Για την τελευταία μέρα.
Αύγουστος!
Να οι μέρες από ατσάλι που πυρακτώθηκαν μέσα σ’ένα καμίνι. Έτρεμε ο καιρός.
Οι
ακρογιαλιές πιασμένες κι η θάλασσα δεν ύψωνε πια τις στρατιές τα κύματά της παρά
ανάδινε μιαν εξάντληση, βαθιά, γαλάζια.
Στη
σχάρα, πάνω στην άμμο, ψημένη, καμένη: η ανθρώπινη σάρκα που τόσο εύκολα
φθείρεται. Μπροστά στη θάλασσα, πάνω στην ψιλή άμμο: η σάρκα.
Τον
κυρίευε αγωνία που το καλοκαίρι ξοδεύονταν έτσι. Γιατί αυτό σήμαινε πως σε λίγο
έφτανε το φθινόπωρο. Ο Αύγουστος ήταν όλο πανικό, πίεση, ν’ αδράξεις, να ζήσεις
γρήγορα.
Πάνω
στην ψιλή άμμο αγκαλιάζονταν οι γυναίκες, πίσω απ’ τα βράχια, στις καμπίνες
μέσα, στ’ αυτοκίνητα που έστεκαν κάτω απ’ τη σκιά των πεύκων· και μες στην πόλη
ακόμα, το απομεσήμερο, πίσω απ’ τα κατεβασμένα στόρια, δίνονταν μισοκοιμισμένες
ή έμεναν, μιαν ώρα αργότερα, με τα ψηλά τακούνια κολλημένα πάνω στη μαλακωμένη
άσφαλτο στους ήσυχους, απέραντους δρόμους, αρπάζοντας, σαν να ζητούσαν από
κάπου να κρατηθούν, μιαν αγκαλιά που διάβαινε μπροστά τους.
Λέξη
καμιά δεν ακούστηκε τούτο το καλοκαίρι.
Κανένα όνομα.
I. Bachmann, Το Τριακοστό Έτος. Η Undine Φεύγει., μτφ. Αθανάσιος Λάμπρου, εκδ. Ύψιλον, 1996