Οι σημειώσεις που άφησε πίσω του ο D. F. Wallace για αυτό που θα αποτελέσει τον Χλωμό Βασιλιά.
- Γιατί ο άνθρωπος
επέλεξε να φορτώσει με τόσα κακά, επιθετικά και απειλητικά χαρακτηριστικά ένα
ζώο που έχει επιλέξει να ζει μακριά από το είδος μας;
Πράγματι,
ενώ ο λύκος ζει στο περιθώριο του ανθρώπινου οικοτόπου και στην έρημο πέρα από αυτόν, οι άνθρωποι
διαχρονικά και συστηματικά ανακατεύονται με το είδος που λέγεται λύκος, γιατί
οι λύκοι, όπως και οι άνθρωποι, είναι κοινωνικά ζώα. Είναι έξυπνοι,
εφευρετικοί, χρησιμοποιούν αυτό που ο άνθρωπος αποκαλεί «γνώση» για να λύνουν τα
προβλήματά τους και χρησιμοποιούν το παρελθόν για να προβλέψουν το μέλλον. Το
ότι ανά πάσα στιγμή οι λύκοι μπορούν να δημιουργήσουν τη δική τους κοινωνία,
είναι αυτό ενδεχομένως που εμπνέει τον άνθρωπο με όλα τα λάθος μηνύματα της
δυσαρέσκειας και του φόβου. Είναι αυτό το πολύ ωραίο που άκουσα να σχολιάζει
μία γυναίκα από το ακροατήριο σε μία ομιλία με θέμα τον λύκο, «ο λύκος είναι το μόνο είδος που βάζει στοπ
στον άνθρωπο».
Ήταν όμως πάντοτε έτσι; Αν γυρίσουμε πάρα πολύ πίσω, θα δούμε ότι οι κυνηγοί της Παλαιολιθικής Εποχής μιμούνταν αρπακτικά, όπως ο λύκος, για να ενσωματώσουν τις ικανότητες του αρπακτικού που θαύμαζαν – ιδιαίτερα την αντοχή του και την ικανότητά του να κρύβεται, θα δούμε επίσης αρχαίες κυνηγετικές ομάδες οι οποίες πίστευαν ότι μετέφεραν τις ψυχές τους στα σώματα λύκων. Αν κοιτάξουμε στον δικό μας αρχαιοελληνικό πολιτισμό η λέξη λύκος συνδέεται στενά με τη λέξη «λευκός» (εκ του λύκη που σημαίνει φως· λύχνος, λυκαυγή, λυκόφως), ο Απόλλωνας ήταν φωτεινός (λύκ[ε]ιος), ο λύκος ήταν κάποτε το ιερό ζώο του Δία, η Εκάτη προσφωνείται με τα ονόματα Σκύλλα και Λύκαινα, που ήταν τα ιερά ζώα της Αρτέμιδος και του Απόλλωνα, η Λυκόσουρα ήταν η πρώτη πόλη που την είδε ο ήλιος… Αμέτρητη παρουσία, επίσης, και στην τοπωνυμία (Λύκαιον, Λυκοποριά, Λύκτος, Λυκώρεια, Λυκία, Louvre, Canteloup, Louveciennes κ.ά.), αλλά και στα ονόματα των ανθρώπων (Λυκούργος, Λυκομήδης, Lopez, Leleu, Wolfgang, Wolfric κ.ά.).
- Τι επηρεάζει την
κατά καιρούς έξαρση της ανθρώπινης επιθετικότητας προς τον λύκο;
Νομίζω το γεγονός ότι η ιδιότητα του ζώου, ως επί το πλείστον, έχει συλληφθεί υποτιμητικά από τον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος συντρίβει (όχι μόνο μέσω της θανάτωσης, αλλά και μέσω της ενοχοποίησης, της μόνιμης διάγνωσης με σπισιστικούς όρους, της μόνιμης διαστρέβλωσης) καθετί που θεωρεί υποδεέστερο και αδύναμο – σε ορισμένα είδη, δε, όπως τα δέντρα, δεν τους επιτρέπει καν την υπόσταση του ζωντανού οργανισμού. Ας αναλογιστούμε τώρα το ότι στην περίπτωση του λύκου δεν έχουμε απλώς ένα ζώο, αλλά για το πιο πολιτισμικά καταγεγραμμένο ζώο. Μιλάμε, δηλαδή, για μία ύπαρξη που μόνο ζωική δεν της επιτρέπουμε να είναι. Γίνεται απευθείας και αβίαστα ο κυρίαρχος θύτης, για να μετατραπεί σε εξιλαστήριο θύμα και το να είσαι εξιλαστήριο θύμα σημαίνει ότι ταυτίζεται ως ανθρώπινη κατασκευή με τις έννοιες του κινδύνου. Για παράδειγμα, για την κατάσταση των αγροτικών κοινοτήτων όπως τις βλέπουμε σήμερα και κυρίως όπως τις ζούνε οι ίδιοι οι ντόπιοι, ο τελευταίος που φταίει είναι ο λύκος. Αλλά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού αντιλαμβάνονται την ισχύουσα και μελλοντική διαχείριση του λύκου – τον σεβασμό, δηλαδή, και την προστασία του, ως μία δυσοίωνη έκφραση κοινωνικής αλλαγής που απειλεί τον αγροτικό πολιτισμό και τα μέσα διαβίωσής του.
Αν το καλοσκεφτούμε, στην πιο έντονη και επίμονη μορφή της, η υποτίμηση του ανθρώπου απέναντι στο μη ανθρώπινο, έχει σχέση με τον έλεγχο. Η απουσία ελέγχου εκφράζεται με τον φόβο και τη βία. Από παλιά, ό,τι σύμπτωμα είχε η κοινωνία που δεν μπορούσε να απαντήσει με την κοινή λογική το συνέδεε αυτομάτως με το υπερφυσικό και το σκοτεινό. Όταν ο κοινωνικός έλεγχος αποτύγχανε και το κυρίαρχο παράδειγμα ξεθώριαζε και δεν αφομοιωνόταν, τότε το πνευματικό-θρησκευτικό κεφάλαιο της κοινωνίας στρεφόταν στα πρόσωπα που είχε βάλει στο μάτι για να τα παρουσιάσει εχθρικά προς τον πολιτισμό. Όμως, πρώτη- πρώτη μπήκε η ίδια η φύση στο μάτι του πολιτισμού. Η άγρια φύση ως κάτι το ανέγγιχτο και το άγνωστο ταλαντεύεται μέχρι και στις μέρες μας από τη μία να εξιδανικεύεται («ρομαντικοποιείται»), από την άλλη να καταστρέφεται – όπως και να ‘χει, όμως, να παραμορφώνεται. Η πατριαρχική ιδέα για τις μυστηριώδεις, κατώτερες, επικίνδυνες γυναίκες έχει τις ρίζες της στο σκοτεινό δάσος, που δεν μπορείς να δεις, δεν μπορείς να κουνηθείς, με δυο λέξεις, δεν μπορείς να ελέγξεις. Το κυνήγι των μαγισσών πήγε χέρι – χέρι με το κυνήγι των λύκων (τον 16ο αιώνα στα αγγλικά δάση το κυνήγι των λύκων κρατούσε 32 μέρες, φανταστείτε επί έναν μήνα ομάδες ανδρών να κυνηγάνε λύκους!), αργότερα, ό,τι κουράστηκε να κάνει ο χριστιανισμός, ανέλαβε να το κάνει ο καπιταλισμός. Από μία εποχή κι έπειτα, ο λύκος εμφανίζεται ως ένα κατάλοιπο του παρελθόντος που αρνείται να αφομοιωθεί· γίνεται η άβολη παρουσία από μία άλλη εποχή, ένα ανίδεο αρπακτικό που δεν ξέρει τι του ανήκει – αρκετά πονηρό και ανθεκτικό που μπορεί ελεύθερα να περιπλανιέται και να καταστρέφει.
- Πόσο επικίνδυνη για
τον λύκο είναι η σε ευρωπαϊκό επίπεδο πλέον έξαρση της ανθρώπινης εχθρότητας;
Τεράστια. Και ας έχουμε στο νου μας, ότι η ανθρώπινη εχθρότητα εντοπίζεται όχι μόνο στο να κυνηγιέται και να σκοτώνεται ο λύκος, όχι μόνο στο να παρακάμπτονται και να αγνοούνται οι νόμοι και τα καθεστώτα προστασίας του λύκου από τις ίδιες τις αρχές νομιμοποιώντας το κυνήγι εντός της ζώνης προστασίας τους, αλλά και στο να καταστρέφεται ο οικότοπός του.
Σκέφτομαι τώρα, με αφορμή αυτή την ερώτηση, πόσο σαθρό είναι το πλαίσιο συζήτησης όχι μόνο σε ευρωπαϊκό [τεχνοκρατικό] επίπεδο, αλλά και σε ένα ευρύ σύνολο ανθρώπινων ποιοτήτων. Είναι διάτρητο απ’ όλες τις πλευρές – κι όταν έχεις ένα τόσο προβληματικό πλαίσιο, συντηρείς αντιστρόφως ανάλογα ένα ριζωμένο πρόβλημα το οποίο μονάχα επιφανειακά «αντιμετωπίζεται». Πρόβλημα, φυσικά, δεν εννοώ την παρουσία του λύκου, αλλά την καπιταλιστική θανατοπολιτική· το μοντέλο που για να ζει και να βασιλεύει πρέπει να δημιουργεί και να συντηρεί μονίμως αυτό-αντιφατικά σύνολα και σχέσεις: τη διατήρηση της ζωής με τίμημα τη σφαγή· την ανάπτυξη του πράσινου καπιταλισμού με τίμημα τον αφανισμό του φυσικού περιβάλλοντος κ.ά. Και παρόλα αυτά, ο λύκος δεν είναι ασφαλής, όχι μόνο στο φυσικό του περιβάλλον, αλλά ούτε σε ζώνες προστασίας, όπου μόνο εκεί μέσα ζει, αναπτύσσεται και πληθαίνει.
- Πόσο λανθασμένη
είναι η εκπαίδευση που ο άνθρωπος από πολύ μικρή ηλικία συνηθίζει να λαμβάνει
για τον λύκο;
Καλά εγώ θεωρώ λανθασμένο και το να γράφονται βιβλία και παραμύθια (που απευθύνονται στην παιδική σκέψη και φαντασία) με αυτιστικούς λύκους, λύκους που πάνε στο σχολείο, που τρώνε γλυκά, γενικά τον λύκο που δεν κουβαλάει μεν αρνητικά σύμβολα, αλλά που παρόλα αυτά παρουσιάζεται ανθρωπόμορφος, γιατί και πάλι ο λύκος δεν επιτρέπεται να είναι το ζώο λύκος. Λανθασμένη εκπαίδευση είναι η κάθε εκπαίδευση που γίνεται με ανθρωποκεντρικό πρίσμα. Είναι μεγάλη πρόκληση για τον συγγραφέα να απομακρυνθεί από τις μεταφορές και τα σύμβολα που παραμορφώνουν. Από την άλλη, με ενδιαφέρον διαβάζω παραμύθια και παιδικές ιστορίες οι οποίες ασπάζονται με μεγάλη ευαισθησία και συνείδηση τον κόσμο των ζώων. Δηλαδή από εκεί που κάποτε τα παραμύθια έβαζαν τον λύκο να φοράει ρούχα και να περπατάει στα δυο είτε για να σκοτώσει, είτε για να κοροϊδέψει ή να σκοτωθεί/ κυνηγηθεί [γιατί έτσι του αξίζει], τώρα βλέπω να αναπνέουν κάποιες μικρές ιστορίες που ο άνθρωπος παρατηρεί με σεβασμό τον λύκο και τον κάνει παράδειγμά του. Βέβαια κι εκεί φοράει ρούχα και περπατάει στα δυο -μάλιστα έχει κι όνομα, όπως στην περίπτωση του Ζήκου, του λύκου όπως τον είδε ο Μιχάλης Καζαζής (Ζήκος ο λύκος. Σε καιρό καραμπίνας, εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2022) –που όμως θα ‘λεγα ότι μας φέρνει κάπως πιο κοντά στο περιβάλλον του λύκου με τη μικρότερη παραμόρφωση, ή στην περίπτωση της μικρής ντροπαλής Σόφι της Jo Loring-Fisher (Γενναία σαν λύκος, εκδ. Δεσύλλας, 2022), που παραδειγματίζεται από την κοινωνία των λύκων για να πλησιάσει με καθαρότητα και θάρρος προς αυτό το οξύμωρα αντικοινωνικό περιβάλλον που έχει καταντήσει η κοινωνία.
Έτσι λοιπόν, η λανθασμένη εκπαίδευση δεν είναι μόνο μέσα από τα κείμενα που συντηρούν τη στερεοτυπική εικόνα του κακού του λύκου (αλά αρνίτσι-μπίτσι), αλλά και του μη ζωικού λύκου (βλ. λύκος-Ζαχαρίας). Λανθασμένη εκπαίδευση είναι και η στάση αγάπης των φιλόζωων προς την άγρια φύση. «Αγαπάω τον λύκο», λένε ορισμένοι. Δεν μπορείς να αγαπήσεις την άγρια φύση, την άγρια φύση πρέπει να τη σεβαστείς, να της επιτρέψει ο άνθρωπος την απομόνωση.
- Παραμύθια, παρομοιώσεις, λαϊκή κουλτούρα,
πολιτικά και πολιτιστικά δείγματα ενοχοποίησης του λύκου. Πόση αδικία
εμπεριέχεται στην ανθρώπινη αντίληψη για το ζώο αυτό;
Αδικία θα ήταν, αν μπορούσε η άλλη πλευρά –ο λύκος, δηλαδή– να ισορροπήσει κάπως όλη αυτή την «υποχρέωση» του ανθρώπου να τον παραμορφώνει· αν μπορούσε, με άλλα λόγια, να μιλήσει τη γλώσσα των ανθρώπων. Να πει στον ποιητή ότι δεν είναι το σκοτεινό Εγώ του, στον ιστορικό ότι δεν έχει καμία σχέση με τους Ναζί, στο χωριό ότι δεν είναι το φονικό, στον παραμυθά ότι δεν του αρέσουν τα παντελονάκια κι ούτε να κάθεται οκλαδόν, στην Εκκλησία ότι το άγριο δεν είναι δαιμονικό, στον τεχνοκράτη ότι δεν είναι αντικείμενο… Αν δεν συνέβαινε τίποτα παρόλα αυτά, αν μιλούσε και δεν τον άκουγαν, τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αδικία. Εδώ έχουμε μία απλωμένη [άφατη] ζωοκτονία –είτε συνέβη, είτε ακόμη δεν έχει συμβεί, ξέρουμε όμως ότι θα συμβεί. Εδώ έχουμε το απαράδεκτο που γίνεται νόμος και κανόνας. Την απεμπόληση του φυσικού –νοηματικά, οντολογικά, πραγματικά. Το ότι δεν ξέρουμε να συνυπάρχουμε με τη φύση, ούτε μέσα στα κείμενά μας. Δεν επιτρέπουμε στον λύκο να είναι ζώο. Ο λύκος δεν θέλει τίποτα άλλο από το να υπάρχει. Κι εμείς δεν του επιτρέπουμε να υπάρχει.
-
Τί
προσπαθήσατε να αλλάξετε στην αντιμετώπιση του λύκου με το βιβλίο σας;
Επί της ουσίας, το βιβλίο αφορά πρωτίστως τον συγγραφέα και δευτερευόντως τον λύκο (από την άποψη ότι δεν είναι ένα βιβλίο βιολογίας ή ένα βιβλίο φυσικής ιστορίας). Στη μία πλευρά του τίτλου έχει τη λέξη «λύκος» στην άλλη πλευρά έχει τη λέξη «εγώ»· στο ενδιάμεσο έχει την ιστορία, τη διαιώνιση των στερεοτύπων, τις αναπαραστάσεις του μη ανθρώπινου, μέχρι τις μέρες μας. Γιατί η εγγράμματη κουλτούρα εκτός από το ότι οργανώνει τη σκέψη, μορφώνει τις πεποιθήσεις, μεταφέρει και επηρεάζει τις πράξεις και τις σκέψεις των άλλων, μπορεί να καταστρέψει, να σκοτώσει, επίσης. Θα ‘θελα ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο να αναρωτηθεί για το πόσο άκαρπος και παραμορφωτικός είναι ο βιότοπος της λογοτεχνίας. Γιατί για να αλλάξει η αντιμετώπιση του ανθρώπου απέναντι στον λύκο (και τη φύση γενικότερα), πρέπει να αλλάξουν πρώτα οι δομές που δημιουργούν το νόημα που δίνουμε και πρόκειται να δώσουμε στα γεγονότα της Ζωής.
Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας: Συναντήσεις για την Συνύπαρξη του Ανθρώπου με τον Λύκο
Η Μονάδα Διαχείρισης Εθνικών Πάρκων Πάρνηθας, Σχινιά και Προστατευόμενων Περιοχών Σαρωνικού Κόλπου του ΟΦΥΠΕΚΑ, σε συνεργασία με την περιβαλλοντική οργάνωση Καλλιστώ, διοργανώνουνδύο συναντήσεις στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου 2024. Οι συναντήσεις πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού προγράμματος LIFEWILDWOLF* και αποσκοπούνστη βελτίωση της επιχειρησιακής ικανότητας των αρμόδιων αρχών για την αποτελεσματική διαχείριση και αποτροπή συγκρούσεων που σχετίζονται με τον λύκο, καθώς και στην ενημέρωση της τοπικής κοινωνίας για την προώθηση της αρμονικής συνύπαρξης του ανθρώπου με τον λύκο.
Την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024, 11:00πμ με 13:00μμ,θα πραγματοποιηθεί η δεύτερη συνεδρίαση της «Πλατφόρμας Συνύπαρξης»** του ανθρώπου με το λύκο, στο Παλιό Δημαρχείο της Φυλής (ΟΔΟΣ). Στη συνεδρίαση θα εξεταστούν οι αρμοδιότητες, τα προβλήματα και οι προτάσεις του κάθε Φορέα σε σχέση με τις βέλτιστες πρακτικές για τη συνύπαρξη ανθρώπου και λύκου στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας.
Η δεύτερη ανοιχτή συνάντηση θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024, 11:00 πμ με 13:00 μμ, με θέμα «Μύθοι και Πραγματικότητες για τον Λύκο». Η εκδήλωση θα λάβει χώρα στο Αθλητικό Κέντρο Ορειβατικού Συλλόγου Αχαρνών (Φιλαδελφείας 126) και θα περιλαμβάνει ομιλίες από εξειδικευμένους επιστήμονες και προσκεκλημένους/ες:
Ο Δρ. Γιώργος Χατζηνάκος (Καλλιστώ) θα παρουσιάσει την συμβολή του έργου LIFE WILDWOLF στη βελτίωση τον όρων συνύπαρξης του ανθρώπου με τον λύκο στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας, η Ηλέκτρα Λαζάρ (Ανθρωπολόγος, Συγγραφέας) θα αναλύσει το πώς η κυρίαρχη εικόνα του λύκου έχει διαμορφωθεί μέσα από την λογοτεχνία και άλλα κείμενα, ο Δρ. Δημήτρης Μπορμπουδάκης (Καλλιστώ) θα εξετάσει την παρουσία του λύκου στα ΜΜΕ, και οι Εθελοντές Δασοπυροπροστασίας Αττικής (ΕΔΑΣΑ) θα παρουσιάσουν τρόπους κινητοποίησης των κατοίκων για εθελοντική πυροφύλαξη, δασοπυρόσβεση και αναδάσωση.
* Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα “LIFE WILDWOLF” αποσκοπεί στην υλοποίηση δράσεων που θα επιτρέψουν τη συνύπαρξη του ανθρώπου με τον λύκο σε περιαστικές περιοχές στην Ευρώπη. Στοχεύει σε μία ισορροπημένη και μακροπρόθεσμη διατήρηση των λύκων σε αστικές και περιαστικές περιοχές οχτώ χωρών της νότιας και κεντρικής Ευρώπης (Ελλάδα, Γερμανία, Ιταλία, Κροατία, Πορτογαλία, Σουηδία, Σλοβενίακαι Τσεχία), μέσα από τη βελτίωση της τεχνικής και επιχειρησιακής ικανότητας των αρμόδιων αρχών να διαχειρίζονται και να αποτρέπουν συγκρούσεις που σχετίζονται με τον άνθρωπο. Παράλληλα, ενθαρρύνει βιώσιμες πρακτικές που διατηρούν την άγρια φύση του λύκου και βελτιώνουν την ικανότητα των ανθρώπων να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που δυνητικά δημιουργούν. Ανάμεσα στους φορείς που συμμετέχουν στο πρόγραμμα συγκαταλέγονται πανεπιστήμια, φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, προστατευόμενες περιοχές, περιβαλλοντικές οργανώσεις και κυνηγετικές ομοσπονδίες.
** Η «Πλατφόρμα Συνύπαρξης» αποτελεί ένα σώμα διαβούλευσης, το οποίο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος LIFE WILDWOLF, και στο οποίο θα συμμετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς, που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με την παρουσία του λύκου στην Πάρνηθα. Όπως συμβαίνει και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, όπου λειτουργούν αντίστοιχες συμμετοχικές πρωτοβουλίες, τα μέλη του Σώματος αυτού θα ενημερώνονται για την πρόοδο του έργου και θα δρουν συμβουλευτικά προς την ομάδα υλοποίησής του, με εισηγήσεις για την ανάληψη δράσης και την υιοθέτηση καλών πρακτικών.
Άγαλμα του Φ. Νίτσε στο Ζάαλε |
Εμείς οι αντίποδες
Ίσως κάποιος να θυμάται, κάποιος από τους φίλους μου έστω, πως αρχικά πλησίαζα τον σύγχρονο κόσμο κάνοντας λάθη και υπερεκτιμήσεις και πως, τέλος πάντων, έλπιζα σ’ αυτόν. Αντιλαμβανόμουν – ποιος ξέρεις εξαιτίας ποιων προσωπικών εμπειριών – τον φιλοσοφικό πεσιμισμό του 19ου αιώνα σαν σύμπτωμα μιας πολύ ανώτερης δύναμης που έχει η σκέψη, μιας θριαμβευτικότερης πληρότητας της ζωής από αυτή που εκφράστηκε στη φιλοσοφία του Χιουμ, του Καντ, του Χέγκελ – θεωρούσα την αναγνώριση του τραγικού σαν την ομορφότερη πολυτέλεια της κουλτούρας μας, σαν το πολυτιμότερο, ευγενικότερο, επικινδυνότερο τρόπο σπατάλης, αλλά ταυτόχρονα, λόγω του πλούτου που διαθέτει η κουλτούρα μας, μια πολυτέλεια απολύτως επιτρεπτή.
Κατά τον ίδιο τρόπο ερμήνευσα τη μουσική του Βάγκνερ σαν έκφραση μιας διονυσιακής δύναμης της ψυχής, νόμιζα πως μέσα της άκουγα τον σεισμό με τον οποίο απελευθερωνόταν επιτέλους μια αρχέγονη δύναμη ζωής, που της ήταν απολύτως αδιάφορο αν μαζί της ταρακουνιόταν όλο το οικοδόμημα που σήμερα αποκαλούμε κουλτούρα. Είναι φανερό τι παρανοούσα και τι χάριζα στον Βάγκνερ και τον Σοπενχάουερ – τον εαυτό μου… Κάθε τέχνη, κάθε φιλοσοφία επιτρέπεται να θεωρηθεί φάρμακο ή στήριγμα μιας ζωής που προχωρά ή φθίνει, προϋποθέτει πάντα τον πόνο κι εκείνους που πονούν. Αλλά υπάρχουν δυο τρόπο για να υποφέρουν οι άνθρωποι: υπάρχουν εκείνοι που υποφέρουν επειδή η ζωή τους είναι υπερπλήρης και θέλουν μια διονυσιακή τέχνη καθώς και μια τραγική όψη και θεώρηση της ζωής κι εκείνοι που η ζωή τους έχει φτωχύνει και ζητούν από την τέχνη και τη φιλοσοφία την ησυχία, την ηρεμία, τη γαλήνη ή, αντίθετα, τη μέθη, την ταραχή, τη νάρκωση. Να πάρουν εκδίκηση από τη ζωή – το πιο ηδονικό είδος εκδίκησης για τέτοιου είδους φτωχούς.
Ο Βάγκνερ, όπως κι ο Σοπενχάουερ, ανταποκρίνονται στην ανάγκη και των δύο: αντιστέκονται στη ζωή, τη συκοφαντούν, γι’ αυτό είναι οι αντίποδές μου. Ο πλουσιότερος, εκείνος που έχει την πιο υπερπλήρη ζωή, ο διονυσιακός θεός και άνθρωπος μπορεί ν’ αντέξει όχι μόνο τη θέα του φοβερού και του αμφίβολου, αλλά ακόμα και μια φοβερή πράξη, την πολυτέλεια κάθε καταστροφής, αποσάθρωσης, άρνησης – γι’ αυτόν το κακό, το παράλογο, το άσχημο είναι επιτρεπτό, έτσι όπως είναι επιτρεπτό και στη φύση, εξαιτίας της υπερπληθώρας ζωογόνων, αναστηλωτικών δυνάμεων οι οποίες μπορούν να μετατρέψουν κάθε έρημο σε εύφορη γη. Αντίθετα, εκείνοι που υποφέρουν περισσότερα, οι φτωχότεροι σε ζωή έχουν κυρίως ανάγκη από πραότητα, ηπιότητα, καλοσύνη – αυτό που σήμερα ονομάζεται ανθρωπιά – και στις σκέψεις και στις πράξεις έναν θεό που να είναι πραγματικά ένας θεός για αρρώστους, που να είναι θεραπευτής, κι επίσης χρειάζονται τη λογική, το να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν το Παρόν Είναι ακόμα και των ηλιθίων – τα τυπικά «ελεύθερα πνεύματα» και οι «ιδεαλιστές» και οι «καλές ψυχές» είναι όλοι παρακμιακοί –, εν ολίγοις λίγη ζεστασιά, μια γωνιά να καταφύγουν και να κλειστούς σε αισιόδοξους που επιτρέπουν την αποβλάκωση…
Μ’ αυτόν τον τρόπο έμαθα να κατανοώ τον Επίκουρο, το αντίθετο ενός διονυσιακού Έλληνα, κι επίσης τον Χριστιανό που στην πραγματικότητα είναι απλώς ένα είδος επικούρειου που με το «μακάριοι οι πιστεύοντες» ακολουθεί όσο πιο μακριά μπορεί την αρχή του ηδονισμού – όσο πιο μακριά γίνεται από κάθε πνευματική ακεραιότητα… Αν υπάρχει κάτι στο οποίο βρίσκομαι πιο μπροστά από όλους τους ψυχολόγους, είναι ότι το βλέμμα μου έχει οξυνθεί καλύτερα στο να διακρίνει εκείνο το είδος αντιστροφής στο οποίο οφείλονται τα περισσότερα λάθη – μιλώ για την αντιστροφή που κάνουμε όταν βγάζουμε συμπεράσματα για τον δημιουργό με αφετηρία το έργο του, για όποιον κάνει κάτι με αφετηρία την πράξη του, για κάποιον που έχει ανάγκη ένα ιδανικό με αφετηρία το ίδιο το ιδανικό για την ανάγκη που βρίσκεται πίσω από κάθε σκέψη και κάθε κριτήριο και από την οποία ξεπηδούν ξεκινώντας από την εκάστοτε σκέψη και κρίση.
Σε ό,τι αφορά στους καλλιτέχνες κάθε είδους χρησιμοποιώ αυτή τη διάκριση: τι τον έκανε δημιουργικό, το μίσος για τη ζωή ή το ξεχύλισμα της ζωής; Στον Γκαίτε, για παράδειγμα, είναι το πλεόνασμα η πηγή της δημιουργίας, στον Φλωμπέρ το μίσος· ο Φλωμπέρ, μια νέα έκδοση του Πασκάλ, αλλά ως καλλιτέχνης κάποιος που πολύ βαθιά μέσα στου είχε, ενστικτωδώς, την άποψη: «Flaubert est toujours haisable. L’homme n’ est rien, l’oeuve est tout» (Τον Φλωμπέρ τον μισούν πάντα. Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα, το έργο είναι το παν)… Βασάνιζε τον εαυτό του όταν έγραφε, όπως κι ο Πασκάλ βασάνιζε τον εαυτό του όταν σκεφτόταν· αντιλαμβάνονταν και οι δυο τους τον εαυτό τους με τρόπο μη εγωιστικό. «Ανιδιοτέλεια» - αρχή της παρακμής, η επιθυμία για τέλος, τόσο στην τέχνη όσο και στην ηθική.