αστρολούλουδο, ατσάκιστο, πέρασε
μεταξύ πατρίδας κι αβύσου από
τη μνήμη σου.
Ενός άλλου το ξόδεμα έπαιρνε
μορφή στο παρόν, είχες
σχεδόν
ζήσει.
ΣΙΒΗΡΙΚΟ
Προσευχές τόξα - εσύ
δεν τους μιλούσες, ήσαν,
το σκέφτεσαι, οι δικοί σου.
Ο κύκνος κοράκι κρεμόταν
μπρος στο πρώιμο άστρο:
με σπαραγμένα βλέφαρα
στεκόταν ένα πρόσωπο - κάτω απ' την ίδια
σκιά.
Μικρό, στην παγωνιά
παρατημένο
κουδουνάκι
με το
άσπρο σου χαλίκι στο στόμα:
Κι εμένα
μού στέκεται η χιλιόχρονα βαμμένη
πέτρα στο λαιμό, η καρδιά πέτρα,
κι εγώ
βάζω πράσινο του χαλκού
στα χείλη.
Μέσ' από τα ερείπια, εδώ,
μέσ' από την ψάθινη θάλασσα σήμερα
περνάει, ο δικός μας
χάλκινος δρόμος.
Εκεί είμαι ξαπλωμένος και σου μιλώ
μ' ένα γδαρμένο
δάχτυλο.
Envoi
Κι όμως,
όμως αφηνιάζει και το δέντρο.
Κι αυτό
ορθώνεται εναντίον
της πανούκλας
Celan, P., Του κανενός το ρόδο, μτφ Χρήστος Γ. Λάζος, εκδ. Άγρα, 1995.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου