Όταν σκέφτομαι την πόλη που γεννήθηκα, το Μανχάταν που το σιγοτραγούδησε ο Ουίτμαν, με πιάνει μια αλλόκοτη μανία, κυριεύομαι από τυφλό θυμό. Νέα Υόρκη. Οι λευκές φυλακές, τα σκουληκιασμένα πεζοδρόμια, οι ουρές μπρος στα λαϊκά συσσίτια, τα οπιοπωλεία γιγάντια σαν παλάτια, οι μασκαράδες της, οι λεπροί της, οι δολοφόνοι της και πάνω απ’ όλα η μονοτονία των προσώπων, των δρόμων, των ποδιών, των σπιτιών, των ουρανοξυστών, των φαγητών, των διαφημίσεων, των εγκλημάτων, των εργασιών, των ερώτων της. Μια ολόκληρη πόλη υψωμένη πάνω στο χαίνον βάραθρο του τίποτα. Χωρίς σημασία. Χωρίς καμιά σημασία. Κι η 42α λεωφόρος της! Την ονομάζουν «η κορυφή του κόσμου». Τότε που βρίσκεται ο πυθμένας; Μπορείς να τη διασχίσεις ολόκληρη ζητιανεύοντας και το μόνο που θα μαζέψεις μες στ’ απλωμένο καπέλο σου θα ’ναι στάχτη. Πλούσιοι και φτωχοί περπατούν με τα κεφάλια γερμένα προς τα πίσω και σπάνε σχεδόν τους λαιμούς τους καθώς καμαρώνουν τις ωραίες λευκές φυλακές τους. Προχωρούν σαν ένα κοπάδι τυφλές χήνες κι οι προβολείς ραντίζουν τα πρόσωπά τους με ρανίδες έκστασης…
[...] Σ’ όλο το δρόμο για τη Ντιζόν δεν έκανα άλλο παρά να θυμάμαι τα περασμένα, να σκέφτομαι όλα κείνα που θα μπορούσα να ’χω πει και να ’χω κάνει, να σκέφτομαι κείνα που δεν είπα μήτε έκανα, τις ταπεινώσεις που είχα περάσει όταν αναγκασμένος απ’ την πείνα ζητιάνευα ένα κομμάτι ψωμί εδώ και κει σερνάμενος πολλές φορές σαν το σκουλήκι μπροστά σέ κείνους που μπορούσαν να μου το δώσουν. Ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, ο πόνος τους παράμενε βασανιστικός, εξακολουθητικός, επίμονος. Το χτύπημα που είχα φάει από τον αστυφύλακα μού ’καιγε ακόμα τα πισινά, μ’ όλο που αν το καλοσκεφτόταν κανείς δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο εδώ που τα λέμε, τίποτα παραπάνω από μια χορευτική άσκηση που μου είχε επιβληθεί να εκτελέσω, παρά τη θέλησή μου. Όπου κι αν βρέθηκα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά, στο Μεξικό, παντού τα ίδια. Όταν ψάχνεις να βρεις ένα κομμάτι ψωμί πρέπει να ’σαι πάντοτε έτοιμος να υποστείς τα πάνδεινα, τη σκληρότητα και την περιφρόνηση, την κοροϊδία και τη βλακεία των άλλων, που το έχουν.
[...] Ολόκληρη η γη είναι σκεπασμένη μ’ ένα χαλί από ατσάλι και τσιμέντο που την έχει μεταμορφώσει σέ γκρίζα άνυδρη ερημιά. Παραγωγικότης! Παραγωγή. Περισσότερα μπουλόνια και ρουλεμάν, περισσότερα αγκαθωτά σύρματα, περισσότερα μπισκότα για σκύλους, περισσότερες μηχανές που κουρεύουν τη χλόη, μεγαλύτερες ποσότητες δηλητηριωδών αερίων, σαπουνιού, οδοντόπαστας, περισσότερα άρματα μάχης, περισσότερες εφημερίδες, περισσότερη μόρφωση, κι άλλες εκδηλώσεις, κι άλλες βιβλιοθήκες, κι άλλα μουσεία. Εμπρός! εμπρός! Ο χρόνος βιάζει. Το έμβρυο πιέζει τα τοιχώματα του τράχηλου της μήτρας προσπαθώντας να βγει στο φως, κι αλίμονο, δεν υπάρχει μήτε μια σταγόνα σάλιο για να του διευκολύνει το γλίστρημα. Μια ξερή, στραγγαλιστή γέννα. Μια γέννα που πραγματοποιείται στα μουγκά, χωρίς έναν αναστεναγμό, χωρίς καν μια κραυγή. Χαίρε κόσμε! Ζήτω οι είκοσιμία κανονιές του παχέος εντέρου που χαιρετούν το νεογέννητο.
Φορώ το καπέλο μου όπως μ’ αρέσει, έλεγε ο Ουώλτ Ουίτμαν. Αυτό όμως μπορούσε να το κάνει, γιατί στον καιρό του υπήρχε δυνατότητα νά ’χεις ένα καπέλο στα μέτρα τού κεφαλιού σου. Όμως τώρα όλα έχουν αλλάξει, οι καιροί είναι πια διαφορετικοί, τόσο διαφορετικοί που το μόνο καπέλο στα μέτρα σου που μπορείς ν’ αποχτήσεις, είναι αυτό που σου φορούν όταν σε καθίζουν στην ηλεκτρική καρέκλα, κάπως σφιχτό βέβαια, μα πάντως ακριβώς στα μέτρα του κεφαλιού σου.
Χρειάζεται να βρεθεί κανείς σε μια χώρα σαν τη Γαλλία και χρειάζεται ακόμα να διατρέξει τον ισημερινό που χωρίζει τα δύο ημισφαίρια της ζωής και του θανάτου, για να καταλάβει τί απέραντες προοπτικές χάσκουν μπρος του. Το ηλεκτρικό σώμα! Η δημοκρατική ψυχή. Η άμπωτη και η πλημμυρίδα. Ευλογημένη μάνα τού θεού, τί λοιπόν σημαίνουν όλες αυτές οι μπούρδες;
Άντρες και γυναίκες, ορμάνε όπως οι γύπες πάνω απ’ τα βρωμισμένα πτώματα, ζευγαρώνουν και χωρίζονται χωρίς να σταματήσουν. Σαρκοβόρα, απαίσια όρνεα, που πέφτουν σαν κοτρώνια από το ψήλος τού ουρανού. Νύχια και ράμφη! Να τι είμαστε. Ένα τεράστιο πεπτικό σύστημα οπλισμένο με μια σπάνια όσφρηση, για ν’ ανακαλύπτει τα πτώματα. Εμπρός! εμπρός! Χωρίς οίκτο, χωρίς συμπόνια, χωρίς αγάπη, χωρίς συχώρεση. Μη ζητάς τίποτα, και μη δίνεις τίποτα. Κι άλλα θωρηκτά, κι άλλες εκρηκτικές ύλες, μεγαλύτερες ποσότητες δηλητηριωδών Αερίων. Εμπρός! Περισσότεροι γενόκοκκοι, περισσότεροι στρεπτόκοκκοι, περισσότερες μηχανές καταστροφής, περισσότερες, περισσότερες, όλο και περισσότερες ώσπου τα πάντα να τιναχτούν στον αγέρα, ώσπου ο κόσμος μας να γκρεμιστεί σε κομμάτια παρασέρνοντας μαζί του τη γήινη σφαίρα…
[...] Κι όσο αυτό το «είναι μου» σκλήραινε, γινόταν στέρεο, πύκνωνε, τόσο πιο εύθραυστη κι αλλόκοτη μου φαινόταν αυτή η απτή πραγματικότητα που μ’ έζωνε και που μέρος της αποτελούσα κι εγώ. Κι όσο άπλωνα, τόσο η σκηνή που ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια μου κέρδιζε σε διαστάσεις. Η ένταση είχε φτάσει πια σε τέτοιο βαθμό, που η εισβολή οποιουδήποτε ξένου στοιχείου, του πιο μικρού, του πιο ασήμαντου του πιο ελάχιστου, θα μπορούσε να προκαλέσει την έκρηξη. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου γεύτηκα αυτή την αίσθηση της απόλυτης οξυδέρκειας που, όπως λένε όλοι, την έχουν μόνο οι επιληπτικοί. Σ’ αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα ο χρόνος κι ο τόπος καταργήθηκαν. Ο κόσμος ξεδίπλωνε μπρος στα μάτια μου το δράμα του ομοιόμορφα, κατά μήκος ενός μεσημβρινού που δεν είχε άξονα. Σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα αιωνιότητας ένιωσα πως το καθετί ήταν απόλυτα δικαιολογημένο, το καθετί είχε την αιτία του, ένιωσα μέσα μου τους πολέμους που είχαν δημιουργήσει όλ’ αυτά τα ράκη και τα ερείπια, τα εγκλήματα που βράζαν μυστικά, έτοιμα να ξεπηδήσουν αύριο με μεγάλες εντυπωσιακές κραυγές, τη δυστυχία που τρώει τις σάρκες της, την ατέλειωτη και σκυθρωπή εξαθλίωση που αργοσταλάζει μες στα βρώμικα μαντήλια. Στο μεσημβρινό του χρόνου δεν υπάρχει αδικία. Υπάρχει μονάχα η ποίηση τής κίνησης που δημιουργεί την ψευδαίσθηση τής αλήθειας και του δράματος. Αν τύχει και βρεθείς αναπάντεχα αντιμέτωπος με το απόλυτο, αυτή η μεγάλη συμπόνια και κατανόηση που χαρακτηρίζει ανθρώπους σαν τον Χριστό και τον Βούδα, και τους κάνει να φαίνονται θεϊκοί, παγώνει κι εξαφανίζεται. Δεν είναι φριχτό που οι άνθρωποι μεγαλώνουν τριαντάφυλλα μέσ’ από σωρούς κοπριάς, αλλά το ότι χρειάζονται (για διάφορους λόγους), οπωσδήποτε τριαντάφυλλα. Ο άνθρωπος χρειάζεται θαύματα κι είναι πρόθυμος να πατήσει σ’ αίματα για να τα κερδίσει, είναι «έτοιμος να πνίγει μέσα στις Ινδίες,» να καταντήσει σκιά του εαυτού του, αρκεί να μπορέσει να ξεφύγει απ’ την πραγματικότητα, έστω και για μια στιγμή μονάχα. Υπομένει το καθετί, αποτυχία, ταπείνωση, εξευτελισμό, πόλεμο, έγκλημα, φτώχεια, πλήξη — μόνο και μόνο επειδή δεν παύει να πιστεύει σ’ αυτό το κάτι, σ’ αυτό το θαύμα που θα συμβεί ξαφνικά και θα κάνει υποφερτή τη ζωή του. Και σ’ όλο αυτό το διάστημα τής υπομονής, τής αναμονής και της ελπίδας, ένας μετρητής δουλεύει ασταμάτητα μέσα του, ένας μετρητής που κανένα χέρι δεν μπορεί να τον πιάσει και να τον σταματήσει, και σ’ όλο αυτό το διάστημα κάποιος άλλος τρώει τον άρτο της ζωής και πίνει τον οίνο, κάποιος βρωμιάρης παπάς που κρυμμένος στα υπόγεια μασουλίζει σαν κατσαρίδα ενώ έξω στο φως του δρόμου μια όστια – φάντασμα αγγίζει τα χείλια, και το κρασί είναι χλομό κι ασπρουλιάρικο σα νερό. Ατέλειωτη δυστυχία, ασταμάτητο μαρτύριο, χωρίς κανένα θαύμα, χωρίς την παραμικρή ένδειξη ανακούφισης. Μονάχα ιδέες, χλομές, αδύνατες ιδέες που θρέφονται από τη σφαγή, ιδέες που χύνονται όμοια με χολή, όπως ξεχύνονται τα σπλάχνα από το κουφάρι τού γουρουνιού όταν το ξεκοιλιάζουν…
[...] Ακούω τις πόρνες να κάνουν σαματά ολόγυρα. Αρκεί να τις κοιτάξω για να νιώσω ένα ρίγος να περνάει ολόκληρο το κορμί μου. Αναρωτιέμαι, γιατί; Δεν είναι μήτε όμορφες μήτε περιποιημένες. Όχι. Στη Λεωφόρο ντέ λα Μαντελέν είναι δύσκολο να βρεις όμορφη γυναίκα. Όμως στον Ματίς, στις αναζητήσεις του πινέλου του, βρίσκεις πάντα την τρεμουλιαστή λάμψη ενός κόσμου που γυρεύει την παρουσία του θηλυκού για ν’ αποκρυσταλλώσει τις πιο φευγαλέες ενοράσεις του. Να διπλαρώσεις μια γυναίκα που ψωνίζεται έξω απ’ τα ουρητήρια με τοίχους σκεπασμένους από διαφημίσεις για τσιγάρα, ρούμι, ακροβατικά θεάματα, Ιππικούς αγώνες, εκεί που το πυκνό φύλλωμα των δέντρων σπάζει την πυκνή μάζα των τοίχων και της στέγης, είναι μια εμπειρία που αρχίζει από κει που σταματούν τα όρια του γνωστού κόσμου. Κάπου κάπου, τα βράδια, τριγυρίζοντας έξω από τις μάντρες των νεκροταφείων, πέφτω πάνω στις φανταστικές οδαλίσκες του Ματίς. Τις βρίσκω δεμένες πάνω στα δέντρα με τα μαλλιά ανακατωμένα και μουσκεμένα από χυμό. Λίγο πιο πέρα, σ’ απόσταση αμέτρητων αιώνων, κείτεται το φάντασμα του Μπωντλαίρ, φασκιωμένο σα μούμια, το φάντασμα ενός κόσμου που δε θα ξεράσει ήλιο πια. Στις σκοτεινές γωνιές των καφενείων άντρες και γυναίκες κάθονται σιωπηλοί, κρατημένοι απ’ το χέρι, και τα νεφρά τους είναι λεκιασμένα από μούχλα. Κοντά τους στέκεται το γκαρσόνι και η τσέπη της άσπρης ποδιάς του είναι βαριά από κέρματα. Περιμένει ήρεμα το διάλειμμα για να πέσει πάνω στη γυναίκα του και να την ξεσκίσει στα δυο. Ενώ ο κόσμος ολόκληρος αποσυντίθεται, το Παρίσι του Ματίς σφύζει από ζωή, ασθμαίνει από οργασμό ο αγέρας βαρύς από βαλτωμένο σπέρμα, τα φυλλώματα των δέντρων κρέμουνται ανακατωμένα, θυμίζουν ανθρώπινα μαλλιά. Γυρνώντας αδιάκοπα γύρω από τον ιδιότροπο άξονά του, ο τροχός γέρνει ολοένα και χαμηλότερα. Δεν υπάρχουν πιά μήτε φρένα, μήτε ρουλεμάν, μήτε λαστιχένιες ρόδες. Ο τροχός διαλύεται, μα η περιστροφή του εξακολουθεί κανονικά…