Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Μάσα Καλέκο - Enfant terrible






Η Mascha Kaleko (Μάσα Καλέκο) -το πραγματικό της όνομα ήταν Γκόλντα Μάλκα Άουφεν- υπήρξε γερμανόφωνη ποιήτρια, της οποίας η γραφή εντάσσεται στη κίνηση του «κοινωνικού ρεαλισμού». Γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1907 στο Chrzanow της Γαλικίας, περιοχή που τότε ανήκε στην Αυστροουγγαρία και σήμερα στην Πολωνία, και πέθανε  στις 21 Ιανουαρίου 1975 στη Ζυρίχη.








 Έχω
Πια μια -
Έχω μια κούκλα
Κλέψει.
Αυτή που ήθελα,
Δεν την απόκτησα ποτέ.
Πέρασαν τρία γενέθλια
Και ύστερα μου πήραν μια με μάτια λουλακιά,
μαλλιά από σελιλόιντ:
συχνά είναι το Παρόμοιο χειρότερο απ΄το Καθόλου.
Τώρα έχω μια
(κλέψει.)






Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Δ. Ραβάνης - Ρεντής - Μικρή Ομάς Αναρχικών


Στον Δημήτρη Ρεντή θα αναφερθώ σε μελλοντική ανάρτηση, που θα μπορώ να αφιερώσω τον χρόνο που αξίζει σε αυτό το σπουδαίο ποιητή. Γιατί μες στους άλλους... έγραφε κι αυτός. 




«Μικρή ομάς αναρχικών εξεμεταλλεύθη...»

Θα βρούνε δυο - τρεις εργάτες να πιάσουν,
πρέπει, οπωσδήποτε,
γιατί οι πολίτες θύμωσαν:
«Τα παιδιά, οι σπουδαστές μας, τα καλύτερα παιδιά μας!»
Γι' αυτό ο νόμος πήρε διαταγή
να μαζέψει κι άλλους εργάτες, πρωί - πρωί.
«Ε, συ! Ταυτότητα!»
Πρέπει ν' αλλάξει η σύνθεση των συλληφθέντων,
να υπάρχουν πολλοί οικοδόμοι, ηλεκτρολόγοι, άνεργοι,
να ξεχάσει ο κόσμος «τα καλύτερα παιδιά μας».
Να φοβηθεί.
Να μαζευτεί.

«Μικρή ομάς αναρχικών
αναμεμειγμένη μεταξύ των σπουδαστών...»

Άρχισε να χιονίζει.


Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Χ. Μίλλερ - Ο Τροπικός του Καρκίνου (αποσπάσματα)




Ξεκίνησα να διαβάζω τον Τροπικό του Καρκίνου, έχοντας ακούσει τόσα πολλά για τον συγγραφέα του και κυρίως για το πόσο βοήθησε να απομυθοποιηθεί η ερωτική λογοτεχνία, οι ρεαλιστικές περιγραφές και η χρήση λέξεων που- ακόμα και σήμερα- σπάνια χρησιμοποιούνται στη λογοτεχνία. Διαβάζοντας αυτό το ογκώδες βιβλίο με τις ατέλειωτες περιγραφές, τις περιπέτειες, τους ακούραστους φίλους του και τις μακροσκελείς εξομολογήσεις του Μίλλερ, δεν ήταν τόσο το Παρίσι που συνήθως συνοδευόταν στο μυαλό μου με ένα αχνό κίτρινο και πότε γκρι χρώμα, ούτε η περίοδος του Μεσοπολέμου, που όλα φάνταζαν απλά και ήρεμα πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που με εντυπωσίασε... ήταν όλα αυτά που κουβαλούσε ο συγγραφέας στο κεφάλι του, οι σκέψεις που έκανε- το γεγονός ότι εγώ συν τοις άλλοις ακολουθούσα έναν συγγραφέα, που μοναδική κληρονομιά του ήταν ένα καπέλο, ένα ζευγάρι παπούτσια, μια αλλαξιά, μία γραφομηχανή. Το μοναδικό άπειρο πάνω του ήταν τα χαρτιά στα οποία έγραψε το έργο του. 

[Πληροφορίες: το βιβλίο άρχισε να γράφεται το 1931 και εκδόθηκε το 1934 με τη χρηματική βοήθεια της Αναΐς Νιν. Το 1939 ο Χένρι Μίλλερ εγκαταλείπει το Παρίσι, αφού δημοσιεύθηκε και το δεύτερο βιβλίο του "Ο Τροπικός του Αιγόκερω". Ωστόσο, στις ΗΠΑ τα έργα του δεν εκδίδονται νωρίτερα από το 1960.] 


~ ~ ~

Υπάρχουν μέρες, μολαταύτα, με τον ήλιο να λάμπει κι εμένα να βγαίνω απ’τα συνηθισμένα μονοπάτια και να τη λαχταρώ σαν τρελός. Μια στις τόσες, παρά την αλαμπή μου ικανοποίηση, κάθομαι και σκέφτομαι έναν άλλο τρόπο ζωής, κάθομαι και αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν αλλιώτικα τα πράγματα αν είχα ένα νεαρό, σφριγηλό, αεικίνητο πλάσμα στο πλάι μου. Το πρόβλημα είναι ότι μετά βίας θυμάμαι πώς είναι η όψη της ή, ακόμα, πώς είναι να τη σφίγγω στην αγκαλιά μου. Όλα όσα ανήκουν στο παρελθόν φαίνεται να έχουν καταποντιστεί – έχω αναμνήσεις, αλλά οι εικόνες έχουν χάσει τη ζωντάνια τους, μοιάζουν νεκρές και ασύνδετες, σαν μούμιες φαγωμένες απ’το χρόνο και κολλημένες σ’ ένα τέλμα. Κάθε που πασχίζω ν’αναθυμηθώ τη ζωή μου στη Νέα Υόρκη, το μόνο που φτάνει στο μυαλό μου είναι θραύσματα γεμάτε σκλήθρες, εφιαλτικά και καλυμμένα με χαλκοπράσινη σκουριά. Φαίνεται πως η κανονική μου ύπαρξη είχε φτάσει σ’ένα κάποιο τέρμα, αλλά πού ακριβώς δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Δεν είμαι Αμερικανός πια, μήτε Νεοϋορκέζος, κι ακόμα λιγότερο Ευρωπαίος, ή έστω Παριζιάνος. Δεν έχω καμία υπηκοότητα, ευθύνη καμιά, μήτε μίση, μέριμνες, διόλου προκαταλήψεις, πάθη μηδέν. Δεν είμαι υπέρ, δεν είμαι και κατά. Είμαι ουδέτερος.

Είναι αδύνατον να κοιτάξεις έστω και μια γωνίτσα των ονείρων του δίχως να αισθανθείς το φούσκωμα του κύματος και τη δροσιά του αφρού. Κι αυτός, ο Ματίς, στο δοιάκι να στέκει ατενίζοντας με ακλόνητα γαλάζια μάτια το χαρτοφυλάκιο του χρόνου. Ω, σε τι αλαργινές γωνιές έχει ρίξει τη μακριά, λοξή ματιά του! Κοιτάζοντας πέρα από το αχανές ακρωτήριο της μύτης του έχει δει τα πάντα – τις Κορδιλιέρες που πέφτουν μες στον Ειρηνικό, την ιστορία της Διασποράς όπως είναι αποτυπωμένη στην περγαμηνή, φωτοφράκτες να μελωδούν με το θρόισμα της ακρογιαλιάς, το πιάνο να καμπυλώνει σαν κοχύλι, στεφάνες ανθέων να αναδίνουν διαπασών φωτός, χαμαιλέοντες να συστρέφονται σπασμωδικά κάτω από το βάρος βιβλίων, σεράγια ν’αφανίζονται αφήνοντας ωκεανούς κονιορτού, μουσική να ξεχύνεται σαν φωτιά μέσα από την κρυμμένη χρωμόσφαιρα της οδύνης, σπόρια και μικροοργανισμοί να γονιμοποιούν τη γη, ομφαλοί να εμέσσουν τους λαμπρούς γόνους της αγωνίας… Είναι ο έξοχος σοφός, ένας μάντης χορευτής που, με μια κίνηση του χρωστήρα, αφαιρεί το άσχημο ικρίωμα όπου το σώμα του ανθρώπου είναι αλυσοδεμένο από τα αδιάσειστα γεγονότα της ζωής. Αυτός είναι, ναι αυτός, αν κάποιος σήμερα έχει το χάρισμα, αυτός γνωρίζει πού να διαλύσει μιαν ανθρώπινη μορφή, αυτός έχει το σθένος να θυσιάσει μιαν αρμονική γραμμή προκειμένου να ανιχνεύσει το ρυθμό και το μουρμουρητό του αίματος, αυτός παίρνει το φως που έχει διαθλαστεί εντός του και το αφήνει να πλημμυρίσει την παλέτα των χρωμάτων.

Τα πάντα είναι γκρίζα, μακάβρια, σφύζουν από ευθυμία, πρησμένα από μέλλον, σαν φλεγμονή στα ούλα. Μεθυσμένος από τούτο το έκλυτο έκζεμα του μέλλοντος, τρεκλίζω ίσαμε την πλατεία Βιολέ, τα χρώματα να είναι ιώδη όλα και φαιοκύανα, τα ανώφλια τόσο χαμηλά ώστε μονάχα νάνοι και καλικάντζαροι μπορούν χωλαίνοντας να μπουν∙ πάνω από το μουντό κρανίο του Ζολά, οι καμινάδες ξερνάνε καθαρή κοκαΐνη, ενώ η Παναγία των Σάντουιτς αφουγκράζεται με αυτιά σαν λάχανα το κόχλασμα των δεξαμενών του αερίου, αυτά τα όμορφα, παραφουσκωμένα βατράχια που κάθονται ανακούρκουδα στην άκρη του δρόμου.

Είμαι απάνθρωπος! Το λέω μ’ένα τρελό παραισθησιακό χαμόγελο, και θα συνεχίσω να το λέω ο κόσμος να χαλάσει. […] Πλάι πλάι με την ανθρώπινη φυλή οδεύει και μια άλλη ράτσα όντων, η ράτσα των απάνθρωπων, η ράτσα των καλλιτεχνών που, κεντρισμένοι από άγνωστες παρορμήσεις, παίρνουν τη δίχως ζωή μάζα της ανθρωπότητας και, με τον πυρετό και τον αναβρασμό που της προσδίδουν, μετατρέπουν αυτή τη λασπώδη ζύμη σε άρτο, και τον άρτο σε οίνο, και τον οίνο σε τραγούδι. Από το νεκρό κοπρόχωμα και την αδρανή σκωρία, οι καλλιτέχνες γεννάνε ένα τραγούδι που μεταδίδεται και μολύνει. Βλέπω αυτή την άλλη ράτσα να λεηλατεί το σύμπαν, να ανατρέπει τα πάντα, ενώ τα πόδια τους κινούνται πάντα μες στο αίμα και στα δάκρυα, τα χέρια τους είναι πάντα αδειανά, πάντα πασχίζουν το πέραν να αδράξουν, τον Θεό που είναι τόσο απροσπέλαστος. […] Βλέπω πως όταν ξεριζώνουν τα μαλλιά τους στην προσπάθεια τους να καταλάβουν, να κατακτήσουν αυτό που μένει πάντα απρόσιτο, βλέπω πως όταν αλαλάζουν σαν τρελαμένα τέρατα και ξεσκίζουν και ξεκοιλιάζουν, βλέπω ότι αυτό είναι το σωστό, ότι δεν υπάρχει άλλη ατραπός ν’ακολουθήσεις. […] Όλα τα υπόλοιπα είναι κίβδηλα, όλα τα υπόλοιπα είναι ανθρώπινα. Όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στη ζωή και την αζωία.

Σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες περιπλανήθηκα, και στον Καναδά, και στο Μεξικό. Η ίδια ιστορία παντού. Αν θες ψωμί, πρέπει ν’αφήσεις να σε ζέψουν, να μπεις στην κρεατομηχανή. Σε όλο τον πλανήτη, μια γκρίζα έρημος, ένα χαλί από ατσάλι και τσιμέντο. Η Παραγωγή! Όλο και περισσότερες βίδες και παξιμάδια, όλο και περισσότερο συρματόπλεγμα, όλο και περισσότερες σκυλοτροφές, όλο και περισσότερες μηχανές για να κουρεύεις το γκαζόν, όλο και περισσότερα ρουλεμάν, όλο και περισσότερα εκρηκτικά, όλο και περισσότερα άρματα μάχης, όλο και περισσότερα δηλητηριώδη αέρια, όλο και περισσότερο σαπούνι, όλο και περισσότερες οδοντόκρεμες, όλο και περισσότερες εφημερίδες, όλο και περισσότερη εκπαίδευση, όλο και περισσότερες εκκλησίες, όλο και περισσότερες βιβλιοθήκες, όλο και περισσότερα μουσεία. Εμπρός! Ο χρόνος πιέζει. Το έμβρυο σπρώχνει το στόμιο της μήτρας, και δεν υπάρχει μήτε στάλα σάλιο να διευκολύνει την έξοδό του. Μια στεγνή στραγγαλιστική γέννα. Μήτε κλάμα μήτε τιτίβισμα. Salut au monde! Χαιρετισμός από είκοσι ένα κανόνια που βροντάνε από το απευθυσμένο.

Σκεφτόμουν όλο εκείνο τον καιρό που είχα χαραμίσει για να διαβάζω Βιργίλιο ή να τσαλαβουτάω σε ακατανόητες παρλαπίπες όπως το Χέρμαν και Δωροθέα. Τι παραφροσύνη! Μάθηση, αυτή η άδεια ψωμιέρα! Σκέφτηκα τον Καρλ που ξέρει να απαγγέλει τον Φάουστ από το τέλος προς την αρχή, που ποτέ δεν γράφει ένα βιβλίο δίχως να εγκωμιάσει παράφορα τον αθάνατο, αδιάφθορο Γκαίτε του. Κι ωστόσο, δεν έχει νου και γνώση να βάλει καμιά πλούσια να του αγοράσει μια αλλαξιά εσώρουχα. Υπάρχει κάτι το αισχρό σ’αυτή ην αγάπη για το παρελθόν που καταλήγει στις ουρές των απόρων και στα αμπριά. Υπάρχει κάτι αισχρό σ’αυτόν τον πνευματικό γκανγκστερισμό που επιτρέπει σ’έναν ηλίθιο να ραντίζει με αγιασμό τις Μεγάλες Βέρθες, και τα πανίσχυρα θωρηκτά, και τα τρομερά εκρηκτικά. Κάθε άνθρωπος με υπερβολική δόση κλασικών σπουδών είναι ένας εχθρός της ανθρώπινης φυλής. 

[Εκδόσεις Μεταίχμιο]


Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Από την Παλαιστίνη με αγάπη...




Το ποίημα το έγραψε η  Rafeef Ziadah σαν απάντηση όταν ένας δημοσιογράφος την ρώτησε: "Δεν πιστεύετε ότι όλα θα είχαν επιλυθεί αν σταματούσατε να διδάσκετε στα παιδιά σας το μίσος;" Κι όλα αυτά τη στιγμή που ο πόλεμος στη Γάζα είχε ξεκινήσει για μία ακόμη φορά. 

~ ~ ~

ΔΙΔΑΣΚΟΥΜΕ ΖΩΗ, ΚΥΡΙΕ 

Σήμερα το σώμα μου ήταν μια τηλεοπτική σφαγή
Σήμερα το σώμα μου ήταν μια τηλεοπτική σφαγή που έπρεπε να χωρέσει στο ηχητικό και το όριο λέξεων
Σήμερα το σώμα μου ήταν μια τηλεοπτική σφαγή που έπρεπε να χωρέσει στο ηχητικό και στο όριο λέξεων που ήδη είχε ξεπεραστεί με στατιστικούς υπολογισμούς του μέτρου ανταπόκρισης
Τελειοποίησα τα αγγλικά μου και έμαθα όλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ
Αλλά και πάλι, με ρώτησε, δεσποινίς Ziadah, δεν νομίζετε ότι όλα θα είχαν λυθεί αν απλά σταματούσατε να διδάσκετε τόσο μίσος στα παιδιά σας;

Παύση

Ψάχνω μέσα μου για τη δύναμη να δείξω υπομονή, αλλά η υπομονή δεν βρίσκεται στην άκρη της γλώσσας μου τη στιγμή που οι βόμβες πέφτουν στη Γάζα
Η υπομονή μόλις μου ξέφυγε
Παύση. Χαμόγελο.
Διδάσκουμε ζωή, κύριε.
Rafeef, μην ξεχνάς να χαμογελάς.

Παύση

Διδάσκουμε ζωή, κύριε
Εμείς, οι Παλαιστίνιοι, διδάσκουμε ζωή όταν αυτοί έχουν καταλάβει και τον τελευταίο ουρανό
Διδάσκουμε ζωή, αφού μετά τον τελευταίο ουρανό, έχτισαν τους εποικισμούς τους και τα τείχη του Απαρτχάιντ
Διδάσκουμε ζωή, κύριε

Αλλά σήμερα το σώμα μου ήταν μια τηλεοπτική σφαγή, στριμωγμένο ώστε να χωράει στο ηχητικό και στο όριο λέξεων
Και απλά πέστε μας μια ιστορία, μια ανθρώπινη ιστορία
Βλέπετε, δεν είναι πολιτικό το θέμα
Θέλουμε απλά να πούμε στους ανθρώπους για σας και τον λαό σας, οπότε πείτε μας μια ανθρώπινη ιστορία
Μην πείτε τις λέξεις “απαρτχάιντ” και “κατοχή”
Το θέμα δεν είναι πολιτικό
Πρέπει να με βοηθήσετε, ως δημοσιογράφο, να σας βοηθήσω να πείτε την ιστορία σας που δεν είναι πολιτική

Σήμερα, το σώμα μου ήταν μια τηλεοπτική σφαγή
Μήπως να μας πείτε την ιστορία για τη γυναίκα από τη Γάζα που χρειάζεται φάρμακα;
Μήπως εσείς;
Έχετε αρκετά σπασμένα κόκκαλα για να καλύψετε τον ήλιο;
Παραδώστε μου τους νεκρούς σας και δώστε μου τη λίστα με τα ονόματα τους με όριο τις 1200 λέξεις
Σήμερα, το σώμα μου ήταν μια τηλεοπτική σφαγή που έπρεπε να χωρέσει στο ηχητικό και στο όριο λέξεων και να συγκινήσει όσους έχουν αναισθητοποιηθεί απέναντι στο αίμα των τρομοκρατών
Αλλά λυπήθηκαν
Λυπήθηκαν για τις αγελάδες πάνω από τη Γάζα
Κι έτσι, τους δίνω ψηφίσματα του ΟΗΕ και στατιστικές και καταδικάζουμε και θρηνούμε και απορρίπτουμε
Κι αυτές οι δύο πλευρές δεν είναι ισότιμες: κατακτητής και κατακτημένος
Και εκατό νεκροί και διακόσιοι νεκροί και χίλιοι νεκροί
Και ανάμεσα έγκλημα πολέμου και σφαγή, και εξαπολύω λέξεις και χαμογελάω “όχι εξωτική”, χαμογελάω “όχι τρομοκράτης”
Και ξαναμετράω, ξαναμετράω, εκατό νεκροί, χίλιοι νεκροί

Υπάρχει εκεί έξω κανείς;

Θα ακούσει κανείς;

Μακάρι να μπορούσα να θρηνήσω εκεί τα σωματά τους
Μακάρι να μπορούσα να τρέξω ξυπόλυτη σε κάθε καταυλισμό προσφύγων και να αγκαλιάσω κάθε παιδί, να του κλείσω τ΄αυτιά ώστε να μην αναγκάζεται να ακούει τους ήχους από τις βόμβες για το υπόλοιπο της ζωής του, σαν κι εμένα

Σήμερα, το σώμα μου ήταν μια τηλεοπτική σφαγή
Και ακούστε να σας πω,
Τίποτε δεν έκαναν ποτέ τα ψηφίσματα του ΟΗΕ γι’αυτό
Και κανένα ηχητικό, κανένα ηχητικό, κανένα ηχητικό δε θα τους φέρει πίσω
Κανένα ηχητικό δεν μπορεί να διορθώσει την κατάσταση

Διδάσκουμε ζωή, κύριε

Διδάσκουμε ζωή, κύριε

Εμείς, οι Παλαιστίνιοι, ξυπνάμε κάθε πρωί για να διδάξουμε όλο τον υπόλοιπο κόσμο ζωή.




(ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά Jaquou Utopie)


Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Ι. Καρυστιανή - Κουστούμι στο χώμα (απόσπασμα)


Κυριακή, 16 Αυγούστου, ο δαχτυλιδομέσης ψηλέας, μαχμουρλής αν και κόντευε μεσημέρι, γέμισε ξέχειλα δυο τσικουδοπότηρα, τσούγκρισε, ήπιε το ένα κι έχυσε το δεύτερο στο καφτό μάρμαρο στον τάφο του πατέρα του, είχε πάει να τον αποχαιρετήσει. 
Τα δέντρα έφυγαν, οι δρόμοι έφυγαν, τα σπίτια έφυγαν, ερημώνουμε, είχε γράψει το 1970 στο Λίνκολν Ιλλινόις ο μακαρίτης, ζητώντας από την κουνιάδα του Αθανασία να αναλάβει τη φροντίδα του μοναχογιού του και φιλιότσου της, επιστολή που ο Κυριάκος είχε βρει μόλις προ τριμήνου, όταν δέησε να ξεσκαρτάρει τη νάιλον σακούλα όπου η νονά φυλούσε τις αλληλογραφίες. Αθανασία, ευχές για ένα χριστιανικό Πάσχα, Αθανασία, χρόνια πολλά για την ονομαστική σου εορτή, ανάκατες οι κάρτες του σογιού με κάρτες από επαρχιακά καζίνα, ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας στο Μαϊάμι, φυλλάδια από την Αδελφότητα Κρητών Σικάγου και ημερολόγια τσέπης από το Σύλλογο Κρητών "Μίνως" Νέας Υόρκης.
Ο Κυριάκος Ρουσιάς κρέμασε στο σταυρό του τάφου τον παναμά του μ' έναν καντιφέ περασμένο στη μαύρη κορδέλα, τα δέντρα έφυγαν, μπαμπά, μονολόγησε, αλλά τα τελευταία χρόνια πάει καλά η γιαλιά, ήρθε η Γερμανία, ήρθε η Σουηδία, πέσανε λεφτά, τα οικοπεδάκια σου, μπαμπά, πήρανε αξία.
Μικρός ένιωθε ότι απογοήτευε τον πατέρα του γιατί δεν του έμοιαζε, εκείνος, πότε σκέτη αταραξία, αναισθησία, ασυγκινησία, πότε νεφεληγερέτης Ζευς, που γουδοκοπάνιζε τα πλάσματα του σπιτιού και το βλαστημίδι πήγαινε σύννεφό. 

Ο ίδιος, λεπτοκόκαλος σαν άδειο αραχνοϋφαντο κουστουμάκι, φοβόταν τα αρειμάνια ένοπλα ασκυφιωτάκια, ανωπολιτάκια και λοιπά παλικαράκια, βούλωνε τα αυτιά στα καφενεία, να μην ακούει τις λαϊκές ρίμες για τα παλικάρια τω Σφακιώ που άδικα θα χαθούσι και τα Σφακιά παράδικα ήθελε σκλαβωθούσι κι όταν νόμιζε πως θα τον κάψει ο πυροκοκκινισμένος ουρανός, έψαχνε να χώσει το χεράκι του στην ασφάλεια της πατρικής παλάμης, να ατενίζει και να ξύνει την τρύπα στο βαρύ δαχτυλίδι του μπαμπά του, απ΄ όπου είχε ξεκολλήσει και χαθεί η ρουμπινί δαχτυλιδόπετρα.
Μεγάλωσε μακριά. Με τον πατέρα του δεν είχε κάνει ποτέ τη συνηθισμένη μεταξύ αντρών κουβέντα, αφού αποπιούν τον καφέ κάτω από τον πρίνο, με τα χέρια στις τσέπες να περπατήσουν πλάι πλάι στα κατσοπρίνια της μαδάρας και να υπολογίσουν τι συμφέρει στην τσέπη, να ξεπουλήσουν τα αμπέλια και να χτίσουν κάτω στο Λιβυκό, να βάλουν πατάτα ή άνυδρη ντομάτα, να επενδύσουν σε τρακτέρ ή καινούργιο αγροτικό.
Αυτά ήθελε να κουβεντιάσει. Οι είκοσι πέντε ημέρες στον γενέθλιο ορεινό όγκο και η μία νύχτα, ξημερώνοντας της Παναγίας, είχαν καλύψει το άλλο θέμα.
Ακούσιος εκπατρισμένος, εκούσιος λιποτάχτης επί είκοσι οχτώ χρόνια ένιωθε αποστροφή για το έμπυο απόστημα των οικογενειακών, για τους κρημνοδίαιτους ομορφάντρες, οι ίδιοι θύτες ένα Απρίλη, οι ίδιοι θύματα έναν Μάη. Τον εξουθένωναν και οι βαρυπενθούσες που εναντιολογούσαν με λέξεις ή με ένα μάτι πετροκάρβουνο, που αργούσε να ανάψει και μετά δεν έλεγε να σβήσει. Καλιά 'ναι η μάνα του φονιά παρά του σκοτωμένου, λέγαν, η μάνα των διδύμων ήταν και τα δύο.

Για τον Κυριάκο Ρουσιά του Λίνκολν Ιλλινόις, της Νέας Υόρκης, του Σικάγου, της Φιλαδέλφειας και του Φρέντερικ όλα αυτά τα χρόνια ο λογαριασμός ήταν κλειστός. Τον άνοιξε τον Αύγουστο του '98. Όχι για να σκοτώσει τον φονιά του πατέρα του, μπα.
Στα σαράντα τρία του, δε γινόταν να κλείνει ακόμη τα μάτια και να αρνείται την πραγματικότητα, χρειαζόταν ανοιχτό το λογαριασμό με τους ζωντανούς και τους πεθαμένους του, με το μακρύ νήμα των αναμνήσεων, που άλλοτε θέρμαιναν και άλλοτε κρύωναν την καρδιά του.
Η ημέρα ήταν διαυγής και οι εικόνες έρχονταν στα μάτια του πεντακάθαρες, η καμένη του γιαγιά ντυμένη με κίτρινη τουαλέτα να σεργιανάει στους αγγελοφύλακτους φάραγγες και η λαβή του μαχαιριού να εξέχει από το τσαντάκι της, η γιαγιά του κοντού να σαλιώνει δύο δάχτυλα και να πιέζει τα βλέφαρα του σκοτωμένου αντρός της να κλείσουν καλά, γιατί μάτια ανοιχτά σήμαιναν πως ο νεκρός θα έπαιρνε μαζί του κι άλλον από το ίδιο σπίτι, οι τρεις αδερφές του ξεμανίκωτες, ξαπλωμένες ανάσκελα στον παπαρουνόκαμπο να τον πιλατεύουν με αινίγματα, σιδερένιο τ' άλογο, μπαμπακερή η καρδιά του και, ακόμη και στο χουζούρι, να κοιτούν εξεταστικά γύρω τον ορίζοντα, αν παρέμενε άδειος.
Αγαπώ τις παπαρούνες γιατί μαδούνε μόνες τους, δε θέλουνε σαν τις μαργαρίτες να τις ξεπεταλώνεις, έλεγε εκεί στα δεκάξι ή στα δεκαεφτά της η Αντιγόνη, είχε ξεπεταλώσει μια χρονιά όλο το κίτρινο χωράφι της καμένης, μ' αγαπά δε μ' αγαπά, δεν την αγαπούσε ο τύπος που της άρεσε, έφυγε ναυτικός και δεν ξαναφάνηκε.

(Καστανιώτης, 2000)


Σ. Μπεκιώτη - Οι Γενναιόδωροι


Στην τελευταία σελίδα, πίσω- πίσω και κρυμμένη από τη γλυκύτητα των 23 χρονών έγραψε: 

Γάζες στα χέρια και τα πόδια.
Βούρδουλας.
Στραβωμένα κόκκαλα. 
Σκυλοτροφή.
"Φάτε με τα μουσούδια σας!"
Στρατόπεδα πορνείας. 
Οίκοι ανοχής που φύτρωναν
σαν μανιτάρια.
Μωβ γωνίες.
Καταναγκαστική εργασία, απλήρωτη.
Λύτρα της προδοσίας: αξόφλητα.
Ποτέ μη μας ξοφλήσετε.
Μια χάρη μόνο και πατσίσαμε:
Χαθείτε από μπροστά μας. 

(Από τη συλλογή Βήματα) 


Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Κ. Αγγελάκη- Ρουκ - Για την ποίηση

(Aπό τη συλλογή "ο θρίαμβος της απώλειας")

Στον Α.Φ.


Απαντώ στη φωνή σου
στους ανάλαφρους τόνους της ηλικίας σου:
το ποίημα δεν ειν' αυτά που είπαμε 
ούτε τα λίγ' ακόμη που θα ζήσω.
Δεν ειν' αυτά που μου 'δειξες αμίλητος
σα να μην ήτανε δικά σου ουτ' η δική μου
ένδεια
μπρος στους κήπους.
Κοίτα,
η λέξη μόνο βγαίνει
από τη λέξη
κι η ιδιοσυγκρασία της αναβλύζει
ολόκληρη
σα φύση.
Αποτυχαίνω στην ποίηση
όταν συγκεντρώνομαι στην
αιώνια έκφραση
του πρόσκαιρου
καί πληγωμένη
φτιάχνω τά προπλάσματα
της ανημποριάς μου.
Όμως όταν
το μέλλον με χόρτα
με νεύματα, νέφη και στάχτες 
όπως παλιά οι ζωώδεις φύσεις
των ποιητών 
τότε τ' ανάποδα άσπρα μάτια μου
ανθίζουν σαν βολβοί
και γίνονται χρησμοί
οι ελαφροί σου κυνισμοί
της νύχτας.