Άγαλμα του Φ. Νίτσε στο Ζάαλε |
Εμείς οι αντίποδες
Ίσως κάποιος να θυμάται, κάποιος από τους φίλους μου έστω, πως αρχικά πλησίαζα τον σύγχρονο κόσμο κάνοντας λάθη και υπερεκτιμήσεις και πως, τέλος πάντων, έλπιζα σ’ αυτόν. Αντιλαμβανόμουν – ποιος ξέρεις εξαιτίας ποιων προσωπικών εμπειριών – τον φιλοσοφικό πεσιμισμό του 19ου αιώνα σαν σύμπτωμα μιας πολύ ανώτερης δύναμης που έχει η σκέψη, μιας θριαμβευτικότερης πληρότητας της ζωής από αυτή που εκφράστηκε στη φιλοσοφία του Χιουμ, του Καντ, του Χέγκελ – θεωρούσα την αναγνώριση του τραγικού σαν την ομορφότερη πολυτέλεια της κουλτούρας μας, σαν το πολυτιμότερο, ευγενικότερο, επικινδυνότερο τρόπο σπατάλης, αλλά ταυτόχρονα, λόγω του πλούτου που διαθέτει η κουλτούρα μας, μια πολυτέλεια απολύτως επιτρεπτή.
Κατά τον ίδιο τρόπο ερμήνευσα τη μουσική του Βάγκνερ σαν έκφραση μιας διονυσιακής δύναμης της ψυχής, νόμιζα πως μέσα της άκουγα τον σεισμό με τον οποίο απελευθερωνόταν επιτέλους μια αρχέγονη δύναμη ζωής, που της ήταν απολύτως αδιάφορο αν μαζί της ταρακουνιόταν όλο το οικοδόμημα που σήμερα αποκαλούμε κουλτούρα. Είναι φανερό τι παρανοούσα και τι χάριζα στον Βάγκνερ και τον Σοπενχάουερ – τον εαυτό μου… Κάθε τέχνη, κάθε φιλοσοφία επιτρέπεται να θεωρηθεί φάρμακο ή στήριγμα μιας ζωής που προχωρά ή φθίνει, προϋποθέτει πάντα τον πόνο κι εκείνους που πονούν. Αλλά υπάρχουν δυο τρόπο για να υποφέρουν οι άνθρωποι: υπάρχουν εκείνοι που υποφέρουν επειδή η ζωή τους είναι υπερπλήρης και θέλουν μια διονυσιακή τέχνη καθώς και μια τραγική όψη και θεώρηση της ζωής κι εκείνοι που η ζωή τους έχει φτωχύνει και ζητούν από την τέχνη και τη φιλοσοφία την ησυχία, την ηρεμία, τη γαλήνη ή, αντίθετα, τη μέθη, την ταραχή, τη νάρκωση. Να πάρουν εκδίκηση από τη ζωή – το πιο ηδονικό είδος εκδίκησης για τέτοιου είδους φτωχούς.
Ο Βάγκνερ, όπως κι ο Σοπενχάουερ, ανταποκρίνονται στην ανάγκη και των δύο: αντιστέκονται στη ζωή, τη συκοφαντούν, γι’ αυτό είναι οι αντίποδές μου. Ο πλουσιότερος, εκείνος που έχει την πιο υπερπλήρη ζωή, ο διονυσιακός θεός και άνθρωπος μπορεί ν’ αντέξει όχι μόνο τη θέα του φοβερού και του αμφίβολου, αλλά ακόμα και μια φοβερή πράξη, την πολυτέλεια κάθε καταστροφής, αποσάθρωσης, άρνησης – γι’ αυτόν το κακό, το παράλογο, το άσχημο είναι επιτρεπτό, έτσι όπως είναι επιτρεπτό και στη φύση, εξαιτίας της υπερπληθώρας ζωογόνων, αναστηλωτικών δυνάμεων οι οποίες μπορούν να μετατρέψουν κάθε έρημο σε εύφορη γη. Αντίθετα, εκείνοι που υποφέρουν περισσότερα, οι φτωχότεροι σε ζωή έχουν κυρίως ανάγκη από πραότητα, ηπιότητα, καλοσύνη – αυτό που σήμερα ονομάζεται ανθρωπιά – και στις σκέψεις και στις πράξεις έναν θεό που να είναι πραγματικά ένας θεός για αρρώστους, που να είναι θεραπευτής, κι επίσης χρειάζονται τη λογική, το να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν το Παρόν Είναι ακόμα και των ηλιθίων – τα τυπικά «ελεύθερα πνεύματα» και οι «ιδεαλιστές» και οι «καλές ψυχές» είναι όλοι παρακμιακοί –, εν ολίγοις λίγη ζεστασιά, μια γωνιά να καταφύγουν και να κλειστούς σε αισιόδοξους που επιτρέπουν την αποβλάκωση…
Μ’ αυτόν τον τρόπο έμαθα να κατανοώ τον Επίκουρο, το αντίθετο ενός διονυσιακού Έλληνα, κι επίσης τον Χριστιανό που στην πραγματικότητα είναι απλώς ένα είδος επικούρειου που με το «μακάριοι οι πιστεύοντες» ακολουθεί όσο πιο μακριά μπορεί την αρχή του ηδονισμού – όσο πιο μακριά γίνεται από κάθε πνευματική ακεραιότητα… Αν υπάρχει κάτι στο οποίο βρίσκομαι πιο μπροστά από όλους τους ψυχολόγους, είναι ότι το βλέμμα μου έχει οξυνθεί καλύτερα στο να διακρίνει εκείνο το είδος αντιστροφής στο οποίο οφείλονται τα περισσότερα λάθη – μιλώ για την αντιστροφή που κάνουμε όταν βγάζουμε συμπεράσματα για τον δημιουργό με αφετηρία το έργο του, για όποιον κάνει κάτι με αφετηρία την πράξη του, για κάποιον που έχει ανάγκη ένα ιδανικό με αφετηρία το ίδιο το ιδανικό για την ανάγκη που βρίσκεται πίσω από κάθε σκέψη και κάθε κριτήριο και από την οποία ξεπηδούν ξεκινώντας από την εκάστοτε σκέψη και κρίση.
Σε ό,τι αφορά στους καλλιτέχνες κάθε είδους χρησιμοποιώ αυτή τη διάκριση: τι τον έκανε δημιουργικό, το μίσος για τη ζωή ή το ξεχύλισμα της ζωής; Στον Γκαίτε, για παράδειγμα, είναι το πλεόνασμα η πηγή της δημιουργίας, στον Φλωμπέρ το μίσος· ο Φλωμπέρ, μια νέα έκδοση του Πασκάλ, αλλά ως καλλιτέχνης κάποιος που πολύ βαθιά μέσα στου είχε, ενστικτωδώς, την άποψη: «Flaubert est toujours haisable. L’homme n’ est rien, l’oeuve est tout» (Τον Φλωμπέρ τον μισούν πάντα. Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα, το έργο είναι το παν)… Βασάνιζε τον εαυτό του όταν έγραφε, όπως κι ο Πασκάλ βασάνιζε τον εαυτό του όταν σκεφτόταν· αντιλαμβάνονταν και οι δυο τους τον εαυτό τους με τρόπο μη εγωιστικό. «Ανιδιοτέλεια» - αρχή της παρακμής, η επιθυμία για τέλος, τόσο στην τέχνη όσο και στην ηθική.