Δευτέρα
Εγώ
Τρίτη
Εγώ
Τετάρτη
Εγώ
Πέμπτη
Εγώ
Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Περνάει περνάει το σχολικό
χάνεται μες στον κουρνιαχτό
ουρλιάζει χάνεται
Α΄κοράκι: «μαύρο χιόνι μαύρο χιόνι
τα μαλλάκια της παγώνει»
Κόκκινο ψέμα η ζωγραφιά
γαλάζιο η μοναξιά των διαλειμμάτων
Κρύσταλλοι σωματικών εκκρίσεων
Έκρηξη το κουδούνι
Η μπάλα επίμονη στους τοίχους
Β’ κοράκι: «γαλάζια παντοφλάκια
κόκκινα παντοφλάκια άδεια»
Α΄κοράκι: «μαύρο χιόνι μαύρο χιόνι
τα χεράκια της παγώνει»
Ορθογραφία: δεν παίρνουμε
τα πράγματα των άλλων
Μελέτη περιβάλλοντος: δεν κοιτάμε
από το παράθυρο
Σκέφτομαι και γράφω: δελτίο καιρού
Α΄κοράκι: «μαύρο χιόνι μαύρο χιόνι
την καρδούλα της παγώνει»
«Οχτώ και τρία! Ο χ τ ώ κ α ι τ ρ ί α ;
Ρωξάνη, μ’ ακούς;»
Πρώτα η σκιά
μετά το φτερούγισμα
στο μαξιλάρι
Στο σκοτεινό κήπο της
θα βρει πάλι
ψίχουλα
θρυμματισμένες ψυχές
που χάνονται στο δρόμο για το σπίτι
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΤΙ
Ο πατέρας είναι άρρωστος. Από καιρό. Η μητέρα πάντα λυπημένη, κακόκεφη. Όταν ζητάμε κάτι, ο αδερφός μου κι εγώ, όλο λέει, «αν είμαστε καλά…»
Στο τηλέφωνο την άκουσα να λέει «μάλλον πλησιάζουμε στο τέλος…»
Τι εννοεί;
Γιατί δεν απαντά ο πατέρας όταν τον ρωτάω;
Το βλέμμα του όταν με κοιτάζει είναι σαν να γυρεύει κάτι από μένα
«Είναι αγόρι ο μικρός μου γιος;»
Όταν τον παρακαλώ να παίξουμε, εκείνος πάντα λέει ότι δεν έχει διαβάσει την εφημερίδα. Τον μισώ. Όχι πάντα.
Μια μέρα που μιλούσε στο τηλέφωνο έβαψα τα χείλη μου και τον φίλησα στο στόμα. Γελάσαμε πολύ με τον αδερφό μου. Εκείνος όμως δεν γέλασε καθόλου. Θύμωσε. Μου έδωσε μια και με έστειλε στο δωμάτιό μου να κοιμηθώ νηστικός. Καθόλου δεν με νοιάζει.
Φοβάμαι. Αυτός ο ίσκιος πλάι στον πατέρα μεγαλώνει τις νύχτες. Το λέω ψιθυριστά στον μεγάλο μου αδερφό, πριν με πάρει ο ύπνος, αλλά δε με πιστεύει.
Θέλω να του πω και για το μαύρο κουτί μέσα στο κεφάλι μου, αλλά εκείνος θα τεντώσει τα χέρια μου και θα ουρλιάζει σαν αεροπλάνο.
Γιατί με κοιτάζει τρομαγμένος ο πατέρας;
Χθες ήταν τα γενέθλιά του. Του έκανα μια ζωγραφιά. Την έβαλα πάνω στο μαξιλάρι του. Μια βροχή και εμένα να χορεύω πάνω στο ουράνιο τόξο. Ο πατέρας συνέχεια μιλούσε στο τηλέφωνο. Εγώ με τον αδερφό μου τρέχαμε γύρω από το γιορτινό τραπέζι ουρλιάζοντας το happy birthday. «Επιτέλους!» είπε η μητέρα. «Δεν είναι μόνο τα χρόνια πολλά…»
Την επομένη, στη γιορτή του σχολείου, όταν ήρθε η σειρά μου στο κουκλοθέατρο, «η οικογένεια στον ζωολογικό κήπο», όλοι πήραν τη θέση ενός ζώου και κατασπαράχτηκαν· εκτός από μένα.
Εγώ είπα: «είμαι μωρό». Το μωρό είπε «έμεινα μόνος».
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ
Στον Γιώργο Βέη
Ανήμερα Χριστούγεννα
πλατεία Αμερικής·
τα περιστέρια και οι μετανάστες
Πόσα δέντρα πόσους κοκκινολαίμηδες
πόσα ρόδινα σύννεφα·
ήθελες
Η συνάδελφος από το απέναντι γραφείο
-με ladose- μου χαμογελάει
ερήμην της
*
Μα αν καταργήσω τις λέξεις
θα προσκρούσω στα πράγματα·
θα διαλυθώ
(Από τη συλλογή Αόρατο Τρωκτικό, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013.)