Κυριακή, 16 Αυγούστου, ο δαχτυλιδομέσης ψηλέας, μαχμουρλής αν και κόντευε μεσημέρι, γέμισε ξέχειλα δυο τσικουδοπότηρα, τσούγκρισε, ήπιε το ένα κι έχυσε το δεύτερο στο καφτό μάρμαρο στον τάφο του πατέρα του, είχε πάει να τον αποχαιρετήσει.
Τα δέντρα έφυγαν, οι δρόμοι έφυγαν, τα σπίτια έφυγαν, ερημώνουμε, είχε γράψει το 1970 στο Λίνκολν Ιλλινόις ο μακαρίτης, ζητώντας από την κουνιάδα του Αθανασία να αναλάβει τη φροντίδα του μοναχογιού του και φιλιότσου της, επιστολή που ο Κυριάκος είχε βρει μόλις προ τριμήνου, όταν δέησε να ξεσκαρτάρει τη νάιλον σακούλα όπου η νονά φυλούσε τις αλληλογραφίες. Αθανασία, ευχές για ένα χριστιανικό Πάσχα, Αθανασία, χρόνια πολλά για την ονομαστική σου εορτή, ανάκατες οι κάρτες του σογιού με κάρτες από επαρχιακά καζίνα, ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας στο Μαϊάμι, φυλλάδια από την Αδελφότητα Κρητών Σικάγου και ημερολόγια τσέπης από το Σύλλογο Κρητών "Μίνως" Νέας Υόρκης.
Ο Κυριάκος Ρουσιάς κρέμασε στο σταυρό του τάφου τον παναμά του μ' έναν καντιφέ περασμένο στη μαύρη κορδέλα, τα δέντρα έφυγαν, μπαμπά, μονολόγησε, αλλά τα τελευταία χρόνια πάει καλά η γιαλιά, ήρθε η Γερμανία, ήρθε η Σουηδία, πέσανε λεφτά, τα οικοπεδάκια σου, μπαμπά, πήρανε αξία.
Μικρός ένιωθε ότι απογοήτευε τον πατέρα του γιατί δεν του έμοιαζε, εκείνος, πότε σκέτη αταραξία, αναισθησία, ασυγκινησία, πότε νεφεληγερέτης Ζευς, που γουδοκοπάνιζε τα πλάσματα του σπιτιού και το βλαστημίδι πήγαινε σύννεφό.
Ο ίδιος, λεπτοκόκαλος σαν άδειο αραχνοϋφαντο κουστουμάκι, φοβόταν τα αρειμάνια ένοπλα ασκυφιωτάκια, ανωπολιτάκια και λοιπά παλικαράκια, βούλωνε τα αυτιά στα καφενεία, να μην ακούει τις λαϊκές ρίμες για τα παλικάρια τω Σφακιώ που άδικα θα χαθούσι και τα Σφακιά παράδικα ήθελε σκλαβωθούσι κι όταν νόμιζε πως θα τον κάψει ο πυροκοκκινισμένος ουρανός, έψαχνε να χώσει το χεράκι του στην ασφάλεια της πατρικής παλάμης, να ατενίζει και να ξύνει την τρύπα στο βαρύ δαχτυλίδι του μπαμπά του, απ΄ όπου είχε ξεκολλήσει και χαθεί η ρουμπινί δαχτυλιδόπετρα.
Μεγάλωσε μακριά. Με τον πατέρα του δεν είχε κάνει ποτέ τη συνηθισμένη μεταξύ αντρών κουβέντα, αφού αποπιούν τον καφέ κάτω από τον πρίνο, με τα χέρια στις τσέπες να περπατήσουν πλάι πλάι στα κατσοπρίνια της μαδάρας και να υπολογίσουν τι συμφέρει στην τσέπη, να ξεπουλήσουν τα αμπέλια και να χτίσουν κάτω στο Λιβυκό, να βάλουν πατάτα ή άνυδρη ντομάτα, να επενδύσουν σε τρακτέρ ή καινούργιο αγροτικό.
Αυτά ήθελε να κουβεντιάσει. Οι είκοσι πέντε ημέρες στον γενέθλιο ορεινό όγκο και η μία νύχτα, ξημερώνοντας της Παναγίας, είχαν καλύψει το άλλο θέμα.
Ακούσιος εκπατρισμένος, εκούσιος λιποτάχτης επί είκοσι οχτώ χρόνια ένιωθε αποστροφή για το έμπυο απόστημα των οικογενειακών, για τους κρημνοδίαιτους ομορφάντρες, οι ίδιοι θύτες ένα Απρίλη, οι ίδιοι θύματα έναν Μάη. Τον εξουθένωναν και οι βαρυπενθούσες που εναντιολογούσαν με λέξεις ή με ένα μάτι πετροκάρβουνο, που αργούσε να ανάψει και μετά δεν έλεγε να σβήσει. Καλιά 'ναι η μάνα του φονιά παρά του σκοτωμένου, λέγαν, η μάνα των διδύμων ήταν και τα δύο.
Για τον Κυριάκο Ρουσιά του Λίνκολν Ιλλινόις, της Νέας Υόρκης, του Σικάγου, της Φιλαδέλφειας και του Φρέντερικ όλα αυτά τα χρόνια ο λογαριασμός ήταν κλειστός. Τον άνοιξε τον Αύγουστο του '98. Όχι για να σκοτώσει τον φονιά του πατέρα του, μπα.
Στα σαράντα τρία του, δε γινόταν να κλείνει ακόμη τα μάτια και να αρνείται την πραγματικότητα, χρειαζόταν ανοιχτό το λογαριασμό με τους ζωντανούς και τους πεθαμένους του, με το μακρύ νήμα των αναμνήσεων, που άλλοτε θέρμαιναν και άλλοτε κρύωναν την καρδιά του.
Η ημέρα ήταν διαυγής και οι εικόνες έρχονταν στα μάτια του πεντακάθαρες, η καμένη του γιαγιά ντυμένη με κίτρινη τουαλέτα να σεργιανάει στους αγγελοφύλακτους φάραγγες και η λαβή του μαχαιριού να εξέχει από το τσαντάκι της, η γιαγιά του κοντού να σαλιώνει δύο δάχτυλα και να πιέζει τα βλέφαρα του σκοτωμένου αντρός της να κλείσουν καλά, γιατί μάτια ανοιχτά σήμαιναν πως ο νεκρός θα έπαιρνε μαζί του κι άλλον από το ίδιο σπίτι, οι τρεις αδερφές του ξεμανίκωτες, ξαπλωμένες ανάσκελα στον παπαρουνόκαμπο να τον πιλατεύουν με αινίγματα, σιδερένιο τ' άλογο, μπαμπακερή η καρδιά του και, ακόμη και στο χουζούρι, να κοιτούν εξεταστικά γύρω τον ορίζοντα, αν παρέμενε άδειος.
Αγαπώ τις παπαρούνες γιατί μαδούνε μόνες τους, δε θέλουνε σαν τις μαργαρίτες να τις ξεπεταλώνεις, έλεγε εκεί στα δεκάξι ή στα δεκαεφτά της η Αντιγόνη, είχε ξεπεταλώσει μια χρονιά όλο το κίτρινο χωράφι της καμένης, μ' αγαπά δε μ' αγαπά, δεν την αγαπούσε ο τύπος που της άρεσε, έφυγε ναυτικός και δεν ξαναφάνηκε.
(Καστανιώτης, 2000)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου