Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Αν Σέξτον - Το είδος της



Λίγο πριν μας φύγει ο χρόνος, θα'θελα να αφιερώσω τις τελευταίες μέρες του 2014 στην Αμερικανίδα ποιήτρια Αν Σέξτον, που φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από το θάνατό της. Η όμορφη Αμερικανίδα με το μονίμως αναμμένο τσιγάρο στα δάχτυλα της, έπειτα από τον πρώτο εγκλεισμό της σε ψυχιατρική κλινική, ξεκινάει να γράφει ποίηση για να ζήσει. Η ποίησή της έντονη- λεπίδα που δεν αφήνει περιθώρια λάθους: την Σέξτον είτε την λατρεύεις, είτε την απεχθάνεσαι. Ακόμα και η ίδια ήταν εγκλωβισμένη σε έναν ατέρμονο δίπολο: "Ζήσει ή Πέθανε" (κέρδισε το Πούλιτζερ για τη συλλογή της αυτή το 1967), ποιήτρια ή νοικοκυρά, άσπρο ή μαύρο... Ευφυΐα, σκληρότητα, αναμνήσεις και απωθημένα πάνω στο χαρτί. 
Αυτοκτόνησε σε ηλικία 46 ετών, τον Οκτώβρη του 1974. 



Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα,
στοιχειώνοντας τον μαύρο αέρα, πιο τολμηρή τη νύχτα
Πετώ πάνω από σπίτια φτωχικά, σκέφτομαι το κακό,
πάω από φως σε φως.
Πλάσμα μοναχικό, δωδεκαδάχτυλο, τρελό.
Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.

Βρήκα τις ζεστές σπηλιές στο δάσος,
τις γέμισα με κατσαρολικά, κουζινομάχαιρα και ράφια,
ντουλάπια και μεταξωτά, αμέτρητα αγαθά.
Μαγείρευα για τα σκουλήκια και τα ξωτικά.
Γκρίνιαζα, έβαζα τα πάντα πάλι σε σειρά.
Μια τέτοια γυναίκα την παρεξηγούν.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.

Ανέβηκα στην άμαξά σου, οδηγέ,
κούνησα τα γυμνά μου μπράτσα στα χωριά που προσπερνούσα,
έμαθα όλες τις λαμπρές, ύστατες διαδρομές,
επέζησα εκεί που οι φλόγες σου ακόμα γλύφουν τον μηρό μου,
εκεί όπου περνούν οι ρόδες σου κι ακόμα σπάνε τα πλευρά μου.
Μια τέτοια γυναίκα δεν ντρέπεται να πεθάνει.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.


Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Ν. Ματβέγεβα - Η αποστολή




Ο ποιητής που είναι άφωνος όταν τα γεγονότα τρέχουν
— Αλλά μετά απ’ το συμβάν βγάζει φωνή — πόσο ρεζίλη είναι αγνοεί.
Ο ποιητής όχι να καθρεπτίζει , αλλά ο ίδιος πρέπει να προβληματίζει,
Όχι να ψάλλει το συμβάν, αλλά να πράττει, ήρθε, να αναβοεί,
Και στην ουρά της ιστορίας να στριμωχθεί, δεν του αρμόζει.
Μετά από τα γεγονότα ο στίχος ποιόν μπορεί να σώσει;
Του ποιητή αποστολή είναι να διευθύνει τον ουρανό των λέξεων σαν Δίας,
Είναι των ιδεών ο κινητήρας και της αδύναμης ψυχής είναι μεσσίας.
Για πέστε μου παρακαλώ; Τι θα πει αυτό, να καθρεφτίζει;
Ο ποιητής δεν είναι λίμνη με τα νούφαρα, να αντικατοπτρίζει,
Είναι ο πόνος και το μίσος, είναι ελπίδα φωτεινή.
Η ανθρωπότητα που έβαλε τον ποιητή στα νώτα,
Μοιάζει στρατό που έχει τον σημαιοφόρο πίσω αντί πρώτο,
Και με τυμπανιστή σταλμένο στην οπισθοφυλακή.

(Πηγή)


Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Ντ. Τόμας - Τη νύχτα ονειρεύονται



Πρώτη Φωνή
(Πολύ σιγανά)

Για ν’ αρχίσουμε απ’ την αρχή.  Είναι άνοιξη.  Αφέγγαρη η νύχτα στη μικρή πόλη, χωρίς αστέρια, βιβλικά μαύρη.  Πέτρινοι σιωπηλοί δρόμοι και το δάσος καμπούρικο με τους ερωτευμένους, τους λαγούς, αθέατο κατεβαίνει κούτσα – κούτσα ως τη μαύρη – κορόμηλο, μαύρη – κοράκι, την ελαφροκυματούσα θάλασσα με τις ψαρόβαρκες.
Τα σπίτια είναι τυφλά σαν τους τυφλοπόντικες (αν κι αυτοί βλέπουν καλά τη νύχτα μεσ’ απ’ τις βελούδινες τρύπες τους, ξεμυτίζοντας), τυφλά σαν τον Καπετάν – Γάτο εκεί στη μέση κοντά στη βρύση και το ρολόι της πόλης, τα κατάκλειστα μαγαζιά, το Ίδρυμα Κοινής Ωφελείας μαυροφορεμένο στο σκοτάδι.  Η νανουρισμένη , βουβαμένη πολιτεία με τους ανθρώπους της κοιμάται τώρα.
Σ…σ…σ… τα μωρά κοιμούνται, οι γεωργοί, οι ψαράδες, οι έμποροι, οι συνταξιούχοι, ο τσαγκάρης κοιμάται, ο δάσκαλος, ο ταχυδρόμος, ο ταβερνιάρης, ο νεκροθάφτης, και η ζωηρή του χωριού, ο μέθυσος, η ράφτρα, ο παπάς, ο αστυνόμος, η γυναίκα με τα μύδια και τα παππίσια πόδια και οι ταχτικές νοικοκυρές.
Τα νέα κορίτσια στα μαλακά κρεβάτια γλιστρούν στ’ όνειρό τους ως το δάσος που αντηχεί σαν εκκλησιαστικό όργανο, γλιστρούν με δαχτυλίδια και προικιά κι είναι οι πυγολαμπίδες που κρατούν την ουρά της νυφης.  Τ’ αγόρια κάνουν πονηρά όνειρα, καβαλικεύουν τ’ αδάμαστα άτια της νύχτας ή αλωνίζουν κουρσεμένες θάλασσες.  Ανθρακίτης τα σώματα των αλόγων κοιμισμένα στα λιβάδια, οι αγελάδες στους σταύλους, οι σκύλοι στις αυλές μ’ υγρές μουσούδες.  Κι οι γάτες λαγοκοιμούνται στις γωνιές ή με πονηρές δρασκελιές, σαν αστραπή χώνονται στο σύννεφο το μοναδικό της στέγης.
Μπορείς ν’ ακούσεις τη δροσούλα να πέφτει και την πόλη σε σιγή ν’ ανασαίνει.  Μόνο τα δικά σου μάτια μένουν ανοιχτά και βλέπουν τη μαύρη πολιτεία βυθισμένη, τυλιγμένη σε ύπνο αργό.  Και μόνο εσύ μπορείς ν’ ακούσεις την αόρατη πτώση των άστρων, τη θάλασσα στην πιο σκοτεινή της στιγμή, την πριν απ’ την αυγή·

(Απόσπασμα)

«Κάτω απο το γαλατόδασος» (ένα έργο για φωνές)
Μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ


Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Τα Χριστούγεννα του Σαχτούρη...


Ιδού μια διαφορετική προσέγγιση πάνω σε ένα τόσο παραδοσιακό θέμα: 



ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1943

Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες
γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε
κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του
τρεις πεθαμένους κύκνους  
και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό
οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο
ένα μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης
ένα αρνάκι μια σταλιά στις παγωμένες της παλάμες
ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της.


Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Εδώ και πολλά χρόνια
σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα
(αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου
δε θέλει δώρα
δε θέλει χρήματα
πάγο και χρόνια
χιόνια και πάγο
σκισμένα ρούχα
αχνά παπούτσια
ο χρυσός νεκρός
θα βγει έξω
δεν τον γνωρίζει κανένας
τον αλήτη νεκρό
θα κάτσει στο πικρό καφενείο
να πιεί τον καφέ του
κι ύστερα πάλι
σε λίγες μέρες
ήσυχα θα πεθάνει
(ο νεκρός)

όταν έρθει ο χρόνος

κι όλες οι ρόδες
κόκκινες όπως πρώτα
θα γυρίζουν πάλι.


ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη

Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...
Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα των Ποιητών.


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1948

Σημαία
ακόμη
τα δόκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
χαϊδεύουν
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδερόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου





Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Πόλεμος, ποίηση και ειρήνη



Δεν υπήρχαν ποτέ στην ιστορία ποιητές, άξιοι λόγου τουλάχιστον, που να είναι αφιερωμένοι σε ένα μόνο θέμα: ποιητές του πολέμου π.χ., ή της ειρήνης. Οι ποιητές έγραφαν για τον πόλεμο ή για την ειρήνη, όπως έγραφαν για όλα τα άλλα πράγματα, ανάλογα με την ευαισθησία, την τεχνική και την οπτική τους γωνία. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ποιητές εγκωμίαζαν με τους στίχους τους τις νίκες των κρατών τους, το θάρρος των στρατιωτών ή τη δειλία τους.

Θρήνοι και ιαχές

Οι παλαιοί Σάξωνες και οι Σκανδιναβοί ποιητές αποδέχονταν τον χαμό σαν κάτι αναπόφευκτο στον αγώνα για επιβίωση ή υστεροφημία. O πολύτροπος και χαμελαιοντικός Σαίξπηρ άλλοτε βλέπει τον πόλεμο με συμπόνοια και οργή, από την πλευρά των θυμάτων και άλλοτε σαν το αναπόφευκτο βάθρο, όπου πάνω του υψώνεται η μεγαλοσύνη των ηγετών. Αυτό δε σημαίνει ότι έπλεαν στη σχετικότητα κατευθυνόμενοι πότε από εδώ και πότε από εκεί, φυσημένοι από την πνοή του ταλέντου τους και μόνο. Είχαν ηθική συνείδηση, όπως δείχνουν οι στίχοι του Τσόσερ, οι εμπνευσμένοι από τον Εκατονταετή Πόλεμο μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας (1337-1453), του Κόλριτζ για τους φόβους της εισβολής στην Αγγλία, μετά το 1798, και κυρίως όπως το φανερώνουν οι στίχοι του κορυφαίου Ουόλτ Γουίτμαν για τον αμερικανικό εμφύλιο, στη δεκαετία του 1860. Ομως, θα νόμιζε κανείς ότι η οξυμένη, ηθική συνείδηση για τα δεινά του πολέμου, είναι προνόμιο των νεώτερων που ανδρώθηκαν μέσα σε πολιτικά, πιο πολύπλευρες κοινωνίες της Ευρώπης. Ομως, δεν είναι έτσι απλά. Μια ενδιαφέρουσα, γιατί συνάδουσα με το πνεύμα των καιρών, ανθολογία που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «101 ποιήματα εναντίον του πολέμου» (επιμ. Μάθιου Χόλις και Πολ Κίγκαν, εκδ. Φέιμπερ, 8,99 στερλίνες), δείχνει ότι και μοντέρνοι ποιητές, μέσα στην πολυφωνία τους θαυμάζουν και δοξολογούν πολεμικά κατορθώματα, όπως άλλωστε και ο Ουόλτ Γουίτμαν τις νίκες των Δημοκρατικών στον αμερικανικό εμφύλιο. Τούτο το βιβλίο, όμως, καταδείχνει και κάτι άλλο, ίσως πιο σημαντικό, που εμπεριέχεται στη λέξη «μοντέρνοι». Αυτή η λέξη, σε αντίθεση με τη λέξη «σύγχρονοι», σημαίνει εκείνους τους καλλιτέχνες που δεν υπήρξαν μόνο σύγχρονοι θεματικά, αλλά και μοντέρνοι τεχνοτροπικά. Δεν άλλαζαν μόνο θέματα, αντλώντας από τη σύγχρονη ζωή, αλλά μίλησαν σύγχρονα, επεμβαίνοντας στο λεξιλόγιο, τη γραμματική και το συντακτικό της γλώσσας τους. Αυτό τους έκανε μοντέρνους. Τούτο παρατηρείται, καθώς γράφει ο Αγγλος δαφνοστεφής ποιητής Αντριου Μόσιον στη «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», προς το τέλος του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στη λασπωμένη φρίκη και τα πτώματα του Δυτικού Μετώπου. Ποιητές σαν τον Ουίλφρεντ Οουεν, τον Σίγκφριντ Σασούν, τον Αϊβορ Γκέρνι, τον Αϊζαακ Ρόζενμπεργκ μαζί με άλλους, άρχισαν να γράφουν με τρόπους αμφισβητικούς, όχι μόνο του ίδιου του πολέμου, αλλά και των κυρίαρχων ποιητικών τρόπων και ορθοδοξιών. Το «γλυκύ και κόσμιον θανείν υπέρ πατρίδος» έγινε «το παλιό εκείνο ψέμα» και κατ' επέκτασιν, μεταμορφώθηκε και η στάση του ποιητή απέναντι στον πόλεμο. Σχολιάζοντας τα ποιήματά του που δεν έμελλε να ζήσει για να δει δημοσιευμένα, ο Ουίλφρεντ Οουεν έγραφε ότι «δεν μιλούν για ανδραγαθήματα, τόπους, κλέος, τιμή, κυριάρχηση και δύναμη. Μιλούν για τον πόλεμο και την οδύνη του πολέμου. Το θέμα δεν είναι η δοξολόγηση ατομικών πράξων θάρρους ή μνημείωση αδικοχαμένων (μολονότι μπορεί αυτά να είναι τα κύρια που θίγονται)? θέμα είναι να μην ηρωοποιηθεί ο πόλεμος». Και συνέχιζε λέγοντας ότι «αυτό που μπορεί να κάνει σήμερα ο ποιητής» είναι να υπενθυμίσει και να προειδοποιήσει. Γι' αυτό οι αληθινοί ποιητές πρέπει να είναι ειλικρινείς».

Το αξίωμα τούτο παρέμεινε απαρασάλευτο ακόμη και σε δίκαιους πολέμους που ακολούθησαν, όπως κατά του Χίτλερ. Στα ποιήματα λ.χ. του Κιθ Ντάγκλας γραμμένα στη διάρκεια της βορειοαφρικανικής εκστρατείας στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να βλέπει κανείς μια φαινομενική αμεριμνησία, από κάτω όμως αλάθητα ακούει την οιμωγή για τον πόνο, το ξόδεμα, τον θάνατο. Το ίδιο ισχύει και για κατοπινά ποιήματα με το Ολοκαύτωμα, το Βιετνάμ, τον πόλεμο του Κόλπου. Συστατικά στοιχεία των πιο αληθινών από αυτά είναι η «ειλικρίνεια» και η «συμπόνια». Φυσικά είναι και το σοκ που προκαλούν, πράγμα που οφείλεαι στην «ειλικρίνεια», αλλά μαζί συνοδεύεται και από την έκπληξη η οποία προέρχεται από τη «συμπόνια». H σύμμειξη των δύο οφείλεται στο εξής: ότι οι ποιητές δεν αντιδρούν μόνο στη φυσική και αναπόφευκτη πίεση που ασκεί ο πόλεμος πάνω σε κάθε άνθρωπο αλλά απέναντι και στην εμπειρία του πολέμου γενικά.

Στους ποιητές τούτης της ανθολογίας, βλέπει κανείς κάτι που λίγο και σπάνια συναντά στην προηγούμενη ποίηση την ευρωπαϊκή τουλάχιστον, γιατί στην παλιά, κινεζική ποίηση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και αυτό είναι ότι οι ποιητές ακόμη και όταν είναι εστιασμένοι στα ποιήματά τους, σε συγκεκριμένες φρίκες, τη σφαγή του Μάι Λάι π.χ. στο Βιετνάμ, αυτό στο οποίο προσβλέπουν, υψώνοντας το βλέμμα δεν είναι να σταματήσει μόνο αυτή η φρίκη, αλλά να σταματήσει η φρίκη γενικά και να επικρατήσει η ειρήνη γενικά: προσβλέπουν στην παγκόσμια ειρήνη. Από αυτήν την άποψη και ανεξάρτητα από το ύψος του καθενός ποιήματος, η ποίηση αυτή είναι κάλεσμα ανθρωπιάς. Και το γεγονός ότι η ανθολογία εμφανίζεται τώρα, μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα, την κάνει αξιότιμη και επίκαιρη.

Τα ανθρώπινα αισθήματα

Γιατί; Γιατί υπενθυμίζει όπως λέει ο Οουεν ότι η ποίηση μεταδίδει την ένταση των ισχυρότερων και αληθινότερων, ανθρώπινων αισθημάτων σε στιγμές κρίσης. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρει τον αναγνώστη ενώπιον της φρίκης του πολέμου και δείχνει ότι είναι έγκλημα να σηκώνει ο ένας τα όπλα εναντίον του άλλου.



Μιας και αναφέρθηκε το άρθρο στον Σ, Σασσούν, παρακάτω ακολουθεί ένα ποίημά του γραμμένο για την τραγωδία και την αλόγιστη θυσία της ανθρώπινης ζωής κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 


ΕΠΙΘΕΣΗ

Στο χάραμα προβάλλει η κορυφογραμμή, πελώρια τεφρή
Μέσα στο αλύπητο του ήλιο πορφυρό πλάγιο βλέμμα
Και σιγοκαίει καθώς τουλίπες του καπνού αναδεύονται και κρύβουν
Την πληγωμένη απειλητική πλαγιά- το ένα μετά το άλλο τ'άρματα
Σερνάμενα σκαμπανεβάζουν προς το συρματόπλεγμα.
Ουρλιάζει ο φραγμός του πυροβολικού και χάνεται.
Ήρθε η στιγμή- αδέξια κορμιά σκυφτά από το βάρος
Χειροβομβίδες, όπλα, φτυάρια κι εξαρτύσεις φορτωμένα,
Σπρώχνονται, σκαρφαλώνουν για ν'ανταμώσουν της φωτιάς τα βέλη.
Γραμμές σταχτιές, πρόσωπα λιγομίλητα που τα σμιλεύει ο φόβος
Αφήνουν το χαράκωμα, το παραπέτο δρασκελίζουν
Και στο ρολόι του χεριού κυλάει ο χρόνος βιαστικός κι ανέκφραστος
Και η ελπίδα, με την κλεφτή ματιά και τη γροθιά σφιγμένη
Βουλιάζει μες στη λάσπη.
Ας ήταν να δοθεί ένα τέλος, Παναγιά μου! 

(Σασσούν, 1918)



Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Γ. Β. Μακρής - ΒΙΑΘΑΝΑΤΟΣ Ή ΧΡΟΝΟΝΟΣ




εις Ζωήν – Ελοϊζίαν Βαλαωρίτη
(Αθήνα, 1964)


Τρελλή ζωή
Σκληρή ζωή
Ζωή με τον πατέρα
Σκατοζωή
Ζωή πεζή
Μεγάλη ζωή
Περιπετειώδης ζωή
Χαμοζωή
Ζωή να΄χεις
Ζωή Καρέλλη
Μοναχική ζωή
Ερωτική ζωή
Στερημένη Ζωή
Ζωή παράξενη
Πολεμική ζωή
Ζωίτσα Κουρούκλη
Κρυφή ζωή
Εμπορική ζωή
Ζωή χαμένη
Κενή ζωή
Ηρωική ζωή
Ανθρώπινη ζωή
Συζυγική ζωή
Νοήμα της ζωής
Βρεφική ζωή
Ζωή χωρίς νόημα
Αστική ζωή
Ζωή στο Μεξικό
Φιλοσοφική ζωή
Φυτική ζωή
Βασιλική ζωή
Ζωή και Τέχνη
Κλεμμένη Ζωή
Ζωή στο διάστημα
Ζωή ονειρώδης
Κοινωνική ζωή
Ζωή θρησκευτική
Καθημερινή ζωή
Ξένος στη ζωή
Κινηματογραφική ζωή
Δημοκρατική ζωή
Εγκληματική ζωή
Ζωή σε εσάς
Εύθυμη ζωή
Πνευματική ζωή
Λαμθασμένη ζωή
Μεθυσμένη ζωή
Ζωή χαώδης
Αθλητική ζωή
Ποιητική ζωή
Ζωή μαλακισμένη
Ζωή ζωέμπορου
Διπλή ζωή
Ψυχική ζωή
Έκλυτος Βίος
Καθιστική ζωή
Ζωή εμποδισμένη
Ζωή Θανάτου
Ζωή Καραβίδα
Ζωή βασανισμένη
Ένοχη ζωή
Σεξουαλική ζωή
Πεθαμένη ζωή
Πολιτική ζωή
Γλυκιά ζωή
Τυχοδιωκτική ζωή
Σκυλίσια ζωή
Στρατιωτική ζωή
Χριστιανική ζωή
Ζωή του αυτόχειρος
Οργιαστική ζωή
Ζωή και επιστήμη
Ζωή και κότα
Ζωή ζωώδης
Επαναστατική ζωή
Θλιβερή ζωή
Ζωή είν΄αυτή;



Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Μ. Κουμανταρέας - Τα Μηχανάκια (απόσπασμα)


Ας είναι κι έτσι... Έστω και τώρα. 


Την άλλη μέρα ξύπνησε πρωί, ελαφρύς σαν πούπουλο. Πλύθηκε, ντύθηκε, άρπαξε μια φέτα βουτυρωμένο ψωμί και χύθηκε στους δρόμους. Περπάτησε με το κεφάλι ψηλά, χαμογέλασε στο φούρναρη που τον καλημέρισε κι έστειλε στον κουρέα του ένα φιλικό χαιρετισμό - γρήγορα θα τον είχε πάλι πελάτη. Βάδισε κάμποσο, ώσπου βγήκε στη λεωφόρο. Τα δέντρα εκεί πρασίνιζαν, κουρεμένα και φυτεμένα με τάξη πάνω στο πεζοδρόμιο, κρατώντας το ένα τον ώμο τ' αλλουνού, σαν στοιχισμένοι μαθητές την ώρα της γυμναστικής. Χάρηκε που ο δρόμος στις γωνιές δεν είχε αποθηκέψει σκουπίδια. Φαντάστηκε τους σκουπιδιάρηδες άγγελους να δροσίζουν το πρόσωπο της πολιτείας με φρέσκο ποτιστικό νερό. Το φως της μέρας ήταν πεντακάθαρο, λες και το είχαν αλλάξει σήμερα. Περνούσε πάνω στο μάγουλο του δρόμου σαν ακονισμένο ξυράφι. Τ' αυτοκίνητα φαρδιά, με καλογυαλισμένα φτερά και συντηρημένες λαμαρίνες, κυλούσαν πάνω στην άσφαλτο χωρίς να την πληγώνουν. Κι ο τροχαίος* στη μέση του δρόμου με την κολλαρισμένη στολή του, το κράνος του που φεγγοβολούσε, φαινόταν να πιάνει τ' αυτοκίνητα από μιαν αόρατη κλωστή. Ως κι οι κοπέλες ήταν διαφορετικές σήμερα, ξυπνημένες θαρρείς από ύπνο θανάτου που τις είχε σκεπάσει με καινούριο πρόσωπο. Τ' αγόρια είχαν παντελόνια στην τρίχα κι έναν αέρα αυτοπεποίθησης. Άλλοι κρατούσαν την τσάντα του σχολείου, κι άλλοι τα σύνεργα της δουλειάς· οι εργάτες το κολατσό τους τυλιγμένο σε μια πετσέτα. Κι οι γέροι είχαν έναν τρόπο να τον κοιτάζουν λες κι ακόμα θυμόντουσαν πως είχαν περάσει από νέοι. Ο Αναστάσης πήδησε σ' ένα λεωφορείο. Χαμογέλασε στον εισπράχτορα που του έκοψε εισιτήριο και του έδωσε μια θέση που περίσσευε. Απ' το παράθυρο τα σπίτια, με τα σεντόνια γεμάτα ύπνο ακόμα, έφευγαν προς τα πίσω. Ο ήλιος τα τίναζε με τις άταχτες αχτίδες του. Ένα μικρό αγόρι φάνηκε να κυνηγά το λεωφορείο. Όχι για να το προφτάσει στη στάση, μα για να πηδήξει στον προφυλακτήρα. Όταν κατόρθωσε να το φτάσει και να κρεμαστεί, ο εισπράχτορας σηκώθηκε από τη θέση του και του χτύπησε θυμωμένα το τζάμι. «Μπρος, δίνε του». Το παιδί έμεινε για λίγο κοιτάζοντας τον εισπράχτορα. Τα χέρια του ήταν πολύ λιγνά, το πρόσωπό του χλομό, κρατιόταν με κόπο. Έπειτα έβγαλε στον εισπράχτορα τη γλώσσα του. Την ίδια στιγμή, τρομαγμένο, άφησε τα χέρια του να ξεφύγουν και πήδησε χάμω. Ο Αναστάσης είδε το αγόρι να χάνεται στη στροφή του δρόμου. Είχε ακόμα μπρος στα μάτια του τα χέρια του, λιγνά, που πάλευαν να κρατηθούν. Κατέβηκε στην επόμενη στάση. Περπάτησε κοιτάζοντας τα σπίτια και τους αριθμούς. Ύστερα στάθηκε μπροστά σε μια είσοδο μεγάρου. Διάβασε μια ταμπέλα με κεφαλαία ξεθωριασμένα: ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Δίστασε, έπειτα προχώρησε, μπήκε κι άρχισε ν' ανεβαίνει τις σκάλες. Ήταν ατέλειωτες να τις ανεβεί κανείς, μα του άρεσαν. Του άρεσε καθετί που ψήλωνε, που τον ανέβαζε. Όπως τα γράμματα στην αρχή μιας ταινίας. Έφτασε στο έβδομο πάτωμα, έψαξε, ρώτησε, τέλος χτύπησε μια πόρτα. Επειδή δεν πήρε απάντηση, άνοιξε και γλίστρησε αθόρυβα στο εσωτερικό. Στο βάθος της κάμαρης μια κοπέλα έγραφε στη γραφομηχανή. Ούτε που σήκωσε τα μάτια της πάνω του. Έγραφε σαν υπνωτισμένη. Χρειάστηκε να πάει να σταθεί πολύ κοντά της για να τόνε δει. Είχε δυο μάτια κλουβισμένα* σε χοντρούς φακούς, που έμοιαζαν ν' αποστειρώνουν το φως. Σαν δυο ψάρια μέσα στη γυάλα τους. Ύστερα η μηχανή έπαψε απότομα. «Μια στιγμή παρακαλώ». Άνοιξε την πόρτα του διπλανού γραφείου και χώθηκε μέσα. Ξαναγύρισε σχεδόν αμέσως και του είπε με την ίδια απαράλλαχτη φωνή, που έμοιαζε τυπωμένη σε κορδέλα μαγνητοφώνου.*«Περιμένετε παρακαλώ. Ο κύριος Διευθυντής είναι απησχολημένος». Ξανάπιασε το γράψιμο. Τα μάτια της δεν κοίταζαν καθόλου τα πλήκτρα. Ήταν από τις τυφλές δακτυλογράφους.* Ο θόρυβος της μηχανής είχε αποκτήσει τώρα μιαν ένταση και μια πυκνότητα, σα να στριφογύριζε κανένα ελικόπτερο πάνω από το κεφάλι του Αναστάση. Άθελά του χαμήλωσε για να προστατευθεί. Έπεσε σε μια καρέκλα. Προσπάθησε να κρατηθεί ακίνητος, μα κάθε φορά που η κοπέλα πατούσε κανένα πλήκτρο δυνατότερα, τα πόδια του έφευγαν προς τα μπρος, σα να τα βαρούσε κανένας γιατρός με σφυράκι. Ήθελε να τη διακόψει, να της πει πως δεν πείραζε που ο Διευθυντής ήταν απασχολημένος, και ότι θα μπορούσε να ξαναπεράσει. Κι αύριο μέρα ήταν. Μα δεν έβρισκε τρόπο να της μιλήσει. Επειδή δεν μπορούσε να μιλά, να κάθεται ακίνητος, να περιμένει, σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Ήταν ένα στενό, δυτικό παράθυρο. Έσκυψε να δει κάτω και ζαλίστηκε. Τον χώριζαν από το έδαφος εφτά ψηλά, θεόρατα πατώματα. Ο αστυφύλακας της τροχαίας ήταν μια τελεία. Το κράνος βουλιαγμένο κάτω από τον ήλιο, οι κλωστές στα χέρια του σπασμένες. Ξαφνικά τον Αναστάση τον έπιασε το στομάχι του. Σταύρωσε τα χέρια του γύρω στη μέση κι έσκυψε το κεφάλι. Τα πλήκτρα της μηχανής δούλευαν σε ρυθμό πολυβόλου. Αμέσως ύστερα, ο γνώριμος πονοκέφαλος σφίχτηκε γύρω στο κεφάλι του σαν αρραβώνας.* Άφησε το στομάχι του κι έπιασε το κεφάλι του. Μα ο πόνος, επιδέξιος ξιφομάχος, τον χτυπούσε ύπουλα στο αφύλαχτο μέρος. Κοίταξε με αγωνία την κοπέλα. Έγραφε ίσια, μονοκόμματη, με τα κλουβισμένα μάτια της σκλαβωμένα πάνω στο χαρτί. Μόνο ο κύλινδρος της μηχανής μετατοπιζόταν ολοένα κι αριστερότερα έχοντας μια τάση να τρυπήσει τον τοίχο και να περάσει στο γραφείο του διευθυντή. Ο Αναστάσης έκανε μερικά βήματα πίσω, κι ήρθε να στηριχθεί πάνω στην πόρτα. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε εκεί με το πρόσωπο τσαλακωμένο, τα χέρια κλεισμένα σε γροθιές. Ύστερα έκανε απότομη στροφή, άνοιξε την πόρτα κι, αφήνοντάς την ορθάνοιχτη, πετάχτηκε έξω.


[Εκδόσεις Κέδρος]


Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Γ. Ρίτσος - Πραγματικά Χέρια


Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως
και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας
τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια
αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον
σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα
με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,
ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,
βάζουμε πότε πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι
ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά
ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες.

Κάλαμος, 15.Χ.72

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Κινητή Βιβλιοθήκη Ηλιούπολης



Το «Βιβλιο-αυτοκίνητο» δανείζει βιβλία κάθε είδους, τα οποία επιστρέφονται και πάλι σε αυτό.
Όποιος επιθυμεί να δανειστεί γράφεται μέλος της, προσκομίζοντας την ταυτότητα του κι ένα λογαριασμό του ΟΤΕ, για να διαπιστωθεί ότι είναι κάτοικος Ηλιούπολης.

Η πρώτη στάση θα είναι στο Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ηλιούπολης στην οδό Λεωφ. Παναγούλη 1, περιοχή Αγίας Μαρίνας.

Η υπηρεσία της «Κινητής Βιβλιοθήκης» είναι μια πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Οργανισμού, στο πλαίσιο της αναβάθμισης των υπηρεσιών της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και της προσπάθειας για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας στην πόλη μας.

Το Βιβλιοαυτοκίνητο θα ολοκληρώσει τις διαδρομές του την Τετάρτη, 27 Μαΐου 2015.


Από 15/10 μέχρι 27/5


στάση εναλλάξ κάθε Τετάρτη στο Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στην οδό Λεωφ. Παναγούλη 1 (περιοχή Αγίας Μαρίνας, Ηλιούπολης) και στην Πλατεία Φλέμινγκ  4 μ.μ. - 7 μ.μ.

(Πηγή)





Μ. Ελευθερίου - Τα λόγια και τα χρόνια





Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός
η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα
Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός
κι οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα

Και σου μιλώ σ' αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ' αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια

Η μοίρα κι ο καιρός το 'χαν ορίσει
στον κόσμο αυτό να ρίξω πετονιά
κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
αυτός που δεν εγνώρισε γενιά
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει

Δεν ήτανε ρολόι σταματημένο
σε ρημαγμένο κι άδειο σπιτικό
οι δρόμοι που με πήραν και προσμένω
Τα λόγια που δεν ξέρω σου τα δένω
με τους ανθρώπους που 'δαν το κακό
και το 'χουν στ' όνομά τους κεντημένο

Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο
θερίζει την αυγή ωκεανό
μαύρα πουλιά τού δείχνουνε το δρόμο
Κι έχει τη ζωγραφιά κοντά στον ώμο,
σημάδι μυστικό και ριζικό
πως ξέφυγε απ' τον ʼδη κι απ' τον κόσμο