Γραμμένο σε ένα μοναδικό scroll, μέσα σε τρεις βδομάδες (με μπόλικη επιμέλεια μετά), το ‘Στο Δρόμο’ του Τζακ Κέρουακ, μπορεί να γράφτηκε το 1951, αλλά έκανε έξι χρόνια για να βρει τον δρόμο του προς την έκδοση. Στο μεσοδιάστημα –αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του– ο Κέρουακ στέλνει προς τον Γκίνσμπεργκ ένα γράμμα απελπισίας, οργής και αρσενικής ματαίωσης. Ίσως να μην έχει τόση σημασία τι λέει, αλλά σε ποιον τα λέει και κυρίως το ότι έχει έναν άνθρωπο τόσο κοντά του που του δίνει το «ελεύθερο» να εκφράσει με τέτοιον άμεσο, μεθυσμένο τρόπο την οργή του. Αρκετά συχνά, ο Κέρουακ υπό την επήρεια του αλκοόλ επιτίθονταν σε όσους ένιωθε ότι τον έχουν προδώσει ή του έχουν φερθεί άσχημα. Η σχέση του Κέρουακ με τον Γκίνσμπεργκ αρχίζει σοβαρά να φθίνει κυρίως τη δεκαετία του ’60, που η Αμερική μπαίνει σε μία κρίσιμη πολιτικά καμπή· ο Γκίνσμπεργκ έλεγε για τον Κέρουακ ότι «ο Τζακ Κέρουακ πρόσφερε την καρδιά του στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ηνωμένες Πολιτείες απέρριψαν την καρδιά του», ερμηνεύοντας έτσι κυρίως πολιτικά την κόντρα τους, ενώ για τον Κέρουακ ήταν προσωπικό. Πίστευε ότι ο Γκίνσμπεργκ αντιπροσωπεύει ό,τι δ ε ν ήταν το μπιτ κίνημα («Δεν είναι και τόσο ενδιαφέρων για μένα. Δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μιλάει»), μέχρι που άρχισε να απορρίπτει και το μπιτ κίνημα και οτιδήποτε δεν ήταν, δεν έμοιαζε, δεν σκεφτόταν, δεν πόναγε σαν τον Τζακ Κέρουακ. Βέβαια, χρόνια μετά ο ίδιος ο Κέρουακ θα πει στον Λόρενς Φερλινγκέτι: «Κάποια μέρα το βιβλίο ‘Οι Επιστολές του Άλεν Γκίνσμπεργκ προς τον Τζακ Κέρουακ’ θα κάνει την Αμερική να κλάψει».
Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να εντοπίσω στον πυρήνα της σχέσης του Κέρουακ με τον Γκίνσμπεργκ, αυτό δεν είναι ούτε η ζήλεια, ούτε η παραμέληση, ούτε η Νέα Υόρκη, ούτε η επιτυχία, ούτε η ομοφυλοφιλία, ούτε το ποδόσφαιρο. Είναι η δυσφορία στο μονοδιάστατο· αναπάντητο από και προς.
Στον Άλεν Γκίνσμπερκ
3 Οκτωβρίου 1952
Νέα Υόρκη
Θέλω να ενημερώσω εσένα και τους υπόλοιπους την γνώμη μου για σένα. Μπορείς να μου πεις, παραδείγματος χάρη, γιατί, μ’ όλη αυτή τη συζήτηση για το στυλ των βιβλίων τσέπης και τη νέα τάση να γράφουν για τα ναρκωτικά και το σεξ, το βιβλίο μου On The Road που έγραψα το 951 δεν δημοσιεύτηκε ποτέ; Γιατί εξέδωσαν το βιβλίο του Χολμς που είναι απαίσιο και δεν εκδίδουν το δικό μου επειδή δεν είναι τόσο καλό όσο μερικά από αυτά που έχω γράψει; Αυτή είναι η μοίρα ενός ηλίθιου που δεν μπορεί να χειριστεί τις υποθέσεις του ή είναι η γενική βρωμιά της Νέας Υόρκης; Και εσύ, που σε θεωρούσα φίλο μου, μου λες κοιτώντας με τα μάτια ότι το On The Road που έγραψα στον Νιλ είναι «ατελές», λες και ό,τι έχεις γράψει εσύ ή οποιοσδήποτε άλλος ήταν τέλειο… και δεν λες κουβέντα γι’ αυτό…
Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω πόσο ζηλεύεις εσύ και ο Χολμς και ο Σόλομον θα δίνατε το δεξί σας χέρι για να μπορέσετε να γράψετε κάτι σαν το On The Road… Και δεν έχω άλλη εναλλακτική λύση από το να γράφω ανόητες επιστολές σαν αυτή, ενώ αν ήσασταν άνδρες θα μπορούσα τουλάχιστον να έχω την ικανοποίηση να σας πλακώσω στο ξύλο όλους… πολλά γυαλιά μυωπίας πρέπει να βγουν.
Είστε όλοι ίδιοι, φτηνοί και τιποτένιοι, πάντα ήσασταν και δεν ξέρω γιατί σας άκουγα και έκανα παρέα μαζί σας – σπατάλησα 15 χρόνια από τη ζωή μου μέσα στη βρωμιά της Νέας Υόρκης, από τους Εβραίους εκατομμυριούχους του Χόρας Μαν που με ικέτευαν για το ποδόσφαιρο και τώρα διστάζουν να με συστήσουν στις γυναίκες τους, μέχρι τους όμοιους σου… ποιητές, ναι, καλά… απόμακρες μικροσκοπικές παραλλαγές του ίδιου ύφους… βαριά διακοσμημένες αποδεκτές (μικρά γράμματα στο μέσον της καλοτακτοποιημένης σελίδας του βιβλίου ποίησης) σελίδες… Όχι μόνο με στενοχώρησες με τη δήλωσή σου ότι δεν υπάρχει τίποτα στο On The Road που να μην το ήξερες ήδη (το οποίο είναι ψέμα επειδή με μια ματιά μπορώ να καταλάβω ότι ποτέ δεν ήξερες και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια για κάτι τόσο απλό όσο η δουλειά του Νιλ και το τι κάνει) – και ο Σόλομον, παριστάνοντας τον ενδιαφερόμενο άγιο, ισχυρίζεται ότι δεν καταλαβαίνει τα συμβόλαια, ενώ σε 10 χρόνια θα είμαι τυχερός αν έχω το δικαίωμα να κοιτάζω μέσα από το παράθυρό του την παραμονή των Χριστουγέννων… θα είναι τόσο πλούσιος και χοντρός και τόσο απορροφημένος από τον τρόμο των άλλων ανθρώπων μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού μετά από μια γεμάτη ικανοποιητική ρουφηξιά… Όλοι τους παράσιτα σαν εσένα, ακριβώς όπως είπε ο Έντι. Και τώρα ακόμη και ο Τζον Χολμς, που όπως όλοι ξέρουν ζει σε απόλυτη παραίσθηση σχετικά με τα πάντα, γράφει για πράγματα που δεν γνωρίζει, και μάλιστα με εχθρικότητα (εκδηλώνεται στα τριχωτά κοκκαλιάρικα πόδια του Στόφσκι και την «ιδιότροπη» αρετή του Πάστερνακ, ζηλεύοντας όταν η ίδια του η γυναίκα φλερτάρει, εγώ δεν προκάλεσα την προσοχή της Μαριάν… πραγματικά είναι ιδιοτροπία, φαντάζομαι ότι οποιοσδήποτε περπατάει κανονικά θα κοιτούσε παράξενα κάποιον θηλυπρεπή όπως εκείνος ) – και η μυρωδιά της δουλειάς του είναι η μυρωδιά του θανάτου… Όλοι γνωρίζουν ότι δεν έχει ταλέντο… και έτσι τι δικαίωμα έχει αυτός, που δεν γνωρίζει τίποτα, να κρίνει το βιβλίο μου. – Δεν έχει το δικαίωμα ούτε να μείνει σιωπηλός γι’ αυτό – το βιβλίο είναι για πέταμα και το δικό σου είναι απλά μέτριο και το γνωρίζετε όλοι, και το βιβλίο μου είναι υπέροχο και δεν θα εκδοθεί ποτέ. Προσέξτε να μην με συναντήσετε ποτέ στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Προσέξτε επίσης να μην αναφερθείτε στο πού βρίσκομαι. Θα έρθω στην Νέα Υόρκη και θα μάθω ποιος μίλησε. Είστε όλοι ένα μάτσο από ασήμαντους λογοτεχνικούς εγωιστές… και δεν μπορείτε να φύγετε από την Νέα Υόρκη, είστε τόσο άχρηστοι… Ακόμη και ο Κόρσο με τα άρματα του Τάνχουζερ να πατούν όλους τους άλλους έχει ήδη αρχίσει να συνέρχεται… Πες του να φύγει…. πες του να βρει μόνος του τον δικό του τάφο… Η καρδιά μου αιμορραγεί κάθε φορά που κοιτάζω το On The Road… το βλέπω τώρα, γιατί είναι υπέροχο και γιατί το μισείτε και τι είναι ο κόσμος … ειδικότερα τι είσαι εσύ, Άλεν Γκίνσμπεργκ… ένας άπιστος, γεμάτος μίσος, τα χαχανητά σου δεν με ξεγελούν, βλέπω το γρύλλισμα σου κάτω από αυτά… Προχώρησε και κάνε ό,τι θέλεις, θέλω να κάνω ειρήνη με τον εαυτό μου… Σίγουρα δεν θα βρω ποτέ γαλήνη αν δεν ξεπλύνω τα χέρια μου από την βρωμιά της Νέας Υόρκης και όλα όσα αντιπροσωπεύετε εσύ και η πόλη… Και όλοι το γνωρίζουν.
…Και ο Τσέις το γνώριζε πριν από πολύ καιρό… και αυτό επειδή ήταν γέρος από την αρχή… Και τώρα είμαι εγώ γέρος… Καταλαβαίνω ότι δεν σας αρέσω πια, βρωμοαδερφές… Πηγαίνετε να πάρετε πίπες στους διάφορους Κόρσο…
Ελπίζω να σου χώσει ένα μαχαίρι… Συνεχίστε να μισείτε ο ένας τον άλλο και να περιφρονείτε και να ζηλεύετε και…
Ολόκληρη η ιστορία μου στην Νέα Υόρκη είναι ένα μακρύ σχεδόν χιουμοριστικό χρονικό ενός πραγματικά ανόητου που παραπλανήθηκε από χοντρά γουρούνια… Καταλαβαίνω το αστείο… και γελάω ακριβώς όσο και εσείς… Αλλά από εδώ και πέρα δεν αστειεύομαι… Εξαιτίας ανθρώπων σαν εσένα και τον Ζιρό… ακόμη και με τον G. μ’ εμπόδισες να βγάλω λεφτά επειδή σε μισούσε… και ήρθε μαζί με τον Νιλ εκείνο το βράδυ και ο Νιλ ήθελε να κλέψει ένα βιβλίο από το γραφείο, φυσικά, τι θα έλεγες και εσύ αν πήγαινα στο δικό σου NORC και έκλεβα πράγματα και μετά τα γελοιοποιούσα… και ο Λουσιέν με το σκατένιο μικρό εγωισμό του πρώτα να προσπαθεί να με κάνει να κλάψω για τη Σάρα και μετά να μου λέει ότι θα ήταν εξαιρετικά εύκολο να την ξεχάσω…
Πρέπει να ξέρει τώρα πια αν δεν έχει χαζέψει εντελώς από το ποτό ότι το ίδιο ισχύει για όλους… πόσο εύκολα μπορούν να εξαφανιστούν… και να ξεχαστούν εντελώς… και να σχηματίσουν ένα μαύρο σημάδι διαφθοράς μέσα στη βρωμιά… λοιπόν εντάξει. Και όλοι σας, ακόμη και η Σάρα, δεν με νοιάζει πια ποιος θα διαβάσει αυτήν την παρανοϊκή επιστολή… όλοι σας μ’ εγκαταλείψατε… με εξαίρεση τον Τόνυ Μανότσιο και μερικούς άλλους αγγέλους… και έτσι σας λέω, μην μου ξαναμιλήσετε ποτέ και μη προσπαθήσετε να μου γράψετε ή να έρθετε σε επαφή μαζί μου… εξάλλου πιθανόν να μην με ξαναδείτε ποτέ… και είναι καλό… έχει έρθει ο καιρός για όλους εσάς τους επιπόλαιους ανόητους να συνειδητοποιήσετε ότι το θέμα της ποίησης είναι… ο θάνατος… έτσι πεθάνετε… και πεθάνετε σαν άνδρες… και βουλώστε το… και πάνω απ’ όλα… αφήστε με ήσυχο… και μην με ξανασκοτίσετε ξανά.
Τζακ Κέρουακ
(Τζακ Κέρουακ. Πέντε επιστολές, επιμ. Νίκης Παλαιολόγου, Ανατολικός, τεύχος Απρίλιος - Ιούνιος 1997, σσ. 52-54.)