ΧΑΜ: Πάει τελείωσε, Κλοβ, τελειώσαμε. Δε σε χρειάζομαι πια.
(Παύση.)
ΚΛΟΒ: Ευτυχής σύμπτωσις.
(Πάει προς την πόρτα.)
ΧΑΜ: Άσε μου το κοντάρι.
(Ο Κλοβ του δίνει το κοντάρι, πάει προς την πόρτα, στέκεται, κοιτάει το ξυπνητήρι, το ξεκρεμάει, ψάχνει να βρει καμιά καλύτερη θέση, πάει προς τη σκαλίτσα, τοποθετεί πάω στη σκαλίτσα το ξυπνητήρι, ξαναγυρνάει στη θέση του πλάι στην πολυθρόνα. Παύση.)
ΚΛΟΒ: Σ’ αφήνω.
(Παύση.)
ΧΑΜ: Προτού φύγεις, πες κάτι.
ΚΛΟΒ: Δεν έχω τίποτα να πω.
ΧΑΜ: Δυο λόγια… που να μπορώ να τα γυροφέρω… στην καρδιά μου.
ΚΛΟΒ: Στην καρδιά σου!
ΧΑΜ: Ναι. (Παύση. Με ορμή.) Ναι! (Παύση.) Μαζί μ’ όλα τ’ άλλα, στο τέλος, τους ίσκιους, τους ψίθυρους, όλα τα βάσανα, για να τελειώνουμε μια για πάντα. (Παύση.) Κλοβ… (Παύση). Δε μου είπε ποτέ κουβέντα. Και στο τέλος, προτού φύγει, χωρίς εγώ να του ζητήσω τίποτα, μου μίλησε. Μου είπε…
ΚΛΟΒ, απαυδισμένος: Α…
ΧΑΜ: Κάτι… από την καρδιά σου.
ΚΛΟΒ: Την καρδιά μου!
ΧΑΜ: Δυο λόγια… από την καρδιά σου.
ΚΛΟΒ, βλέμμα απλανές, άχρωμη φωνή: Μου είπαν, Έτσι είναι ο έρωτας, ναι, ναι, πίστεψέ με, βλέπεις τι –
ΧΑΜ: Μίλα πιο καθαρά!
ΚΛΟΒ: -τι εύκολο που είναι. Μου είπαν, Έτσι είναι η φιλία, ναι, ναι, σε βεβαιώ, δε χρειάζεται να ψάξεις άλλο. Μου είπαν, Εδώ είναι, στάσου, σήκωσε το κεφάλι σου και κοίτα αυτή την ομορφιά. Αυτή την τάξη! Μου είπαν, Έλα τώρα, δεν είσαι δα κανένα ζώο, σκέψου τα αυτά και θα δεις πως όλα γίνονται ξεκάθαρα. Και απλά! Μου είπαν, Όλους αυτούς τους λαβωμένους που πεθαίνουν, με τι επιστημονική φροντίδα τους κοιτάνε. (Παύση.) Λέω στον εαυτό μου, Καμιά φορά, Κλοβ, πρέπει να καταφέρεις να δεινοπαθείς καλύτερα, αν θες να βαρεθούν να σε τιμωρούν – κάποτε. Λέω στον εαυτό μου, Καμιά φορά, Κλοβ, πρέπει να κάνεις πιο αισθητή την παρουσία σου, αν θες να σ’ αφήσουν να φύγεις – κάποτε. Μα νιώθω πολύ γέρος, και πολύ απόμακρος, για να μπορέσω ν’ αλλάξω συνήθειες. Δε θα τελειώσει λοιπόν ποτέ, δε θα φύγω ποτέ. (Παύση.) Ωσότου μια μέρα, ξαφνικά, τελειώνει, αλλάζει, δεν καταλαβαίνω, πεθαίνει ή πεθαίνω εγώ, ούτε αυτό το καταλαβαίνω. Ρωτάω τις λέξεις που απομένουν – ύπνος, ξύπνος, βράδυ, πρωί. Δεν έχουν τίποτα να πουν. (Παύση.) Ανοίγω την πόρτα του κελιού και φεύγω. Έχω τόσο καμπουριάσει που δεν βλέπω παρά τα πόδια μου, αν ανοίξω τα μάτια, κι ανάμεσα στις κνήμες μου λίγη μαυριδερή σκόνη. Λέω πως η γη έσβησε, μόλο που δε θυμάμαι να την είδα ποτέ να φέγγει. (Παύση.) Δεν χρειάζεται πια προσπάθεια. (Παύση.) Όταν θα σωριαστώ, θα κλάψω από ευτυχία.
(Παύση. Πάει προς την πόρτα.)
ΧΑΜ: Κλοβ! (Ο Κλοβ σταματάει χωρίς να γυρίσει προς τον Χαμ. Παύση.) Τίποτα. (Ο Κλοβ προχωρεί.) Κλοβ! (Ο Κλοβ σταματάει χωρίς να γυρίσει.)
ΚΛΟΒ: Είναι αυτό που λέμε: απέρχεται της σκηνής.
ΧΑΜ: Σ’ ευχαριστώ, Κλοβ… για τις υπηρεσίες σου.
ΚΛΟΒ, γυρνάει απότομα: Α, συγγνώμη, εγώ σ’ ευχαριστώ.
Μπέκετ, Σ. 2000. Το τέλος του παιχνιδιού, μτφ Κωστής Σκαλιόρας, εκδ. Ύψιλον, σελ.61-63
