Δεν υπήρχαν ποτέ στην ιστορία ποιητές, άξιοι λόγου τουλάχιστον, που να είναι αφιερωμένοι σε ένα μόνο θέμα: ποιητές του πολέμου π.χ., ή της ειρήνης. Οι ποιητές έγραφαν για τον πόλεμο ή για την ειρήνη, όπως έγραφαν για όλα τα άλλα πράγματα, ανάλογα με την ευαισθησία, την τεχνική και την οπτική τους γωνία. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ποιητές εγκωμίαζαν με τους στίχους τους τις νίκες των κρατών τους, το θάρρος των στρατιωτών ή τη δειλία τους.
Θρήνοι και ιαχές
Οι παλαιοί Σάξωνες και οι Σκανδιναβοί ποιητές αποδέχονταν τον χαμό σαν κάτι αναπόφευκτο στον αγώνα για επιβίωση ή υστεροφημία. O πολύτροπος και χαμελαιοντικός Σαίξπηρ άλλοτε βλέπει τον πόλεμο με συμπόνοια και οργή, από την πλευρά των θυμάτων και άλλοτε σαν το αναπόφευκτο βάθρο, όπου πάνω του υψώνεται η μεγαλοσύνη των ηγετών. Αυτό δε σημαίνει ότι έπλεαν στη σχετικότητα κατευθυνόμενοι πότε από εδώ και πότε από εκεί, φυσημένοι από την πνοή του ταλέντου τους και μόνο. Είχαν ηθική συνείδηση, όπως δείχνουν οι στίχοι του Τσόσερ, οι εμπνευσμένοι από τον Εκατονταετή Πόλεμο μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας (1337-1453), του Κόλριτζ για τους φόβους της εισβολής στην Αγγλία, μετά το 1798, και κυρίως όπως το φανερώνουν οι στίχοι του κορυφαίου Ουόλτ Γουίτμαν για τον αμερικανικό εμφύλιο, στη δεκαετία του 1860. Ομως, θα νόμιζε κανείς ότι η οξυμένη, ηθική συνείδηση για τα δεινά του πολέμου, είναι προνόμιο των νεώτερων που ανδρώθηκαν μέσα σε πολιτικά, πιο πολύπλευρες κοινωνίες της Ευρώπης. Ομως, δεν είναι έτσι απλά. Μια ενδιαφέρουσα, γιατί συνάδουσα με το πνεύμα των καιρών, ανθολογία που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «101 ποιήματα εναντίον του πολέμου» (επιμ. Μάθιου Χόλις και Πολ Κίγκαν, εκδ. Φέιμπερ, 8,99 στερλίνες), δείχνει ότι και μοντέρνοι ποιητές, μέσα στην πολυφωνία τους θαυμάζουν και δοξολογούν πολεμικά κατορθώματα, όπως άλλωστε και ο Ουόλτ Γουίτμαν τις νίκες των Δημοκρατικών στον αμερικανικό εμφύλιο. Τούτο το βιβλίο, όμως, καταδείχνει και κάτι άλλο, ίσως πιο σημαντικό, που εμπεριέχεται στη λέξη «μοντέρνοι». Αυτή η λέξη, σε αντίθεση με τη λέξη «σύγχρονοι», σημαίνει εκείνους τους καλλιτέχνες που δεν υπήρξαν μόνο σύγχρονοι θεματικά, αλλά και μοντέρνοι τεχνοτροπικά. Δεν άλλαζαν μόνο θέματα, αντλώντας από τη σύγχρονη ζωή, αλλά μίλησαν σύγχρονα, επεμβαίνοντας στο λεξιλόγιο, τη γραμματική και το συντακτικό της γλώσσας τους. Αυτό τους έκανε μοντέρνους. Τούτο παρατηρείται, καθώς γράφει ο Αγγλος δαφνοστεφής ποιητής Αντριου Μόσιον στη «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», προς το τέλος του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στη λασπωμένη φρίκη και τα πτώματα του Δυτικού Μετώπου. Ποιητές σαν τον Ουίλφρεντ Οουεν, τον Σίγκφριντ Σασούν, τον Αϊβορ Γκέρνι, τον Αϊζαακ Ρόζενμπεργκ μαζί με άλλους, άρχισαν να γράφουν με τρόπους αμφισβητικούς, όχι μόνο του ίδιου του πολέμου, αλλά και των κυρίαρχων ποιητικών τρόπων και ορθοδοξιών. Το «γλυκύ και κόσμιον θανείν υπέρ πατρίδος» έγινε «το παλιό εκείνο ψέμα» και κατ' επέκτασιν, μεταμορφώθηκε και η στάση του ποιητή απέναντι στον πόλεμο. Σχολιάζοντας τα ποιήματά του που δεν έμελλε να ζήσει για να δει δημοσιευμένα, ο Ουίλφρεντ Οουεν έγραφε ότι «δεν μιλούν για ανδραγαθήματα, τόπους, κλέος, τιμή, κυριάρχηση και δύναμη. Μιλούν για τον πόλεμο και την οδύνη του πολέμου. Το θέμα δεν είναι η δοξολόγηση ατομικών πράξων θάρρους ή μνημείωση αδικοχαμένων (μολονότι μπορεί αυτά να είναι τα κύρια που θίγονται)? θέμα είναι να μην ηρωοποιηθεί ο πόλεμος». Και συνέχιζε λέγοντας ότι «αυτό που μπορεί να κάνει σήμερα ο ποιητής» είναι να υπενθυμίσει και να προειδοποιήσει. Γι' αυτό οι αληθινοί ποιητές πρέπει να είναι ειλικρινείς».
Το αξίωμα τούτο παρέμεινε απαρασάλευτο ακόμη και σε δίκαιους πολέμους που ακολούθησαν, όπως κατά του Χίτλερ. Στα ποιήματα λ.χ. του Κιθ Ντάγκλας γραμμένα στη διάρκεια της βορειοαφρικανικής εκστρατείας στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να βλέπει κανείς μια φαινομενική αμεριμνησία, από κάτω όμως αλάθητα ακούει την οιμωγή για τον πόνο, το ξόδεμα, τον θάνατο. Το ίδιο ισχύει και για κατοπινά ποιήματα με το Ολοκαύτωμα, το Βιετνάμ, τον πόλεμο του Κόλπου. Συστατικά στοιχεία των πιο αληθινών από αυτά είναι η «ειλικρίνεια» και η «συμπόνια». Φυσικά είναι και το σοκ που προκαλούν, πράγμα που οφείλεαι στην «ειλικρίνεια», αλλά μαζί συνοδεύεται και από την έκπληξη η οποία προέρχεται από τη «συμπόνια». H σύμμειξη των δύο οφείλεται στο εξής: ότι οι ποιητές δεν αντιδρούν μόνο στη φυσική και αναπόφευκτη πίεση που ασκεί ο πόλεμος πάνω σε κάθε άνθρωπο αλλά απέναντι και στην εμπειρία του πολέμου γενικά.
Στους ποιητές τούτης της ανθολογίας, βλέπει κανείς κάτι που λίγο και σπάνια συναντά στην προηγούμενη ποίηση την ευρωπαϊκή τουλάχιστον, γιατί στην παλιά, κινεζική ποίηση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και αυτό είναι ότι οι ποιητές ακόμη και όταν είναι εστιασμένοι στα ποιήματά τους, σε συγκεκριμένες φρίκες, τη σφαγή του Μάι Λάι π.χ. στο Βιετνάμ, αυτό στο οποίο προσβλέπουν, υψώνοντας το βλέμμα δεν είναι να σταματήσει μόνο αυτή η φρίκη, αλλά να σταματήσει η φρίκη γενικά και να επικρατήσει η ειρήνη γενικά: προσβλέπουν στην παγκόσμια ειρήνη. Από αυτήν την άποψη και ανεξάρτητα από το ύψος του καθενός ποιήματος, η ποίηση αυτή είναι κάλεσμα ανθρωπιάς. Και το γεγονός ότι η ανθολογία εμφανίζεται τώρα, μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα, την κάνει αξιότιμη και επίκαιρη.
Τα ανθρώπινα αισθήματα
Γιατί; Γιατί υπενθυμίζει όπως λέει ο Οουεν ότι η ποίηση μεταδίδει την ένταση των ισχυρότερων και αληθινότερων, ανθρώπινων αισθημάτων σε στιγμές κρίσης. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρει τον αναγνώστη ενώπιον της φρίκης του πολέμου και δείχνει ότι είναι έγκλημα να σηκώνει ο ένας τα όπλα εναντίον του άλλου.
Μιας και αναφέρθηκε το άρθρο στον Σ, Σασσούν, παρακάτω ακολουθεί ένα ποίημά του γραμμένο για την τραγωδία και την αλόγιστη θυσία της ανθρώπινης ζωής κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΕΠΙΘΕΣΗ
Στο χάραμα προβάλλει η κορυφογραμμή, πελώρια τεφρή
Μέσα στο αλύπητο του ήλιο πορφυρό πλάγιο βλέμμα
Και σιγοκαίει καθώς τουλίπες του καπνού αναδεύονται και κρύβουν
Την πληγωμένη απειλητική πλαγιά- το ένα μετά το άλλο τ'άρματα
Σερνάμενα σκαμπανεβάζουν προς το συρματόπλεγμα.
Ουρλιάζει ο φραγμός του πυροβολικού και χάνεται.
Ήρθε η στιγμή- αδέξια κορμιά σκυφτά από το βάρος
Χειροβομβίδες, όπλα, φτυάρια κι εξαρτύσεις φορτωμένα,
Σπρώχνονται, σκαρφαλώνουν για ν'ανταμώσουν της φωτιάς τα βέλη.
Γραμμές σταχτιές, πρόσωπα λιγομίλητα που τα σμιλεύει ο φόβος
Αφήνουν το χαράκωμα, το παραπέτο δρασκελίζουν
Και στο ρολόι του χεριού κυλάει ο χρόνος βιαστικός κι ανέκφραστος
Και η ελπίδα, με την κλεφτή ματιά και τη γροθιά σφιγμένη
Βουλιάζει μες στη λάσπη.
Ας ήταν να δοθεί ένα τέλος, Παναγιά μου!
(Σασσούν, 1918)