Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Α. Χάξλεϋ - Μετά από πολλά καλοκαίρια [απόσπασμα]






[...]

Στο μεταξύ, ο Τζέρεμι είχε αρχίσει να αισθάνεται ότι αυτή η συζήτηση έπαιρνε μια πολύ ανεπιθύμητη στροφή. «Για ποιο πράγμα ακριβώς υποτίθεται ότι μιλάμε;», ρώτησε ειρωνικά. «Για τη Νέα Ιερουσαλήμ;».

Ο κύριος Πρόπτερ του χαμογέλασε καλόκεφα. «Εντάξει», είπε. «Δεν θα μιλήσω για άρπες ή φτερά».

«Κάτι είναι κι αυτό», είπε ο Τζέρεμι.

«Ποτέ δε με ικανοποιούσαν οι συζητήσεις χωρίς νόημα» συνέχισε ο κύριος Πρόπτερ. «Μου αρέσει οι λέξεις που χρησιμοποιώ να έχουν κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Γι’ αυτό μ’ ενδιαφέρει η αιωνιότητα – η ψυχολογική αιωνιότητα. Γιατί είναι μια πραγματικότητα».

«Ίσως για εσάς», είπε ο Τζέρεμι μ’ έναν τόνο που άφηνε να εννοηθεί ότι οι πιο πολιτισμένοι άνθρωποι δεν υπέφεραν από τέτοιες αυταπάτες.

«Για όσους επιλέγουν να αντιμετωπίσουν τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες μπορούν να τη βιώσουν».

«Και γιατί να επιλέξει κανείς να τις αντιμετωπίσει;»

«Γιατί αποφασίζει κανείς να πάει στην Αθήνα να δει τον Παρθενώνα; Γιατί αξίζει τον κόπο. Το ίδιο ισχύει και για την αιωνιότητα. Η εμπειρία του αέναου καλού αξίζει όλη τη δοκιμασία που απαιτεί».
«Αέναο καλό», επανέλαβε με αηδία ο Τζέρεμι. «Δεν ξέρω τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις».

«Γιατί να ξέρετε;», είπε ο κύριος Πρόπτερ. «Δεν καταλαβαίνει κανείς το πλήρες νόημα της λέξης “Παρθενώνας” μέχρι να τον δει».

«Ναι, αλλά έχω δει τουλάχιστον φωτογραφίες του Παρθενώνα· έχω διαβάσει περιγραφές του».

«Έχετε διαβάσει περιγραφές του αέναου καλού», απάντησε ο κύριος Πρόπτερ. «Ντουζίνες ολόκληρες. Σ’ όλες τις φιλοσοφίες και θρησκείες. Τις έχετε διαβάσει· αλλά ποτέ δεν αγοράσατε ένα εισιτήριο για την Αθήνα».

Μέσα σε μια μνησίκακη σιωπή, ο Τζέρεμι αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Το γεγονός ότι ήταν αλήθεια τον έκανε να αντιπαθήσει τη συζήτηση πολύ περισσότερο από πριν.

«Όσο για το χρόνο», έλεγε ο κύριος Πρόπτερ στον Πητ, «τι άλλο είναι, πάνω στο θέμα μας, από το μέσο αναπαραγωγής του κακού, το στοιχείο που μέσα του ζει το κακό και έξω απ’ αυτό πεθαίνει; Στην πραγματικότητα, είναι περισσότερο απ’ το στοιχείο του κακού, περισσότερο από το μέσο του. Αν προχωρήσεις αρκετά την ανάλυσή σου, θα ανακαλύψεις ότι ο χρόνος είναι το κακό. Ένα από τα συστατικά της ουσίας του».

Ο Τζέρεμι άκουγε με αυξημένη δυσαρέσκεια και θυμό. Οι φόβοι του ήταν δικαιολογημένοι· ο γέρος πρότεινε το χειρότερο είδος θεολογίας. Αιωνιότητα, αέναη εμπειρία του καλού, ο χρόνος σαν ουσία του κακού – ήταν καλώς-κακώς μέσα στα βιβλία· αλλά να σε σημαδεύει μ’ αυτόν τον τρόπο, από κοντά, κάποιος που πραγματικά τα έπαιρνε στα σοβαρά, ήταν όντως φρικτό. Για το Θεό, γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ζήσουν τη ζωή τους μ’ ένα λογικό, πολιτισμένο τρόπο; Πρωινό στις εννιά, γεύμα στις μιάμιση, τσάι στις πέντε. Και συζήτηση. Κι ο καθημερινός περίπατος με τον κύριο Γλάδστωνα, το Γιορκσάιρ τεριέ. Κι η βιβλιοθήκη· τα έργα του Βολταίρου σε ογδόντα τρεις τόμους· ο ανεξάντλητος θησαυρός του Οράτιου Γουόλπολ· και γι’ αλλαγή η Θεία Κωμωδία· και μετά, σε περίπτωση που έμπαινες στον πειρασμό να πάρεις  το Μεσαίωνα στα σοβαρά, η αυτοβιογραφία του Σαλιμπήν και η Ιστορία του Μίλερ. Και καμιά φορά επισκέψεις το απόγευμα – στον Κοσμήτορα, τη λαίδη Φρέντεγκοντ με τη σάλπιγγα στ’ αυτί, τον κύριο Βέιλ. Και πολιτικές συζητήσεις – μόνο που τον τελευταίο καιρό, μετά την ένωση Γερμανίας και Αυστρίας και το Μόναχο, θα ‘πρεπε να καταλάβει κανείς ότι οι πολιτικές συζητήσεις ήταν ένα από τα δυσάρεστα πράγματα που θα ‘ταν φρόνιμο να αποφεύγει. Και το εβδομαδιαίο ταξίδι στο Λονδίνο, με γεύμα στο Εντευκτήριο και δείπνο πάντα με το γέρο-Θριπ του Βρετανικού Μουσείου· και μια κουβεντούλα με τον καημένο τον αδελφό του στο Υπουργείο Εξωτερικών (μόνο που κι αυτό γινόταν σιγά-σιγά ένα από τα πράγματα που θα ‘πρεπε να αποφεύγει). Και μετά, φυσικά, η βιβλιοθήκη του Λονδίνου· κι οι Εσπερινοί στον Καθεδρικό του Ουεστμίνστερ, εφόσον έψαλλαν Παλεστρίνα· και κάθε άλλη βδομάδα, απ’ τις πέντε ως τις εξήμιση, μιάμιση ώρα με τη Μέι ή την Ντόρις στο διαμέρισμά τους, στο Μέιντα Βέιλ. Άπειρες βρωμιές σ’ ένα μικρό δωμάτιο, όπως του άρεσε να τις λέει· αβυσσαλέες ικανοποιήσεις. Έτσι ερχόντουσαν τα πράγματα· γιατί δεν μπορούσαν να τα δεχτούν, ήσυχα και συνετά; Αλλά όχι, έπρεπε να φλυαρούν για την αιωνιότητα κι όλα τ’ άλλα. Αυτά τα πράγματα πάντα έκαναν τον Τζέρεμι να θέλει να γίνει βλάσφημος – να ρωτήσει αν ο Θεός είχε boyau rectum, να διαμαρτυρηθεί, σαν τον Γιαπωνέζο στο ανέκδοτο, ότι ήταν εντελώς σαστισμένος και μπλεγμένος από τη θέση του Εντιμότατου Πουλιού. Δυστυχώς, όμως, ήταν απ’ αυτές τις παράξενα εκνευριστικές περιπτώσεις, που τέτοιες αντιδράσεις ήταν εκτός τόπου. Γιατί, στο κάτω-κάτω, ο γερο-Πρόπτερ είχε γράψει τις Σύντομες Μελέτες· αυτά που έλεγε δεν μπορούσε να τα θεωρήσει σαν προϊόντα ενός ελαττωματικού μυαλού. Εξάλλου, δεν είχε μιλήσει για Χριστιανισμό, οπότε τ’ αστεία περί ανθρωπομορφισμού ήταν άτοπα. Ήταν πραγματικά εκνευριστικό! Πήρε μια έκφραση υπεροπτικής αδιαφορίας κι άρχισε να σφυρίζει το «Αγιόκλημα και η Μέλισσα». Η εντύπωση που ήθελε να δώσει ήταν ενός ανώτερου όντος που δεν μπορούσε να χάνει το χρόνο του ακούγοντας τέτοιου είδους συζητήσεις.


Κωμικό θέαμα, σκέφτηκε ο κύριος Πρόπτερ καθώς τον κοίταζε· μόνο, φυσικά, που ήταν τόσο βαθιά θλιβερό.




Χάξλεϋ, Α., 1983. Μετά από Πολλά Καλοκαίρια, μτφ. Ελένη Μαύρου, Αθήνα: Νεφέλη, σελ. 116 - 119.