διαγωνισμό αυτό συμμετέχουν μόνο νέοι θεατρικοί συγγραφείς. Στην έννοια του «νέου θεατρικού συγγραφέα», περιλαμβάνονται εκείνοι, θεατρικό έργο των οποίων δεν έχει στο παρελθόν ανεβεί στη σκηνή από επαγγελματικό θίασο ή παρουσιαστεί στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Το έργο θα πρέπει να μην έχει βραβευθεί από Επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού ή άλλη Επιτροπή ιδρύματος, του ευρύτερου Δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.



•    Χρόνος υποβολής των έργων:  Έως την 29η Αυγούστου 2014.
•    Διεύθυνση αποστολής των έργων: Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Βορείου Αιγαίου, οδός Λάδης 1, 82 100 Χίος.
•    Τρόπος υποβολής των έργων:  Τα έργα υποβάλλονται σε δύο δακτυλογραφημένα αντίτυπα. Μετά την υποβολή των έργων δεν επιτρέπεται ν' αποσύρει ο συγγραφέας το έργο του.
•    Συνοδευτικά δικαιολογητικά: Κάθε συγγραφέας οφείλει να προσκομίσει ή να στείλει στο Δη.Πε.Θε Βορείου Αιγαίου μαζί με το έργο που θα συγγράψει: 

Α)           Το Bιογραφικό του.
Β)            Μία απλή δήλωση του διαγωνιζόμενου που θα αναφέρει ότι: 
1.       Tο έργο που υποβάλλει είναι πρωτότυπο και δεν έχει τυπωθεί, δημοσιευθεί, διδαχθεί από σκηνής ή αποτελέσει τον πυρήνα ή το σενάριο κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου. 
2.       Αποδέχεται μετά το τέλος του διαγωνισμού το έργο του να είναι αναγνώσιμο από τρίτους ενδιαφερόμενους για τη σύνταξη μελέτης, για την άσκηση κριτικής ή για άλλους λόγους επαγγελματικού ενδιαφέροντος, χωρίς ευθύνη του Δη.Πε.Θε. Βορείου Αιγαίου. 
3.       Αποδέχεται ανεπιφύλακτα όλους τους όρους του διαγωνισμού που αναγράφονται στην παρούσα προκήρυξη.


Είδος έργων:

Δραματικά έργα πάσης φύσεως και εύλογης εκτάσεως που στηρίζονται στο λόγο (όχι μουσικά-όπερες, οπερέτες, παντομίμες, ποίηση, βωβά δρώμενα ή διασκευές παντός τύπου).
Γλώσσα συγγραφής των έργων: Ελληνικά.


Επιτροπή αξιολόγησης:

Το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Βορείου Αιγαίου με έδρα τη Χίο, αναθέτει την επιλογή των έργων που θα βραβευθούν σε τρίτα πρόσωπα, όπως π.χ. θεατρολόγους, καθηγητές Πανεπιστημίου, κριτικούς θεάτρου ή άλλους καλλιτέχνες που ασχολούνται με τα Γράμματα το Θέατρο και τις τέχνες, με επικεφαλής σε ρόλο συντονιστή και επόπτη τήρησης των κανονισμών, τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Δη.Πε.Θε. Βορείου Αιγαίου: Γιάννη Ζαφείρη. 
Ανακήρυξη Βραβευομένων: Η απόφαση επιλογής των βραβευομένων έργων από την επιτροπή, γίνεται χωρίς αιτιολογικό. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των βραβευομένων στην  έδρα του Δη.Πε.Θε. Βορείου Αιγαίου, την παραμονή και κατά την τελετή απονομής των βραβείων, της οποίας την ώρα, χρόνο και τόπο ορίζει ελεύθερα το Δη.Πε.Θε Β.Α., συνιστά απαραίτητο όρο για την απονομή και την καταβολή του χρηματικού επάθλου του βραβείου. Όλα τα έξοδα ταξιδίου,  παραμονής και επιστροφής στην αφετηρία του βραβευομένου, καλύπτονται από το Δη.Πε.Θε. Βορείου Αιγαίου.
Θέμα του έργου: Τα προς βράβευση έργα δύνανται να ανήκουν σε όλα τα είδη της Δραματικής Τέχνης. Το θέμα του έργου δεν πρέπει να προσβάλλει τις ανθρώπινες αξίες. (Έργα με περιεχόμενο μόνο τοπικό που δεν παρουσιάζουν ευρύτερο ενδιαφέρον αποκλείονται του διαγωνισμού. Δεν αποκλείονται έργα που έχουν μετάσχει σε άλλους διαγωνισμούς τρίτων χωρίς να τύχουν διακρίσεως). 


Αποτελέσματα διαγωνισμού:

Τη Δευτέρα 1η Σεπτεμβρίου 2014 θα ανακοινωθεί μέσα από την ιστοσελίδα του ΔΗΠΕΘΕ Β.Α. (www.dipetheba.gr) η ημερομηνία ανακήρυξης των νικητών του διαγωνισμού. Το ΔΗΠΕΘΕ Β.Α διατηρεί το δικαίωμα μεταβολής του χρόνου ανακήρυξης των αποτελεσμάτων, με νεώτερη ανακοίνωση του φορέα και πάντως πριν τη λήξη του 2014.

Βραβεία συγγραφής θεατρικού έργου - Χρηματικά έπαθλα
Α' Βραβείο, 1.500 ευρώ
Β' Βραβείο, 500 ευρώ 
Γ' Βραβείο, 500 ευρώ

Πληροφορίες: ΔΗΠΕΘΕ Βορείου Αιγαίου – Τηλ: 22710 43556 – Fax: 22710 29930 
E-mail: grammateia@dipetheba.gr


Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Μ. Λέρμοντοφ - Να δυσπιστείς


Μιχαήλ Λέρμοντοφ (1814 - 1841). Σημαντικός Ρώσος ποιητής, γνωστός και ως "ποιητής του Καυκάσου", ο οποίος αποτέλεσε την πιο σημαντική παρουσία στη ρωσική ποίηση, μαζί με τον Πούσκιν και μέχρι τον θάνατο του. Πέθανε σε ηλικία 26 ετών, από μία μονομαχία (όπως ακριβώς και ο Πούσκιν...) 



Να δυσπιστείς με τον εαυτό σου ποιητή
Την έμπνευση ν’ αποφεύγεις σαν πανούκλα,
Είναι το παραλήρημα ψυχής αρρωστημένης
Και η οργή της σκέψης αιχμαλωτισμένης.
Εκεί το γνώρισμα των ουρανών μάταια μην αναζητάς,
Είναι του αίματος βρασμός, της δύναμης πληθώρα.
Κάλιο την ζωηράδα σου σε έγνοιες να σπαταλάς
Να χύσεις χάμου το ποτό τοξικοφόρο!

Αν θα συμβεί σε μια θαυμάσια στιγμή,
Και η ψυχή σου — από καιρό σιωπηλή — θ’ ακούσει
Μια θεϊκή και ανεξήγητη φωνή,
Ήχους ασύνθετους γλυκούς γεμάτη,
Μην αφουγκράζεσαι , μην επιδίδεσαι σ’ αυτούς.
Να ρίξεις πάνω τους το κάλυμμα της λήθης,
Γιατί με στίχους ρυθμικούς και λόγο παγερό,
Δεν είναι δυνατόν τη σημασία τους να αποδίδεις

Αν γεννηθεί η θλίψη στον κρυψώνα της καρδιάς σου,
Αν έρχεται το πάθος αχαλίνωτο με αστραπή και μπόρα,
Μη βγαίνεις για το γλέντι θορυβώδη των ανθρώπων ,
Με φίλη σου παράφορη και αιμοβόρα
Μην ταπεινώνεσαι, ντροπή σου να πουλάς
Οργή με λύπη και βαθιά οδύνη!
Και το απόστημα των ψυχικών πληγών να δείχνεις
Στον όχλο απαθής που δεν κατέχει ελεημοσύνη.

Καθόλου δεν τους αφορά γιατί και πόσο υποφέρεις
Γιατί να ξέρουνε τις αγωνίες σου και τις αθέμιτες σου σχέσεις,
Για τις ανόητες ελπίδες των χρόνων των νεανικών 
Και του μυαλού τις πονηρές προθέσεις;
Κοίτα: μπροστά σου πλήθος ζωηρό περνά,
Κρατά το δρόμο το συνηθισμένο,
Τα πρόσωπά τους γελαστά, αμέριμνα,
Αδύνατον να βλέπεις μάτι δακρυσμένο.

Στο μεταξύ, είναι απίθανο να βρεις κανένα
Απ’ τη μαρτυρική ζωή μη χτυπημένο,
Που έζησε μέχρι παράκαιρων ρυτίδων,
Χωρίς κάποιο κακούργημα, χαμούς, με βίο στερημένο.
Πίστεψέ με, τους διασκεδάζουν οι δικοί σου στεναγμοί
Κι ο λόγος σου, ο φλογερός , με ύφος.
Είσαι σαν τραγικός ηθοποιός φτιασιδωμένος
Που άτεχνα κουνά, απ’ το καρτόνι το ξίφος.


Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Λογοτεχνικοί Τόποι (ν. 8)


Στὸ παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οἱ στεριές.
Πρώτη σου ἀγάπη τὰ λιμάνια σβυοῦν καὶ ἐκεῖνα.
Θάλασσα τρώει τὸ βράχο ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές.
Μάτια λοξὰ καὶ τ᾿ ἀγαπᾶς: Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα πᾶν τὰ ἰταλικὰ στὴν Ἐρυθρά.
Πουλιὰ σὲ ἀντικατοπτρισμὸ -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στὴ νυχτιὰ παίζουν νωθρά.
Λάμπει ἀρραβώνα στὸ δεξί σου: Ἀβησσυνία.

Σὲ κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ἰβηρική.
Ἀνάβουνε τοῦ Barriochino τὰ φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες καὶ Γραικοί.
Γκρέκο καὶ Λόρκα -Ἱσπανία καὶ Πασιονάρια.

Κύμα θανάτου ξαπολιοῦνται οἱ Γερμανοί.
Τ᾿ ἄρματα ζώνεσαι μ᾿ ἀρχαία κραυγὴ πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι καὶ σκοινί,
Οἱ κρεμασμένοι στὰ δέντρα, μπαίγνιο τοῦ ἀνέμου.

Κι ἀπὲ Δεκέμβρη, στὴν Ἀθήνα καὶ Φωτιά.
Τοῦτο τῆς Γῆς τὸ θαλασσόδαρτο ἀγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου ἀπὸ τὸ Δρῦ καὶ τὴν Ἰτιὰ
τὸ Διάκο, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἄρη.


Νίκος Καββαδίας, Ἀντίσταση

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Ποιητικός Μάρτης 17- Γενιά του ' 70


1.
Σαν θαλασσάκι να κυματίσεις
και σαν αέρας να σηκωθείς,
να με ζαλίσεις, να με σκορπίσεις
και τη ζωή μου μη λυπηθείς.
Να γίνεις φλόγα να με δροσίσεις
και μεσημέρι να τυφλωθώ,
σημαδεμένος απ’ την αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ.
Σαν άδειο σπίτι να με ανοίξεις
και τη σιωπή μου μη φοβηθείς,
το όνομά σου να ψιθυρίσεις
και στη δροσιά μου να κοιμηθείς.
Σαν ένα δέντρο να φτερουγίσω
σαν καταρράκτης να ξοδευτώ,
σημαδεμένος απ’τα ην αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ.

Μιχάλης Γκανάς, Σημαδεμένος απ’ την αγάπη

2.
Τα τεκμήρια έμεναν πάντοτε στου φονέως τον κήπο, ξεσκισμένα από τέλειο φάσγανο, σαν προικιά βουλιαγμένα στα έλη, σαν να τα ’σπειρε κάποιος αλόγιστα στο φευγιό του απάνω.

Πελερίνες, μετάξια και δίμιτα, με την αίγλη που έπρεπε τότε, χλιαρές αλλαξιές που ποτίστηκαν μυρωδιές και θορύβους, ζιπουνάκια λευκά και στηθόπανα μ’ αραιές μαχαιριές και φεστόνια, και τα εύθραυστα εκείνα ενδύματα που τα λέγαν το πάλαι ποτέ καμιζόλες.

Ονειρώδεις οι θάνατοι και ο δράστης αθώος. Μ’ ένα τραύμα τυφλό, σαν παράθυρο που πατιόταν μονάχα τις νύχτες.

Τζένη Μαστοράκη, Τα ενδύματα

3.
Δεν είναι πολύ μεγάλη η πίτα.
Μερικοί δεν θα πάρουμε μπουκιά·
πράγμα που μας βαραίνει σαν ήττα,
που κάνει τον καθένα μας κακό ή κακιά.
Μας τρώει μια μοχθηρία κρυφή
γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή.
Τον θαυμασμό επιθυμούμε
για κάθε στίχο που εκστομίζουμε,
κι όταν τον έπαινο δεν ακούμε
θυμώνουμε κι αφρίζουμε.
Χαρακτηρίζουμε τους κριτικούς
κακόπιστους ή χολερικούς.
Νιώθουμε μια περίεργη θλίψη
που τα βιβλία μας μένουν απούλητα
Μελαγχολούμε που μας έχει λείψει
η αγάπη του κόσμου, και μισούμε αβούλητα
το ευρύ κοινό που αντί για ποιήματα
αγοράζει μυθιστορήματα
Πιστεύουμε πως κάτι δεν πάει
καλά με τους ποιητές που τους διαβάζουν οι πολλοί
καταφρονώντας τα εντελβάις
των κορυφών μας για τα ευτελή
κι άοσμα άνθη της γλάστρας
που τ’ ανεβάζουν ώς τ’ άστρα
Το θεωρούμε απίστευτο ότι
οι αερολογίες του ενός
κι οι άξεστοι κι ανοικονόμητοι τρόποι
του άλλου κι ο δυσκοίλιος ή φτηνός
λόγος εκστασιάζουν· ότι η κριτική
βρίσκει στους κρότους τού τάδε μουσική
Είμαστε βέβαιοι ( ή σχεδόν βέβαιοι ) ότι το
μέλλον θα μας δικαιώσει
και το αχειροκρότητο
έργο μας θ’ αποθεώσει
Ότι οι στίχοι μας δεν έχουν λήξη.
Λέμε : « ο χρόνος θα δείξει ».

Νάσος Βαγενάς, Μπαλλάντα ενός άδοξου ποιητή για τη νέα χιλιετία
(Πάνω σ’ ένα ποίημα του Γκάβιν Γιούαρτ)



4.
Απευθείας συγκοινωνούν
μόνο οι γυναίκες με τον Θάνατο.
Ο Θάνατος μας στέλνει εδώ
μέσα από την πληγή τους.
Και το τρελό της αίμα
είναι τα δάκρυα τα δικά Του για το χωρισμό.
Μην κλαις, Πατέρα. Ολόκληρη ζωή
κι εμείς κι εκείνες
εκεί
δεν κάνουμε έρωτα
μονάχα Σε διακρίνουμε στο βάθος
στο αμυδρό Σου φως
κουνώντας το ίδιο πάντοτε μαντίλι
απεγνωσμένα.

Γιάννης Βαρβερης, Νόστος





Ποιητικός Μάρτης 16- Β' Μεταπολεμική Γενιά


1.
Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.
Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.
Καὶ διαψεύδομαι.

Κική Δημουλά, Παρανομίες

2.
Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα
μες στις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.
Γρίφοι λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι
χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί
για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.
Στα λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι όμως στο αίμα
κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό
– ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα.
Ακούς και δεν γνωρίζεις τ’ όνομά σου,
κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ’χε δοθεί
– σε ποιές λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα κακό είναι ν’ αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.
Δεν είναι ο κόσμος πείραμα στους τρόμους
του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους ;
Θα ’ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
– άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που “διελύθησαν ησύχως . . . 
Βύρων Λεοντάρης, Αποχρωματισμοί

3.
Έναρθρη η Σιωπή ξάφνου μιλάει χαμογελώντας γλυκά,
δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών το αγκάθι του Θανάτου
δικαιωμένο· οι κολασμένοι του κόσμου αμόλυντοι εκεί κάτου
και ιδού, επιτέλους, στ’ ανθρώπινα χέρια προνόμια θεϊκά.
Κύματα ευτυχίας, πεταλούδες λευκές, μέλι, ανθοί και καρποί
απαγορευμένοι και ιδιοτελείς, γνωρίζουμε πώς, προηγουμένως.
Ρυτίδες ελπίδες στη γλώσσα του ο καθείς, κανένας
……………….……μελαγχολημένος,
άλλοτε άδικα σκότωνε η αιμοδιψής πολεμική ριπή.
Χαράζει ( νομίζω ), λιώνουν τα μαύρα βουνά και η ζωή βιαστική
δεν είναι ( θαυμάσια φίλοι μου, δεν έχω την κατάρα
……………….……του τελευταίου ),
παράξενη ησυχία θα πεις όμως έχουμε την υπόσχεση
……………….…… του ευκταίου.
Η φτώχεια δεν κλαίει με τα παιδιά της μήτε η φάλτσα μουσική,
αθάνατο νερό, μόνιμα πρελούντια Χαράς ( και πια δεν περιμένω
τον βαρύ τον πένθιμο τον χαμηλό ρυθμό τον λυπημένο ).

Μάρκος Μέσκος, Ουτοπία

4.
Χωρίς λουλούδια χωρίς σημαίες χωρίς
τις μικρές -ή μεγάλες-
αυταπάτες. Ανοίγοντας
μονοπάτια στη στάχτη.
Με την κλεψύδρα στο χέρι. Και
τον εξάντα των ορθών συλλογισμών.
Στον
ωκεανό της πλάνης.

Μ`ένα όνειρο - σκάφανδρο
προσεγγίζω το βυθό.

Το σύμπαν διαθλάται.
Ο χρόνος συνθλίβεται.

 Σπύρος Τσακνιάς, Στο βυθό




Ποιητικός Μάρτης 15- Α' Μεταπολεμική Γενιά


1.
Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)

Μανόλης Ἀναγνωστάκης, Κάθε πρωΐ

2.
V
Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

Τάσος Λειβαδίτης, Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

3.
Αγγίζω τους τοίχους των σπιτιών
δεν αποκρίνεται κανείς.
Βρέθηκα σε μια πόλη δίχως όνομα.
Ψάχνω τον ουρανό να βρω το στίγμα της
και με τυφλώνουν ρεκλάμες.
Η πόλη που γεννήθηκα είχε δυο απλές συντεταγμένες.
Βόρειο πλάτος, αίμα.
Βόρειο μήκος, θάνατο. 

Τίτος Πατρίκιος, Η πόλη που γεννήθηκα

4.
Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε να ‘ναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάκτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.

Άρης Αλεξάνδρου, Φρόντισε

5.
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος

6.
Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.

Νίκος Καρούζος, Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει

7.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν

8.
Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας
δὲν εἶν᾿ εὔκολο πράμα ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ
πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος
ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του;
ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του
κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του
Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ᾿ τὰ δέντρα
κοιτᾶτε τ᾿ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του
τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του
τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του
τ᾿ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους
τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του
τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του

Μίλτος Σαχτούρης, Ὁ οὐρανός

9.
Αυτό το δέντρο είναι τα μαλλιά σου νομίζω
Που από καιρό μέσα μου
Έγιναν φωλιές
Με αυγά πουλιών
Ερπετών
Νυχτών
Είναι το χέρι μου
Που χρόνια μπαινοβγαίνει εντός σου
Ή και σε σφίγγει και σου βγάζει το κουκούτσι
Είναι η ματιά μου που σαν κλωστή
Μαύρη κίτρινη πράσινη κόκκινη – όχι γαλάζια
Κεντάει στα πόδια σου
Σκηνές ιστορικών μαχών
Οι ρίζες του είναι
Αυτοκτονίες νέων
Όχι γι αστείες υποθέσεις
Αλλά γιατί
Κάποτε οι Σουλτάνοι αποκοιμήθηκαν πλάι τους
Και μόνο τα φύλλα αυτού του δέντρου
Είναι όπως τα ξέρουν όλοι
Και πιο πολύ οι βοτανολόγοι
Που ξέρουν τη χημεία της χλωροφύλλης.

Δημήτρης Παπαδίτσας, Το δέντρο

10.
Πόσοι στο πέλαγος, πόσοι πνιγμένοι
κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν
όλοι περίμεναν να σ’ αντικρύσουν.
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Στις αμμουδιές, θυμήσου, οι πεθαμένοι,
καθώς περνάς, γυρεύουν να μιλήσουν.
Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν.
Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη, κανείς δεν ξέρει!
Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα
κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύριζαν χωρίς το σώμα.
‘Οταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι,
Θε μου, πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα!

Νάνος Βαλαωρίτης, Τροία

11.
Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε
ένα χτυπημένο ορτύκι,
ξοπίσω ο αγριαπήγανος ύστερα το μολύβι,
δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι
ψάχνεις μέσα σου,
ακόμα η θύελλα αστράφτει δισκοπότηρο
η οργή δεν το ‘πνιξε το ουρλιαχτό της.
Γενιά του αγριόχορτου
έχεις ακόμα μάκρος.

Έκτωρ Κακναβάτος, Ορτύκι




Ποιητικός Μάρτης 14- Ξένοι ποιητές

1.
Δεν δίνω καμιά σημασία στη ζωή.
Δεν καρφώνω την παραμικρή πεταλούδα ζωής στη σημασία.
Δεν σημαίνω για τη ζωή.
Μα τα κλαριά του αλατιού τα λευκά κλαριά
Όλες οι φυσαλίδες από σκιά
Και οι θαλάσσιες ανεμώνες
Κατεβαίνουν και αναπνέουν στο εσωτερικό της σκέψης μου
Έρχονται δάκρυα που δεν χύνω
Βήματα που δεν κάνω που είναι δύο φορές βήματα
Και που τα θυμάται ο άλλος στην ώρα της παλίρροιας
Τα σύρματα είναι στο μέρος του κλουβιού
Και τα πουλιά έρχονται από πολύ ψηλά να κελαϊδήσουν μπροστά σ' αυτά τα σύρματα
Ένας υπόγειος διάδρομος σμίγει όλα τ΄αρώματα

Αντρέ Μπρετόν. Φασματικές στάσεις (Απόσπασμα)

2.
Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν ειμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Σονέτο του γλυκού παραπόνου

3.
Που είσαι αγαπημένη;
Μήπως σ” εκείνο το μικρό παράδεισο,
να ποτίζεις τα λουλούδια που σε κοιτάνε
όπως τα βρέφη το στήθος της μάνας;
Ή μήπως στο δωμάτιό σου,
όπου ο βωμός της αρετής στήθηκε προς τιμή σου
και που σ” αυτόν προσφέρεις θυσία
την ψυχή και την καρδιά μου;
Ή ανάμεσα στα βιβλία,
γυρεύοντας ανθρώπινη γνώση
ενώ είσαι γεμάτη ουράνια σοφία;
Ω συντρόφισσα της ψυχής μου, που είσαι;
Προσεύχεσαι στο ναό; Ή καλείς τη Φύση στο λιβάδι,
λιμάνι των ονείρων σου;
Είσαι στις καλύβες των φτωχών,
παρηγορώντας τους πονεμένους με τη γλύκα της ψυχής σου
και γεμίζοντας τα χέρια τους με τη γενναιοδωρία σου;
Είσαι το πνεύμα του Θεού παντού. Είσαι δυνατότερη απ” τους αιώνες.
Θυμάσαι τη μέρα που συναντηθήκαμε,
όταν μας τύλιγε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου;
Και πλανούνταν γύρω μας οι άγγελοι του Έρωτα δοξολογώντας τις πράξεις της ψυχής;
Θυμάσαι τα μονοπάτια και τα δάση που περπατούσαμε μ” ενωμένα τα χέρια,
σφιχταγκαλιασμένοι σα να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς;
Θυμάσαι την ώρα που σ” αποχαιρέτησα και το αγνό φιλί σου πάνω στα χείλη μου;
Εκείνο το φιλί που με δίδαξε ότι η ένωση χειλιών ερωτευμένων
φανερώνει ουράνια μυστικά ανέκφραστα απ” τη γλώσσα.
Ήταν η εισαγωγή σ” ένα μακρόσυρτο στεναγμό
σαν την ανάσα του Παντοδύναμου που έκανε άνθρωπο το χώμα.
Εκείνος ο στεναγμός μ” οδήγησε στον πνευματικό κόσμο
δείχνοντάς μου τη δόξα της ψυχής μου.
Κι αιώνια εκεί θα μείνει μέχρι πάλι να ενωθούμε.
Θυμάμαι όταν με φίλαγες και με φίλαγες
και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά σου
κι έλεγες: «Συχνά πρέπει να χωρίζονται τα γήινα σώματα
για γήινους σκοπούς και χώρια να ζουν ο κόσμος τ” αναγκάζει.
Μα ο Έρωτας κρατάει στα χέρια του το πνεύμα ενωμένο
μέχρι να φτάσει ο θάνατος, να πάρει ενωμένες ψυχές.
Πήγαινε, αγαπημένε. Η Ζωή σε διάλεξε εκπρόσωπό της.
Υπάκουσέ την,
γιατί είναι η Ομορφιά που προσφέρει
στον πιστό της την κούπα της γλύκας της ζωής.
Όσο για τη δική μου αδειανή αγκαλιά,
η αγάπη σου θα “ναι η παρηγοριά μου.
Κι η θύμησή σου Αιώνιος Γάμος.»
Που είσαι τώρα, άλλε μου εαυτέ;
Είσαι ξύπνια μέσα στη σιωπή της νύχτας;
Ας σου φέρνει ο καθάριος άνεμος
τους χτύπους της καρδιάς μου κι όλη μου την αγάπη.
Χαϊδεύεις άραγε το πρόσωπό μου με τη θύμησή σου;
Η εικόνα δεν είναι πια σωστή,
γιατί η θλίψη έριξε τη σκιά της
στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή μου.
Τα δάκρυα μάραναν τα μάτια μου
που καθρέφτιζαν την ομορφιά σου
και ξέραναν τα χείλια που γλύκαινες με τα φιλιά σου.
Που είσαι αγαπημένη;
Ακούς το κλάμα μου πέρα απ” τον ωκεανό;
Καταλαβαίνεις την ανάγκη μου;
Γνωρίζεις πόσο μεγάλη είναι η υπομονή μου;
Υπάρχει στον άνεμο κάποιο πνεύμα
για να σου φέρει την ανάσα της ετοιμοθάνατης νιότης μου;
Υπάρχει μυστική επικοινωνία ανάμεσα στους αγγέλους
για να σου φέρει το παράπονό μου;
Που είσαι, όμορφο αστέρι μου;
Το σκοτάδι της ζωής μ” έριξε στην αγκαλιά του.
Η θλίψη με νίκησε.
Πάρε το χαμόγελό σου στον ουρανό.
Θα “ρθει και θα με ζωντανέψει!
Ανάσανε την ευωδιά σου στον άνεμο!
Θα με στηρίξει!
Που είσαι, αγαπημένη;
Ω, πόσο μεγάλη είναι η Αγάπη!
Και πόσο μικρός εγώ!

Χαλίλ Γκιμπράν, Το κάλεσμα του εραστή


4. 
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ᾿ ἕναν τοῖχο
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ θὰ φυτέυεις, σὰ νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει
                           πιότερο στὴ ζυγαριά.

Ναζίμ Χικμέτ, Γιὰ τὴ ζωή

5.
Δε σ’ αγαπώ σαν να ‘σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.

Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.

Πάμπλο Νερούδα, Δε σ’ αγαπώ


6.
Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.
Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω
και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές και ξερά φύλλα
και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:
αν σταματήσω, σταματάει
Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.
Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα βγάζουνε στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που σηκώνεται και λέει βλέποντας- με: κανείς.


Οκτάβιο Παζ,  Ο δρόμος

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Ποιητικός Μάρτης 13- Γενιά του '30


1.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ
   κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι αὐλακώ-
    νουνε τὰ τειχιά.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παι-
   διά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν
   ἀντίπερα γιαλὸ-
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρό-
    χειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλι-
    καριοῦ ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι-
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ  νὰ θέλω νὰ πῶ
    καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς
κλειστὲς βαθιὰ στὴν  Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε Θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δω-
    ρητὴς καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα-
ποὺ δὲν εἶναι ποτές του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ πά-
    λαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
   τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.
Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
   ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατὶ καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
   ποὺ σιγὰ-σιγά, βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
   ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατὶ ἡ
   ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο
   γιὰ νὰ πονοῦμε
γι᾿ αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τό με-
   γάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ
   χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ
   σπέρνουν καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν
   νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι
   τόσο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν αὐθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα
   χωρὶς τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ
   ἔστω καὶ γιὰ τὰ μεγάλα-
ὅταν κοιτάζουν ἴσια- πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συν-
    ήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ
    περιβόλι στὸ κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν᾿ ἀλλά-
   ζει σχῆμα, νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει-
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πό-
   θου μας καὶ τῆς  καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι
   ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε
    σωστὴ κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν  ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
    λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.
                                                                   Κάϊρο, 20 Ἰουνίου ῾42

 Γιώργος Σεφέρης, Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά

2.
XVI
Χαρὰ χαρά.
Δὲ μᾶς νοιάζει
τί θ᾿ ἀφήσει τὸ φιλί μας
μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι.
Ἀγγίξαμε
τὸ μέγα ἄσκοπο
ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του.
Ὁ Θεὸς
πραγματοποιεῖ τὸν ἑαυτό του
στὸ φιλί μας.
Περήφανοι ἐκτελοῦμε
τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀπείρου.
Ἕνα μικρὸ παράθυρο
βλέπει τὸν κόσμο.
Ἕνα σπουργίτι λέει
τὸν οὐρανό.
Σώπα.
Στὴν κόγχη τῶν χειλιῶν μας
ἑδρεύει τὸ ἀπόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ἀκοῦμε
μὲς στὸ γαλάζιο βράδι
τὴν ἀνάσα τῆς θάλασσας
καθὼς τὸ στῆθος κοριτσιοῦ εὐτυχισμένου
ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ χωρέσει
τὴν εὐτυχία του.
Ἕνα ἄστρο ἔπεσε.
Εἶδες;
Σιωπή.
Κλεῖσε τὰ μάτια.
Γιάννης Ρίτσος, Ἐαρινὴ Συμφωνία ΧVI

3.
Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.
Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.
Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

Οδυσσέας Ελύτης,  Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

4.
Ένα κορίτσι σ’ έναν κήπο/ δυο γυναίκες σε μια γλάστρα
τρία κορίτσια στην καρδιά μου/ άνευ ορίων άνευ όρων
μία παλάμη σ’ μένα τζάμι/ μία παλάμη σ’ ένα στήθος
ένα κουμπί που ξεκουμπώνεται/ ένα βυζί που αποκαλύπτεται
ενώ ο τοξότης με τα βέλη/ λάμπει ψηλά στον ουρανό
άνευ ορίων άνευ όρων»

 Αντρέας Εμπειρίκος, Τα βέλη

5.
Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.

 Νικηφόρος Βρεττάκος, Οἱ μικροὶ γαλαξίες


6.
Πάνω εἰς τὴ μαρμάρινη τὴν προκυμαία τοῦ ἀνακτόρου
ἐναποθέσανε σὲ διαστὴματα ὡς ἔγγιστα κανονικά
ψηλούς σωρούς τὰ ξύλα
ποὺ ἐφέραν τὰ καΐκια ἀπὸ τὰ μακρυνά
παράλια δάση.

Κι ἄλλοι σωροί εἰν’ ἀπὸ ψιλούς
λεπτούς κορμούς σὰν κορμί κόρης
κι' ἄλλοι σωροί ἀπο
θεώρατα μεγάλα
δέντρα…

Καὶ βρέχει συνεχῶς καὶ ἡ ἐπίμονη βροχὴ μουσκεύει
τ' ἄχαρα τὰ ξύλα
καὶ γυαλίζουνε τὰ μάρμαρα τοῦ πλακοστρώτου
καθὼς τὸ νερὸ ἀτέλειωτα τὰ πλένει καὶ τὰ ξαναπλένει.

Κι ὁ οὐρανὸς βαρύς μαζὶ καὶ μαῦρος
– ἄραγες ποιός ξέρει τί ὤρα τῆς ἡμὲρας νἆναι; –
καμμιάν ἐλπίδα δέ στέργει γιὰ νὰ δώσῃ

(ἡ ἀπέναντι ὄχθη ἔχει χαθῇ
λες δέν ὑπῆρξε)

Κι ἡ θάλασσα εἶναι μουντὴ κι' ἀγριεμὲνη
σὰν οἱ πυκνές οἱ στὰλες τῆς βροχῆς ποὺ τὴ βαρᾶνε
νἄχουν ξυπνήσει μὲσα της μιὰ μάνητα τεράστια
ποὺ μὲ τί κόπο τηνέ
συγκρατὰει.

Ἄλλος κανείς σὲ τοῦτο τὸ ἐρημικό τοπίο δὲ μοιάζει νἆναι
πάρεξ μονάχα ἐγώ – ὁ ἴδιος –
ὀρθός ὡς στέκω μὲ τὰ κόκκινα μαλλιά μου μουσκεμὲνα
νὰ κολλοῦνε ἀπάνω εἰς τὸ μὲτωπό μου…

Τῆς ἀγάπης τὰ βάσανα μ' ἔχουνε φέρει στὸ εὐγενικὸ τὸ περιγιὰλι
κι ὅλο ὁ νοῦς μου εἶναι σὲ μιὰν ὑπέροχη
ὑπερήφανη μαγνόλια
ὅπου σ' αυτὰ τὰ μέρη ἐδῶ
θάλλει κι ἀνθίζει.


 Νίκος Εγγονόπουλος, Ἐνθύμιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Ποιητικός Μάρτης 12- Νεορομαντικοί-Νεοσυμβολιστές ποιητές του Μεσοπολέμου


1.
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα...
Ἡ σκέψη μου νοσταλγικὰ ἐνυχτώθη
στὸν κῆπο, στὴ λιμνούλα καὶ στὴ σέρα
ποὺ ἐσβήνανε τριαντάφυλλα σὰν πόθοι
κι ἐπέθαινε στὰ τζάμια πάνω ἡ μέρα.
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα...
Ἕνας καημὸς ποὺ ἀκόμα δὲν ἐδόθη
γινόταν ἄστρο. Σύννεφο ἀπὸ πέρα
μεγάλωνε (ἴδιο σάβανο ποὺ κλώθει
μὲ μοχθηρὴ σπουδὴ μοιραία μητέρα).
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα...
Ὅταν τὸ δέος μου ἀξήγητον ἁπλώθη,
τὸ στερνὸ ρόδο θά ῾χανε ἡ σέρα
καὶ ἡ λίμνη μὲ νεκρόφυλλα θὰ ἐστρώθη.
Τ᾿ ἄστρα ζυγώνανε, καημοὶ ἀπὸ πέρα.
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα...

Κώστας Καρυωτάκης, Εσπέρα

2.
Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,
γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,
μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα
καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο,
μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα
σὲ δέντρα καὶ λούλουδα καὶ γάργαρα νερὰ
ὑψώνεται ὁ μαρμάρινος ναὸς γιὰ τὴ λατρεία
τῆς Ἀφροδίτης - τοῦ ἔρωτα τὴ θριαμβικὴ θεά.
Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!...
Οἱ φανταχτερὲς κι ἀνάλαφρες παντιέρες μουσκευτῆκαν,
τὰ χρώματα ξεβάψανε καὶ τ᾿ ἄνθη ἐμαραθῆκαν
καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο
ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο στὸ κῦμα τ᾿ ἀφρισμένο
μὲ τὸ φτωχό μας Ὄνειρο στὴν πρύμνη πεθαμένο.

Κώστας Ουράνης, Ταξίδι στὰ Κύθηρα

3.
Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,
δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι...
Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,
σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,
τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,
μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία...
Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.
Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,
μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει...
Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει
κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,
τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη...
Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει...

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ


4.
Ἦταν στὶς δόξες τῶν περιβολιῶν
κι ἡ ὥρα τῶν ταξιδιάρικων πουλιῶν,
κι οἱ ἄξαφνες οἱ ἀνάσες, οἱ μισές,
ποὺ εὐκολοκατελοῦν τὶς φυλλωσιές.
Στὸ ἄφραχτο χαμοκάλυβο μπροστά,
λουλούδια ἐσυγκομίζαν σωριατά,
λουλούδια σωρευτά, λογῆς-λογῆς,
χυμένα ἀπὸ πανέρια κατὰ γῆς.
Μὲ τὰ μάτια τὰ φίλησα, πολύ...
Ψυχὴ σιμά μου. Μόνο στὴν αὐλὴ
περιδιάβαζε ἀργὴ περπατησιὰ
καὶ τὴν τύλιγε ἡ ἄκρα μοναξιά.
Κι ἔτσι ἤθελα ἡ θωριά τους μοναχὴ
ν᾿ ἀφήσω νὰ μοῦ πιεῖ ἀπ᾿ τὴν ψυχή...
Μὰ οἱ μνῆμες ἀναζήσανε σ᾿ αὐτὰ
τὰ λουλούδια τὰ χρωματιστά...
Ἔγνοιες, ἀδημονίες, μεταγνωμοί,
μελίσσι ὅλα προστρέξαν στὴ στιγμή,
σὰ νἆταν μαγεμένα ἀπ᾿ τὸν Καιρό,
καθόταν στὰ λουλούδια, ἕνα σωρό.
Τοῦ περβολιοῦ τὸ κέντημα σπαρτὸ
πίκρα καὶ συννεφιὰ ἔγινε μεστό,
κι ἔγιναν τὰ κοτσάνια του σκληρὲς
μύτες, καρφιά, πληγὲς αἱματηρές.
Ἀναποδογυρίστηκε ἡ χαρὰ
βγῆκε ἡ θλίψη, ἀκόμα μιὰ φορά.
Κι ἐστάθηκαν, μακρότατη γραμμή,
θλιμμένα ρόδα διάφανοι καημοί.
Μὰ ἂς εἶναι, ὅταν, στὸν κάμπο τὸ βαθύ,
βουρκώσει ἀστραποβρόχι καὶ χυθεῖ,
κι ὅταν οἱ ἀνέμοι κλάψουνε γοερά,
ποιὸς θὰ μοῦ κλέψει τότε ἀπ᾿ τὴ χαρά;

Τέλλος Άγρας, Λουλούδια κατὰ γῆς

5.
Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη Νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι,
ένθεη ορμή μάς ξεπετάει εκεί

Επάνω απ' της Αβύσσου τ'άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα αχνάρι μας να μη σταθεί...

Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης,
δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγέλασες,

Οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα, μα και σαν έξω απ' τη Ζωή!..

Ρώμος Φιλύρας, Υπεράνω

6.
Νά κι ο χειμώνας πού ’χει φτάσει
και σκοτεινιάζει πριν βραδιάσει,
και σκοτεινιάζει μες στην πόλη,
στη φύση και στη ζήση μου όλη…
Νά και το βράδυ πού ’χει πέσει
και κόβει τη ζωή στη μέση,
και κόβει τη ζωή στα δύο
με το βοριά και με το κρύο.
Νά κι η καρδιά μου που στο τζάκι
θ’ αράξει σαν το καραβάκι,
που από ταξίδια ωραία φτάνει
και ναυαγεί μες στο λιμάνι.
*
Ναυαγισμένοι πλάι στο τζάκι
με την καρδιά μας καραβάκι,
πώς θα μπορέσουμ’ εμείς τώρα,
με το βοριά και με τη μπόρα,
να ξαναρχίσουμε τα ίδια
των αναμνήσεων τα ταξίδια;…

Μήτσος Παπανικολάου, Βραδινοί θάνατοι

7.
Ψυχή μου, τοῦ ἄσωτου καημοῦ παιδί, σὰν ποιὰ προσμένεις
γαλανὴ μέρα νὰ διαβῆ, μαζί της νὰ σὲ πάρη;
Κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς δὲ θὰ μπορῆς τὰ ὄνειρα ν᾿ ἀνασταίνης,
θὰ σβήση ἡ ὡραία φλόγα σου καὶ θὰ σοῦ μείνη ἡ χάρη,
μέσα σὲ θρόνο ὁλόχρυσο καρτερικὰ νὰ μένης
σὰ σ᾿ ἕνα πλούσιο κόσμημα χλωμὸ μαργαριτάρι.
Τῆς Νύχτας, σὰ μυστήριο τοῦ Ἅδη σκοτεινιασμένης
περνάει τὸ φάσμα, κοίταξε, μὲ θριαμβικὸ καμάρι.
Σήκωσε τὰ περήφανα χέρια σου καὶ δεήσου
νὰ γίνης ἕνα ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ μαῦρα μυστικά της,
νὰ μὴ σ᾿ ἀγγίζη ἡ ἐλπίδα, ὅπως τ᾿ ἀνήλια τῆς ἀβύσσου
ἡ ἀχτίδα, γιὰ τὰ πρόσχαρα ποὖνε γιὰ σένα ξένα.
Καὶ μόνο ἡ σκέψη κάποτε στὸ ἄσκοπο πέταμά της
νὰ βρίσκης ὅλα ποὺ πόθησες, τὰ ὡραῖα στερημένα.


Μαρία Πολυδούρη, Πεπρωμένο