Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Μαρία Θαμπράνο - Ο τάφος της Αντιγόνης [απόσπασμα]

 


Στο σπίτι μας μεγαλώνουμε σαν τα φυτά, σαν τα δέντρα. Η παιδική μας ηλικία είναι ακόμα εκεί, δεν έχει φύγει, μα έχει ξεχαστεί. Στο σπίτι μας, στον κήπο μας, δεν είναι ανάγκη να τα έχουμε όλα συνεχώς γύρω μας, με την ψυχή συνεχώς στο στόμα, όλη μας τη ζωή σε αγωνία. Όχι. Στο σπίτι μας ξεχνούμε, ξεχνιόμαστε. Η πατρίδα, το σπίτι μας, είναι πάνω απ’ όλα ο τόπος όπου μπορούμε να ξεχνιόμαστε. Γιατί αυτό που έχεις αποθέσει σε μια γωνιά δεν χάνεται. Κι αρκεί μια μέρα να λάμψει το φως με έναν συγκεκριμένο τρόπο για να αναδυθεί κάτι που έμοιαζε για πάντα χαμένο, σαν να βγήκε απ’ τη θάλασσα, καθαρό και γεμάτο ζωή. Κι αν αυτό το κάτι είναι μια θλίψη, βρίσκεις ανακούφιση αφήνοντάς τη σε μιαν άκρη για να την αναζητήσεις όταν θα έχεις το κουράγιο.

Γιατί οι σιωπές του σπιτιού κι η βουή, αυτός ο βόμβος των μελισσών που πάνω κι έρχονται, σε εξαγνίζει και σε συντροφεύει. Μαζί κι αυτός ο ατέλειωτος και διαρκώς ανανεούμενος, σαν τη Θάλασσα, χρόνος.

Έτσι είναι η Πατρίδα, Θάλασσα που υποδέχεται το ποτάμι του πλήθους. Αυτό το πλήθος που μέσα του ούτε ξεχωρίζει ούτε χάνεται κάποιος, ο Λαός, όπου ζωντανοί και νεκροί βαδίζουν στον ίδιο ρυθμό.

Και βγαίνοντας από αυτή τη θάλασσα, από αυτό το ποτάμι, ανάμεσα σε ουρανό και γη και τίποτε άλλο, πρέπει να μαζέψεις τα κομμάτια σου, να σηκώσεις το βάρος του εαυτού σου. Πρέπει να ενώσεις όλη την περασμένη ζωή σου, που γίνεται το παρόν σου, να σηκώσεις το βάρος του εαυτού σου. Πρέπει να ενώσεις όλη την περασμένη ζωή σου, που γίνεται το παρόν σου, και να την κρατήσεις σε εγρήγορση για να μη σέρνεται. Δεν πρέπει να σέρνεις ούτε το παρελθόν ούτε το παρόν σου. Την κάθε μέρα που περνά, πρέπει να τη σηκώνεις ψηλά και να την ενώνεις με όλες τις άλλες, να την κουβαλάς. Πρέπει να ανηφορίζεις συνεχώς. Αυτό είναι η εξορία, μια πλαγιά, ακόμα κι αν είναι στην έρημο. Μια πλαγιά πάντα ανηφορική και πάντα στενή, όσο πλατιά κι αν είναι η θέα που ξανοίγεται στο βλέμμα σου. Και πρέπει βέβαια να κοιτάς προς όλες τις μεριές, να έχεις τον νου σου παντού, σαν φρουρός στις εσχατιές της γης. Πρέπει όμως να κρατά κανείς την καρδιά του ψηλά, να τη σηκώνει για να μη βουλιάξει, να μη χαθεί. Και για να μη χαθεί κι ο ίδιος, σπάζοντας σε κομμάτια.


σελ. 90-91, εκδ. LOGGIA