- Γιατί ο άνθρωπος
επέλεξε να φορτώσει με τόσα κακά, επιθετικά και απειλητικά χαρακτηριστικά ένα
ζώο που έχει επιλέξει να ζει μακριά από το είδος μας;
Πράγματι,
ενώ ο λύκος ζει στο περιθώριο του ανθρώπινου οικοτόπου και στην έρημο πέρα από αυτόν, οι άνθρωποι
διαχρονικά και συστηματικά ανακατεύονται με το είδος που λέγεται λύκος, γιατί
οι λύκοι, όπως και οι άνθρωποι, είναι κοινωνικά ζώα. Είναι έξυπνοι,
εφευρετικοί, χρησιμοποιούν αυτό που ο άνθρωπος αποκαλεί «γνώση» για να λύνουν τα
προβλήματά τους και χρησιμοποιούν το παρελθόν για να προβλέψουν το μέλλον. Το
ότι ανά πάσα στιγμή οι λύκοι μπορούν να δημιουργήσουν τη δική τους κοινωνία,
είναι αυτό ενδεχομένως που εμπνέει τον άνθρωπο με όλα τα λάθος μηνύματα της
δυσαρέσκειας και του φόβου. Είναι αυτό το πολύ ωραίο που άκουσα να σχολιάζει
μία γυναίκα από το ακροατήριο σε μία ομιλία με θέμα τον λύκο, «ο λύκος είναι το μόνο είδος που βάζει στοπ
στον άνθρωπο».
Ήταν όμως πάντοτε έτσι; Αν γυρίσουμε πάρα πολύ πίσω, θα δούμε ότι οι κυνηγοί της Παλαιολιθικής Εποχής μιμούνταν αρπακτικά, όπως ο λύκος, για να ενσωματώσουν τις ικανότητες του αρπακτικού που θαύμαζαν – ιδιαίτερα την αντοχή του και την ικανότητά του να κρύβεται, θα δούμε επίσης αρχαίες κυνηγετικές ομάδες οι οποίες πίστευαν ότι μετέφεραν τις ψυχές τους στα σώματα λύκων. Αν κοιτάξουμε στον δικό μας αρχαιοελληνικό πολιτισμό η λέξη λύκος συνδέεται στενά με τη λέξη «λευκός» (εκ του λύκη που σημαίνει φως· λύχνος, λυκαυγή, λυκόφως), ο Απόλλωνας ήταν φωτεινός (λύκ[ε]ιος), ο λύκος ήταν κάποτε το ιερό ζώο του Δία, η Εκάτη προσφωνείται με τα ονόματα Σκύλλα και Λύκαινα, που ήταν τα ιερά ζώα της Αρτέμιδος και του Απόλλωνα, η Λυκόσουρα ήταν η πρώτη πόλη που την είδε ο ήλιος… Αμέτρητη παρουσία, επίσης, και στην τοπωνυμία (Λύκαιον, Λυκοποριά, Λύκτος, Λυκώρεια, Λυκία, Louvre, Canteloup, Louveciennes κ.ά.), αλλά και στα ονόματα των ανθρώπων (Λυκούργος, Λυκομήδης, Lopez, Leleu, Wolfgang, Wolfric κ.ά.).
- Τι επηρεάζει την
κατά καιρούς έξαρση της ανθρώπινης επιθετικότητας προς τον λύκο;
Νομίζω το γεγονός ότι η ιδιότητα του ζώου, ως επί το πλείστον, έχει συλληφθεί υποτιμητικά από τον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος συντρίβει (όχι μόνο μέσω της θανάτωσης, αλλά και μέσω της ενοχοποίησης, της μόνιμης διάγνωσης με σπισιστικούς όρους, της μόνιμης διαστρέβλωσης) καθετί που θεωρεί υποδεέστερο και αδύναμο – σε ορισμένα είδη, δε, όπως τα δέντρα, δεν τους επιτρέπει καν την υπόσταση του ζωντανού οργανισμού. Ας αναλογιστούμε τώρα το ότι στην περίπτωση του λύκου δεν έχουμε απλώς ένα ζώο, αλλά για το πιο πολιτισμικά καταγεγραμμένο ζώο. Μιλάμε, δηλαδή, για μία ύπαρξη που μόνο ζωική δεν της επιτρέπουμε να είναι. Γίνεται απευθείας και αβίαστα ο κυρίαρχος θύτης, για να μετατραπεί σε εξιλαστήριο θύμα και το να είσαι εξιλαστήριο θύμα σημαίνει ότι ταυτίζεται ως ανθρώπινη κατασκευή με τις έννοιες του κινδύνου. Για παράδειγμα, για την κατάσταση των αγροτικών κοινοτήτων όπως τις βλέπουμε σήμερα και κυρίως όπως τις ζούνε οι ίδιοι οι ντόπιοι, ο τελευταίος που φταίει είναι ο λύκος. Αλλά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού αντιλαμβάνονται την ισχύουσα και μελλοντική διαχείριση του λύκου – τον σεβασμό, δηλαδή, και την προστασία του, ως μία δυσοίωνη έκφραση κοινωνικής αλλαγής που απειλεί τον αγροτικό πολιτισμό και τα μέσα διαβίωσής του.
Αν το καλοσκεφτούμε, στην πιο έντονη και επίμονη μορφή της, η υποτίμηση του ανθρώπου απέναντι στο μη ανθρώπινο, έχει σχέση με τον έλεγχο. Η απουσία ελέγχου εκφράζεται με τον φόβο και τη βία. Από παλιά, ό,τι σύμπτωμα είχε η κοινωνία που δεν μπορούσε να απαντήσει με την κοινή λογική το συνέδεε αυτομάτως με το υπερφυσικό και το σκοτεινό. Όταν ο κοινωνικός έλεγχος αποτύγχανε και το κυρίαρχο παράδειγμα ξεθώριαζε και δεν αφομοιωνόταν, τότε το πνευματικό-θρησκευτικό κεφάλαιο της κοινωνίας στρεφόταν στα πρόσωπα που είχε βάλει στο μάτι για να τα παρουσιάσει εχθρικά προς τον πολιτισμό. Όμως, πρώτη- πρώτη μπήκε η ίδια η φύση στο μάτι του πολιτισμού. Η άγρια φύση ως κάτι το ανέγγιχτο και το άγνωστο ταλαντεύεται μέχρι και στις μέρες μας από τη μία να εξιδανικεύεται («ρομαντικοποιείται»), από την άλλη να καταστρέφεται – όπως και να ‘χει, όμως, να παραμορφώνεται. Η πατριαρχική ιδέα για τις μυστηριώδεις, κατώτερες, επικίνδυνες γυναίκες έχει τις ρίζες της στο σκοτεινό δάσος, που δεν μπορείς να δεις, δεν μπορείς να κουνηθείς, με δυο λέξεις, δεν μπορείς να ελέγξεις. Το κυνήγι των μαγισσών πήγε χέρι – χέρι με το κυνήγι των λύκων (τον 16ο αιώνα στα αγγλικά δάση το κυνήγι των λύκων κρατούσε 32 μέρες, φανταστείτε επί έναν μήνα ομάδες ανδρών να κυνηγάνε λύκους!), αργότερα, ό,τι κουράστηκε να κάνει ο χριστιανισμός, ανέλαβε να το κάνει ο καπιταλισμός. Από μία εποχή κι έπειτα, ο λύκος εμφανίζεται ως ένα κατάλοιπο του παρελθόντος που αρνείται να αφομοιωθεί· γίνεται η άβολη παρουσία από μία άλλη εποχή, ένα ανίδεο αρπακτικό που δεν ξέρει τι του ανήκει – αρκετά πονηρό και ανθεκτικό που μπορεί ελεύθερα να περιπλανιέται και να καταστρέφει.
- Πόσο επικίνδυνη για
τον λύκο είναι η σε ευρωπαϊκό επίπεδο πλέον έξαρση της ανθρώπινης εχθρότητας;
Τεράστια. Και ας έχουμε στο νου μας, ότι η ανθρώπινη εχθρότητα εντοπίζεται όχι μόνο στο να κυνηγιέται και να σκοτώνεται ο λύκος, όχι μόνο στο να παρακάμπτονται και να αγνοούνται οι νόμοι και τα καθεστώτα προστασίας του λύκου από τις ίδιες τις αρχές νομιμοποιώντας το κυνήγι εντός της ζώνης προστασίας τους, αλλά και στο να καταστρέφεται ο οικότοπός του.
Σκέφτομαι τώρα, με αφορμή αυτή την ερώτηση, πόσο σαθρό είναι το πλαίσιο συζήτησης όχι μόνο σε ευρωπαϊκό [τεχνοκρατικό] επίπεδο, αλλά και σε ένα ευρύ σύνολο ανθρώπινων ποιοτήτων. Είναι διάτρητο απ’ όλες τις πλευρές – κι όταν έχεις ένα τόσο προβληματικό πλαίσιο, συντηρείς αντιστρόφως ανάλογα ένα ριζωμένο πρόβλημα το οποίο μονάχα επιφανειακά «αντιμετωπίζεται». Πρόβλημα, φυσικά, δεν εννοώ την παρουσία του λύκου, αλλά την καπιταλιστική θανατοπολιτική· το μοντέλο που για να ζει και να βασιλεύει πρέπει να δημιουργεί και να συντηρεί μονίμως αυτό-αντιφατικά σύνολα και σχέσεις: τη διατήρηση της ζωής με τίμημα τη σφαγή· την ανάπτυξη του πράσινου καπιταλισμού με τίμημα τον αφανισμό του φυσικού περιβάλλοντος κ.ά. Και παρόλα αυτά, ο λύκος δεν είναι ασφαλής, όχι μόνο στο φυσικό του περιβάλλον, αλλά ούτε σε ζώνες προστασίας, όπου μόνο εκεί μέσα ζει, αναπτύσσεται και πληθαίνει.
- Πόσο λανθασμένη
είναι η εκπαίδευση που ο άνθρωπος από πολύ μικρή ηλικία συνηθίζει να λαμβάνει
για τον λύκο;
Καλά εγώ θεωρώ λανθασμένο και το να γράφονται βιβλία και παραμύθια (που απευθύνονται στην παιδική σκέψη και φαντασία) με αυτιστικούς λύκους, λύκους που πάνε στο σχολείο, που τρώνε γλυκά, γενικά τον λύκο που δεν κουβαλάει μεν αρνητικά σύμβολα, αλλά που παρόλα αυτά παρουσιάζεται ανθρωπόμορφος, γιατί και πάλι ο λύκος δεν επιτρέπεται να είναι το ζώο λύκος. Λανθασμένη εκπαίδευση είναι η κάθε εκπαίδευση που γίνεται με ανθρωποκεντρικό πρίσμα. Είναι μεγάλη πρόκληση για τον συγγραφέα να απομακρυνθεί από τις μεταφορές και τα σύμβολα που παραμορφώνουν. Από την άλλη, με ενδιαφέρον διαβάζω παραμύθια και παιδικές ιστορίες οι οποίες ασπάζονται με μεγάλη ευαισθησία και συνείδηση τον κόσμο των ζώων. Δηλαδή από εκεί που κάποτε τα παραμύθια έβαζαν τον λύκο να φοράει ρούχα και να περπατάει στα δυο είτε για να σκοτώσει, είτε για να κοροϊδέψει ή να σκοτωθεί/ κυνηγηθεί [γιατί έτσι του αξίζει], τώρα βλέπω να αναπνέουν κάποιες μικρές ιστορίες που ο άνθρωπος παρατηρεί με σεβασμό τον λύκο και τον κάνει παράδειγμά του. Βέβαια κι εκεί φοράει ρούχα και περπατάει στα δυο -μάλιστα έχει κι όνομα, όπως στην περίπτωση του Ζήκου, του λύκου όπως τον είδε ο Μιχάλης Καζαζής (Ζήκος ο λύκος. Σε καιρό καραμπίνας, εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2022) –που όμως θα ‘λεγα ότι μας φέρνει κάπως πιο κοντά στο περιβάλλον του λύκου με τη μικρότερη παραμόρφωση, ή στην περίπτωση της μικρής ντροπαλής Σόφι της Jo Loring-Fisher (Γενναία σαν λύκος, εκδ. Δεσύλλας, 2022), που παραδειγματίζεται από την κοινωνία των λύκων για να πλησιάσει με καθαρότητα και θάρρος προς αυτό το οξύμωρα αντικοινωνικό περιβάλλον που έχει καταντήσει η κοινωνία.
Έτσι λοιπόν, η λανθασμένη εκπαίδευση δεν είναι μόνο μέσα από τα κείμενα που συντηρούν τη στερεοτυπική εικόνα του κακού του λύκου (αλά αρνίτσι-μπίτσι), αλλά και του μη ζωικού λύκου (βλ. λύκος-Ζαχαρίας). Λανθασμένη εκπαίδευση είναι και η στάση αγάπης των φιλόζωων προς την άγρια φύση. «Αγαπάω τον λύκο», λένε ορισμένοι. Δεν μπορείς να αγαπήσεις την άγρια φύση, την άγρια φύση πρέπει να τη σεβαστείς, να της επιτρέψει ο άνθρωπος την απομόνωση.
- Παραμύθια, παρομοιώσεις, λαϊκή κουλτούρα,
πολιτικά και πολιτιστικά δείγματα ενοχοποίησης του λύκου. Πόση αδικία
εμπεριέχεται στην ανθρώπινη αντίληψη για το ζώο αυτό;
Αδικία θα ήταν, αν μπορούσε η άλλη πλευρά –ο λύκος, δηλαδή– να ισορροπήσει κάπως όλη αυτή την «υποχρέωση» του ανθρώπου να τον παραμορφώνει· αν μπορούσε, με άλλα λόγια, να μιλήσει τη γλώσσα των ανθρώπων. Να πει στον ποιητή ότι δεν είναι το σκοτεινό Εγώ του, στον ιστορικό ότι δεν έχει καμία σχέση με τους Ναζί, στο χωριό ότι δεν είναι το φονικό, στον παραμυθά ότι δεν του αρέσουν τα παντελονάκια κι ούτε να κάθεται οκλαδόν, στην Εκκλησία ότι το άγριο δεν είναι δαιμονικό, στον τεχνοκράτη ότι δεν είναι αντικείμενο… Αν δεν συνέβαινε τίποτα παρόλα αυτά, αν μιλούσε και δεν τον άκουγαν, τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αδικία. Εδώ έχουμε μία απλωμένη [άφατη] ζωοκτονία –είτε συνέβη, είτε ακόμη δεν έχει συμβεί, ξέρουμε όμως ότι θα συμβεί. Εδώ έχουμε το απαράδεκτο που γίνεται νόμος και κανόνας. Την απεμπόληση του φυσικού –νοηματικά, οντολογικά, πραγματικά. Το ότι δεν ξέρουμε να συνυπάρχουμε με τη φύση, ούτε μέσα στα κείμενά μας. Δεν επιτρέπουμε στον λύκο να είναι ζώο. Ο λύκος δεν θέλει τίποτα άλλο από το να υπάρχει. Κι εμείς δεν του επιτρέπουμε να υπάρχει.
-
Τί
προσπαθήσατε να αλλάξετε στην αντιμετώπιση του λύκου με το βιβλίο σας;
Επί της ουσίας, το βιβλίο αφορά πρωτίστως τον συγγραφέα και δευτερευόντως τον λύκο (από την άποψη ότι δεν είναι ένα βιβλίο βιολογίας ή ένα βιβλίο φυσικής ιστορίας). Στη μία πλευρά του τίτλου έχει τη λέξη «λύκος» στην άλλη πλευρά έχει τη λέξη «εγώ»· στο ενδιάμεσο έχει την ιστορία, τη διαιώνιση των στερεοτύπων, τις αναπαραστάσεις του μη ανθρώπινου, μέχρι τις μέρες μας. Γιατί η εγγράμματη κουλτούρα εκτός από το ότι οργανώνει τη σκέψη, μορφώνει τις πεποιθήσεις, μεταφέρει και επηρεάζει τις πράξεις και τις σκέψεις των άλλων, μπορεί να καταστρέψει, να σκοτώσει, επίσης. Θα ‘θελα ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο να αναρωτηθεί για το πόσο άκαρπος και παραμορφωτικός είναι ο βιότοπος της λογοτεχνίας. Γιατί για να αλλάξει η αντιμετώπιση του ανθρώπου απέναντι στον λύκο (και τη φύση γενικότερα), πρέπει να αλλάξουν πρώτα οι δομές που δημιουργούν το νόημα που δίνουμε και πρόκειται να δώσουμε στα γεγονότα της Ζωής.