Εξακολουθώντας να κομπάζω, λέγοντας όμως ακόμα την
αλήθεια, όλο αυτό τον καιρό έπαιρνα στο Γυμνάσιο ψηλούς βαθμούς, κυρίως επειδή
μια φορά τη βδομάδα, τουλάχιστον , δεν πήγαινα στα μαθήματα, δηλαδή την έκανα
κοπάνα, μόνο έτσι μπορούσα να πάω στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Λόουελ και να
διαβάσω με την ησυχία μου πράγματα όπως παλιά βιβλία για το σκάκι με την ευωδία
της λογιότητας, με τις παλιές βιβλιοδεσίες που με ωθούσαν να ερευνήσω κι άλλα
παλιά ευωδιαστά βιβλία όπως τον Γκαίτε, τον Ουγκώ, και πάνω απ’ όλα τα
αποφθέγματα του Γουίλιαμ Πεν που τα διάβαζα μόνο και μόνο για να μπορώ να λέω
ότι τα διάβασα. Έτσι, όμως, μου κινήθηκε πραγματικά το ενδιαφέρον για το
διάβασμα. Διάβασα προσεκτικά το Διάγραμμα της Ιστορίας του Χ.Τζ. Γουέλς,
ηλίθιες αναλύσεις αυτών που ασχολούνται με την Κλασική Λογοτεχνία στο Χάρβαρντ,
και απέκτησα μεγάλο δέος για τους μικρούς τυπογραφικούς χαρακτήρες πάνω σε
λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο και λευκές σαν το χιόνι σελίδες σαν αυτές της Ενδέκατης
Έκδο-σης της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα (Ency Brit XI Ed.) με τη
λεπτομερή καταγραφή όλων των συμβάντων μέχρι το 1910 όπως είχαν συνοψιστεί
πρόσφατα από μελετητές του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης, με πλούσια
πανεπιστημιακή ορολογία, με αγάπη για τα βιβλία και τη μυρωδιά της παλιάς
βιβλιοθήκης και διαβάζοντας πάντα στη ροτόντα, στο βάθος, όπου υπήρχε η προτομή
του Καίσαρα κάτω από το φωτεινό ήλιο του πρωινού κι ολόκληρη η σειρά των εγκυκλοπαιδειών
στα ημικυκλικά ράφια.
Αυτό, όμως, που πραγματικά συνέβαλε στην παιδεία μου ήταν
ότι, γύρω στις 11 το πρωί, σουλατσάριζα έξω από τη βιβλιοθήκη, έκοβα από τα
μονοπάτια της οδού Ντάτον κοντά στην ΧΕΝ, έτσι ώστε να μη με δει κανείς από το
παράθυρο και κυρίως ο δάσκαλος των Αγγλικών μου Τζο Μέηπλ, έκοβα δρόμο από τη
γέφυρα του σιδηροδρόμου κοντά στο Πολυκατάστημα, από μονοπάτια που περνούσαν
πάνω από γυμνές τραβέρσες, ανάμεσα από τις οποίες έβλεπες εκείνο το βαθύ
κανάλι, που μέσα του έπεφταν παφλάζοντας τα χιόνια και στροβιλίζονταν πλέοντας,
μετά τραβούσα για το Θέατρο Ριάλτο, στην οδό Μίντλσεξ, όπου καθόμουν και μελετούσα
με κάθε λεπτομέρεια τις παλιές ταινίες της δεκαετίας του ’30. Και βέβαια, οι
πιο πολλοί από μας το ’χουν κάνει αυτό, αλλά όχι πάντως όταν έχουν κάνει κοπάνα
στις οκτώ και τέταρτο και έχουν μείνει στη βιβλιοθήκη μέχρι τις έντεκα
διαβάζοντας με την ησυχία τους, έτσι δεν είναι;
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά εκείνο τον χειμώνα ήμουν ο
καλύτερος δρομέας στην ομάδα του Γυμνασίου του Λόουελ κι έβρισκα καιρό και για
την πρώτη μου ερωτική ιστορία με την Μάγκυ Κάσιντυ, μια ιστορία που την
κατέγραψε με λεπτομέρειες στο ομώνυμο μυθιστόρημα.
Ήμουν ένα αστέρι του φούτμπολ και του στίβου,
άριστος μαθητής, ανεξάρτητος, τρελός πράγματι για την ανεξαρτησία τόσο, που
όταν στο Λόουελ ξέσπασαν χιονοθύελλες, περπατούσα ολομόναχος μέσα στα δάση του
Ντράκοτ, βουτηγμένος ως τα γόνατα μέσα στο χιόνι, κρατώντας ένα μπαστούνι του
χόκεϋ, μόνο και μόνο για να μου ανοίξει η όρεξη για το κυριακάτικο τραπέζι, για
να σταθώ κάτω από τα πεύκα και να ακούσω τις τρελές κουρούνες να κάνουν «κρα
κρα». Επειδή ήμουν δε και ωραίος και δυνατός, είμαι σίγουρος πως τότε πολλοί
άνθρωποι με μισούσαν μέχρι αηδίας ακόμη κι εσύ, γυναικούλα μου, όταν σου ξέφυγε
το περασμένο φθινόπωρο εκείνο το: «Ξέρεις, εγώ δεν ήμουν ποτέ δημοφιλής όπως
ήσουν εσύ». Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήμουν καθόλου δημοφιλής, αλλά οι
περισσότεροι με μισούσαν στην πραγματικότητα, στο κάτω- κάτω ίσως να το
παρατραβούσα κιόλας, επειδή πάσχιζα πάντα να είμαι ο καλύτερος, ν’ αποσπώ όλα
τα βραβεία, χώρια μια πρόσκληση για το χορό που έδιναν οι Αξιωματικίνες και μια
φωτογραφία μου στην κοσμική στήλη.
Αρκετά μ’ αυτά, λες και χα, χα, μ’
ενδιέφεραν, ή μ’ ενδιαφέρουν τώρα. Ήταν σκέτη ματαιοδοξία, συμπεριλαμβανομένης
της τελευταίας μου παρατήρησης, το να κάνω τέτοια προσπάθεια έτσι για να τους
μπω στο μάτι. Θα χαρείς, όμως, αν μάθεις ότι η θεία δίκη με τιμώρησε, μη
στεναχωριέσαι λοιπόν.
Το επόμενο βήμα ήταν να διαλέξω Κολέγιο. Η μητέρα
μου επέμενε για το Κολούμπια, επειδή προφανώς ήθελε να μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη
για να δει την μεγαλούπολη. Ο πατέρας μου ήθελε να πάω στο Κολέγιο της
Βοστώνης, γιατί οι εργοδότες του, οι Κάλαχαν, τυπογράφοι από το Λόουελ, του
είχαν υποσχεθεί προαγωγή αν τα κατάφερνε να με πείσει να πάω εκεί και να παίξω
με προπονητή τον Φράνσις Φέι.
Είχαν επίσης αφήσει να εννοηθεί ότι θα τον
απέλυαν αν τολμούσα να πάω σ’ οποιοδήποτε άλλο Κολέγιο. Ο Φέι, όπως είπα, μας
έκανε επίσκεψη κι έχω σήμερα στα χέρια μου την κάρτα που έγραψε στον Κάλαχαν
λέγοντας: «Στείλτε τον Τζακ στο Κολέγιο της Βοστώνης πάση θυσία» (πάνω κάτω).
Αλλά κι εγώ ήθελα να πάω στη Νέα Υόρκη και να δω την μεγαλούπολη, τι στα
κομμάτια περίμενα να μάθω παραπάνω από το Νιούτον Χάιτς ή τη Σάουθ Μπεντ
Ιντιάνα τα Σαββατό-βραδα και στο τέλος τέλος είχα δει τόσες ταινίες για τη Νέα
Υόρκη που ήμουν… λοιπόν δεν χρειάζεται να τα λέω τώρα, η προκυμαία, το Σέντραλ
Παρκ, η Πέμπτη Λεωφόρος, ο Ντον Αμίτσι στο πεζοδρόμιο, η Χέντυ Λαμάρ να μ’ έχει
αλά μπρατσέτα στο Ριτζ. Συμφώνησα πως η μητέρα μου είχε δίκιο, όπως συνήθως,
και δεν μου είπε μόνο να παρατήσω τη Μάγκυ Κάσιντυ και να πάω στο σχολείο στη
Νέα Υόρκη, αλλά όρμησε στου Μακκέιντ και μου αγόρασε χοντρά σπορ μπουφάν και
γραβάτες και πουκάμισα από το φτωχό της κομπόδεμα που είχε από τις οικονομίες
της στο παπουτσάδικο και τις φύλαγε στο ζωνάρι της, και κανόνισε να μείνουμε με
τη μητριά της στο Μπρούκλιν, σ’ ένα μεγάλο, όμορφο ψηλοτάβανο και ήσυχο δωμάτιο
έτσι ώστε να μπορώ να μελετάω και να παίρνω καλούς βαθμούς και να κοιμάμαι καλά
για τους μεγάλους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Γινόντουσαν ομηρικοί καβγάδες στην
κουζίνα.
Τον πατέρα μου τον έδιωξαν από τη δουλειά. Πήγαινε με καταρρακωμένο
ηθικό να δουλέψει έξω από την πόλη, καβαλώντας πάντα τρένα, μέσα στην καπνιά,
και επέστρεφε στο Λόουελ τα Σαββατοκύριακα. Η μοναδική του χαρά στη ζωή τώρα,
κατά κάποιο τρόπο, αν σκεφτούμε τα παλιά δωμάτια των ξενοδοχείων και τις
κατσαρίδες τον χειμώνα στη Νέα Αγγλία, ήταν ότι η δικιά μου προκοπή σήμαινε τη
δικιά του δικαίωση.
Η απόλυσή του είναι βέβαια σκανδαλώδης, είναι κάτι
που δεν έχω ξεχάσει σχετικά με τους τυπογράφους Κάλαχαν· ένα ακόμη μελανό
σημείο στο οικοδόμημα της «επιτυχίας μου». Γιατί τι είναι στο κάτω- κάτω η
επιτυχία; Εξοντώνεις τον ε-αυτό σου και μερικούς άλλους, που λέει ο λόγος, για
να φτάσεις στην κορυφή της επαγγελματικής σου καριέρας, ώστε να γίνεις μεσήλικας
ή λίγο αργότερα να μπορείς να μείνεις σπίτι σου και να καλλιεργείς τον κήπο σου
μακάριος. Αλλά τότε, επειδή έχει ανακαλύψει κάποια άλλη καλύτερου τύπου
ποντικοπαγίδα, ο όχλος ορμάει στον κήπο σου και σου τσαλαπατάει όλα τα
λουλούδια. Ποιο είναι το όφελος λοιπόν;
[…] Αχ, εκείνο το όμορφο φθινόπωρο, καθισμένος στο
γραφείο μου μ’ εκείνη την ευωδιαστή πίπα –τώρα πια σπασμένη όπως τότε το πόδι
μου- άκουγα την όμορφη Φιλανδική Συμφωνία του Σιμπέλιους που ακόμη και σήμερα
μου θυμίζει την λεπτή μυρωδιά του καπνού μολονότι ξέρω πολύ καλά ότι το θέμα
της είναι το χιόνι, και το ωχρό φως της λάμπας μου, και μπροστά μου είναι
απλωμένες οι αθάνατες λέξεις του Τομ Γουλφ που μιλάνε για τους «καιρούς» της
Αμερικής, τα ανοιχτοπράσινα παλιά κτίρια πίσω από τις αποθήκες, το δρόμο που
τρέχει προς τη δύση, τον ήχο των Ινδιάνων πάνω στις πλευρές της σκευοφόρου, το
γούνινο ρακούν σκούφο στους λόφους του παλιού Νοθ Καλάινι, το καθρέφτισμα του
ποταμού, τον Μισισιπή, τη Σέναντόα, το Ρίο Γκράντε… είναι ανώφελο να επιχειρήσω
να μιμηθώ τα λόγια του, μου έμαθε μόνο να βλέπω μιαν Αμερική σαν Ποίημα κι όχι
έναν τόπο μόχθου και ιδρώτα.
Κατά κύριο λόγο αυτός ο Αμερικανός ποιητής με τα
σκούρα μάτια μ’ έκανε να θέλω να νυχτοπερπατάω, να περιπλανιέμαι, και να θέλω
να δω την πραγματική, αφτιασίδωτη Αμερική που ήταν εκεί χωρίς «ποτέ να έχει
ακουστεί». Λένε σήμερα ότι μόνο οι έφηβοι εκτιμούν τον Τόμας Γουλφ, αλλά αυτό
είναι εύκολο να το πει κανείς, όταν τον διαβάσεις, γιατί ο Γουλφ είναι από τους
συγγραφείς που τα πεζά τους ποιήματα διαβάζονται μόνο μια φορά, σε βάθος και
αργά· όταν τα ανακαλύψεις, προχωρείς σε άλλα πράγματα. Τα θεατρικά του όμως
διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται άπειρες φορές. Πού υπάρχει σήμερα κάποιο
σεμινάριο για τον Τομ Γουλφ; Τι σημαίνει αυτή η ελαχιστοποίηση του Τόμας Γουλφ
αποκλειστικά στην εποχή του; Ο κύριος Σβαρτζ μπορούσε ωστόσο να περιμένει.
Αλλά είμαι καθισμένος στο γραφείο μου με το βιβλίο
ανοιχτό, και μονολογώ: «Τώρα, είναι σχεδόν επτά και μισή, θα κατεβούμε
τρεκλίζοντας στο παλιό Λάιονς Ντεν, θα πάρουμε φιλέτο, ζεστά σοκολατένια γλυκά,
καφέ, και μετά θα κατηφορίσουμε τρεκλίζοντας στην εκατοστή δέκατη έκτη στάση
του υπόγειου [για να θυμηθούμε τον καθηγητή Κέργουικ και την σειρά των αριθμών
του] και θα φτάσουμε στην Τάιμς Σκουέαρ και θα δούμε μια γαλλική ταινία, θα
δούμε τον Ζαν Γκαμπέν να σφίγγει τα χείλη του λέγοντας «Ça me navre» ή τα
φαρδιά καπούλια του Λουί Ζουβέ ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά, ή εκείνο το πικρόξυνο
χαμόγελο της Μισέλ Μοργκάν στην κρεβατοκάμαρα της παραλίας ή τον Χάρτυ Μπάουερ
στο ρόλο του Χέντελ, να γονατίζει και να προσεύχεται για τη δουλειά του, ή τον
Ρεμύ να στριγγλίζει στο απογευματινό πικ-νικ του δημάρχου και έπειτα, μια
παράσταση με δύο αμερικάνικα έργα, ίσως με τη Τζόελ Μακρέη στο Union Pacific ή
την Μπάρμπαρα Στάνγουικ στο ρόλο της τρυφερής, ερωτευμένης και ικετευτικής
γυναίκας που γραπώνεται πάνω στον εραστή της, ή ίσως τον Σέρλοκ Χολμς να
ρουφάει την πίπα του, με το μακρύ Κορνουαλέζικο προφίλ του, ενώ κοντά στο τζάκι
ο Δόκτωρ Γουάτσον καπνίζει ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο ιατρικής και την κυρία
Κάβεντις, ή όπως τη λένε, να ανεβαίνει με κρύο ψητό κρέας και μπίρα, έτσι ώστε
να μπορέσει ο Σέρλοκ να αποκαλύψει το τελευταίο εγκληματικό σχέδιο του άθλιου
Δόκτορα Μόριαρτι…».
Τα φώτα της πανεπιστημιούπολης, ζευγαράκια
αγκαλιασμένα, βιαστικοί και ενθουσιώδεις φοιτητές και γύρω τους τα φύλλα του
Οκτώβρη να στροβιλίζονται στον αέρα, η λάμψη της βιβλιοθήκης, όλα αυτά τα
βιβλία, η ικανοποίηση και η μεγάλη πόλη του κόσμου μπρος στα σπασμένα μου
πόδια…
Και φαντάσου αυτά το 1967: Έπαιρνα τις πατερίτσες
μου και πήγαινα στο Χάρλεμ να δω τι γινόταν εκεί, στην 125η Οδό και στα πέριξ, μερικές
φορές να βλέπω από το παράθυρο της ψησταριάς παϊδάκια χοιρινά να γυρίζουν στη
σούβλα, ή να βλέπω Νέγρους να μιλάνε στις γωνιές· για μένα ήταν άνθρωποι
εξωτικοί που δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ μου. Ξέχασα να πω νωρίτερα, ότι την
πρώτη μου βδομάδα στο Ο.Μ. το 1939, περπάταγα ένα ζεστό απόγευμα κι’ ένα
ολόκληρο βράδυ διασχίζοντας πραγματικά το Χάρλεμ από την μια άκρη στην άλλη με
τα χέρια πίσω εξετάζοντας όλον τούτο τον καινούργιο κόσμο. Γιατί κανένας δεν
μου την έπεσε, ας πούμε για να μου πουλήσει ναρκωτικά, ή να με κτυπήσει, ή να
με κλέψει; τι είδαν; Βλέπουν ένα φοιτητή με τουΐντ να περιεργάζεται το δρόμο.
Οι άνθρωποι τρέφουν σεβασμό για τέτοιου είδους πράγματα. Θα πρέπει να ’μουν, εν
πάση περιπτώσει, ένας τρομακτικά αλλόκοτος τύπος.
Πήγαινα λοιπόν στο Λάιονς Ντεν, καθόμουνα στη
συνηθισμένη μου καρέκλα μπροστά στο τζάκι, οι σερβιτόροι (φοιτητές) μου έφερναν
το φαγητό, έτρωγα, έβλεπα τις χορεύτριες (μ’ ενδιέφερε μια καλλονή από την
Ουαλία, ονόματι Βίκυ Ίβανς), και μετά κατέβαινα στην Τάιμς Σκουέαρ για τις
ταινίες μου. Δε μ’ ενόχλησε ποτέ κανείς. Δεν κουβαλούσα, βέβαια πάνω μου ποτέ
περισσότερο από εξήντα σεντς, και αυτό θα πρέπει να φαινόταν στο αθώο μου
πρόσωπο.
Τώρα είχα επίσης το χρόνο ν’ αρχίσω να γράφω μεγάλες
«Γουλφικές» ιστορίες και ημερολόγια στο δωμάτιό μου όταν τις ξαναδιαβάζω
σήμερα, μου την σπάνε, αλλά τότε νόμιζα πως τα πήγαινα πολύ καλά. Έκανα παρέα μ’
ένα συμφοιτητή μου Νέγρο που ερχόταν να με βοηθήσει λίγο στη Χημεία, εκεί που
κόλλαγα. Στα Γαλλικά είχα Α. Στη Φυσική Β ή C ή κάτι τέτοιο. Περιφερόμουν
κουτσαίνοντας μέσα στην πανεπιστημιούπολη υπερήφανος λες και ήμουν δάσκαλος του
σκι. Με το τουΐντ σακάκι μου, με τις πατερίτσες, έγινα τόσο δημοφιλής (αλλά και
λόγω της φήμης μου στο φούτμπολ τώρα) ώστε κάποιος τύπος από το Σύλλογο Βαν Εμ
ξε-κίνησε πραγματικά μια εκστρατεία για να εκλεγώ αντιπρόεδρος των δευτεροετών.