Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Ευγένιος Ο' Νηλ - Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα [απόσπασμα]




Καλοκαίρι. Ζέστη. Θέατρο. Ουίσκι. Ο' Νηλ. 

Κάπως έτσι συνειρμικά οδηγεί τούτο το ζεστό μεσημέρι. Στην εξαιρετική ιστορία της οικογένειας Ταϊρόν, στο πώς έγραψε ο Ο' Νηλ για το δράμα της οικογένειας του και στο πόσο υπέροχα απέδωσε την ιστορία αυτή ο Νίκος Γκάτσος. 


***

ΤΑΙΡΟΝ          Ακόμα περπατάει. Ένας Θεός ξέρει πότε θα πέσει να κοιμηθεί.
ΕΝΤΜΟΝΤ     (ικετευτικά) Για όνομα του Χριστού! Μην το σκέφτεσαι.

Παίρνει το μπουκάλι και ρίχνει ουίσκι στο ποτήρι του. Ο Ταϊρόν πάει να διαμαρτυρηθεί, αλλά δε λέει τίποτα. Ο Έντμοντ πίνει. Αφήνει κάτω το ποτήρι του. Η έκφραση του αλλάζει. Όταν αρχίσει να μιλάει είναι σα να κάνει επίτηδες τον μεθυσμένο για να κρύψει τη συγκίνηση του.

Ναι, τριγυρνάει απάνω από μας και μακριά μας, σα φάντασμα που ζει μες στο παρελθόν, κι εμείς καθόμαστε εδώ και κάνουμε πως ξεχνάμε, αλλά τεντώνουμε τ’αφτιά μας ν’ακούσουμε και τον παραμικρό θόρυβο, ακόμα και τις σταγόνες της ομίχλης που πέφτουν από τη στέγη του σπιτιού σαν ακανόνιστοι χτύποι εντός τρελού, χαλασμένου ρολογιού ή σαν τα κουρασμένα δάκρυα μιας πόρνης πάνω στ’απομεινάρια της μπίρας στο τραπεζάκι ενός άθλιου μπαρ! (Γελάει κοροϊδεύοντας μεθυσμένα τον εαυτό του.) Καλό αυτό, ε; Και δικό μου, όχι του Μπωντλαίρ! Ήταν μεγάλο λάθος που γεννήθηκα άνθρωπος. Θα είχα πετύχει καλύτερα αν είχα γεννηθεί γλάρος ή ψάρι. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, θα’μαι πάντα ένας ξένος που δεν έχει πατρίδα πουθενά, που κανέναν δε θέλει και δεν τον θέλει κανείς, που δεν είναι δεμένος με τίποτα, και που πάντα πρέπει να είν’ερωτευμένος λιγάκι με το θάνατο!
ΤΑΙΡΟΝ          (τον κοιτάζει, έχοντας εντυπωσιασθεί) Έχεις στόφα ποιητή μέσα σου! (Διαμαρτύρεται με δυσφορία.) Μόνο ν’άφηνες αυτές τις παλαβομάρες ότι δε σε θέλει κανείς και ότι είσ’ερωτευμένος με το θάνατο.
ΕΝΤΜΟΝΤ     (σαρκαστικά) Στόφα ποιητή! Δεν το νομίζω. Μόνο το παραλήρημα ταιριάζει σε μας, τα παιδιά της ομίχλης. (Παύση. Ξαφνικά αναπηδούν κι οι δυο καθώς ακούγεται ένας θόρυβος έξω από το σπίτι, σαν κάποιος να σκόνταψε στα σκαλοπάτια της εισόδου. Ο Έντμοντ μορφάζει.) Η επιστροφή του ασώτου. Θα τα’χει για καλά κοπανήσει.
ΤΑΙΡΟΝ          Το τεμπελόσκυλο! Δεν είχαμε τύχη. Το πρόφτασε το τελευταίο λεωφορείο. (Σηκώνεται.) Βάλ’τον να κοιμηθεί, Έντμοντ. Πάω έξω στη βεράντα. Όταν μεθάει, έχει μια γλώσσα σαν οχιά. Θα με κάνει να βγω απ’τα ρούχα μου.

Φεύγει από την πόρτα της βεράντας, καθώς η έξω πόρτα κλείνει με πάταγο πίσω από τον Τζέιμι. Ο Έντμοντ διασκεδάζει βλέποντας τον Τζέιμι να έρχεται παραπατώντας από το διάδρομο. Ο Τζέιμι μπαίνει στο δωμάτιο. Είναι πολύ μεθυσμένος και με δυσκολία στέκεται στα πόδια του. Τα μάτια του είναι γυάλινα, το πρόσωπο του ξαναμμένο, η ομιλία του μπερδεμένη, το στόμα του χαλαρό σαν του πατέρα του και τα χείλη του στραβά.

ΤΖΕΙΜΙ           (παραπατώντας κι ανοιγοκλείνοντας τα μάτια – πολύ δυνατά, από την πόρτα) Ου, ου! Αχόι.
ΕΝΤΜΟΝΤ     (ζωηρά) Μη φωνάζεις έτσι!
ΤΖΕΙΜΙ           (τον κοιτάζει μισοκλείνοντας τα μάτια) Α γεια σου, μικρέ. (Με μεγάλη σοβαρότητα.) Είμαι τύφλα. Έχω πιει σα γουρούνι.
ΕΝΤΜΟΝΤ     (ξερά) Ευχαριστώ για την πληροφορία.
ΤΖΕΙΜΙ           (χαμογελάει χαζά) Εντάξει! Πληροφορία νούμερο ένα, μηδέν εις το πηλίκον! Παρακάτω. (Σκύβει και χτυπάει με το χέρι τα γόνατα του παντελονιού του.) Άσ’τα! Σοβαρό δυστύχημα. Σύγκρουση με σκάλα, λόγω ομίχλης. Παραλίγο να πέσει απάνω μου. Πρέπει να βάλουμε ένα φάρο εκεί απ’έξω. Δε βλέπεις τη μύτη σου. Κι εδώ τα ίδια, μωρ’αδερφάκι μου! Τι διάβολο; Νεκροτομείο είν’εδώ μέσα; Άναψε κάνα φως να δούμε τι γίνεται. (Προχωρεί παραπατώντας ως το πολύφωτο και με δυσκολία τα καταφέρνει ν’ανάψει τα τρία φώτα.) Μάλιστα! Τώρα κάτι γίνεται. Στο διάβολο ο Εξηνταβελόνης! Πού είν’ο αρχιτσιγκούναρος;
ΕΝΤΜΟΝΤ     Έξω στη βεράντα.
ΤΖΕΙΜΙ           Στο διάολο! Μας έχει ρίξει στο σκοτάδι της Καλκούτας. (Βλέπει τη γεμάτη μποτίλια πάνω στο τραπέζι.) Ε, τ’είναι αυτό; Με γελάνε τα μάτια μου; (Απλώνει ψηλαφητά το χέρι του και παίρνει την μποτίλια.) Για το Θεό, είν’αληθινό! Τι έπαθε ο γέρος; Θα του’στριψε για να το ξεχάσει εδώ. Μη χάνουμε καιρό. Αυτά δεν τα βρίσκουμε εύκολα.
ΕΝΤΜΟΝΤ     Είσαι σκνίπα. Θα κρεπάρεις άμα πιεις κι άλλο.
ΤΖΕΙΜΙ           Κάτσε στ’αβγά σου, μικρέ. Δε σου πέφτει λόγος.
ΕΝΤΜΟΝΤ     Εντάξει. Δε πα’ να σκάσεις.
ΤΖΕΙΜΙ           Και να’θελα, δεν μπορώ. Αυτό’ναι το δράμα. Έχω πιει να βουλιάξω σαν καράβι, μα εγώ που να πάρει ο διάβολος δε βουλιάζω. Για να δούμε όμως. Κάτι μπορεί να γίνει. (Πίνει.)
ΕΝΤΜΟΝΤ     Δώσ’μου. Θα πιω κι εγώ.
ΤΖΕΙΜΙ           (με ξαφνικό ενδιαφέρον, αρπάζοντας την μποτίλια) Α, όλα κι όλα! Μπροστά μου απαγορεύεται. Το είπα οι γιατροί. Τους άλλους δεν ξέρω αν τους νοιάζει να πεθάνεις, εμένα όμως με νοιάζει. Είσαι ο μικρότερος αδερφός μου. Και σ’αγαπάω. Δεν έχω τίποτ’άλλο στον κόσμο. Μονάχα συ μου απόμεινες. (Σφίγγει την μποτίλια επάνω του.) Βγάλ’το από του νου σου, μωρό, όσο περνάει απ’το χέρι μου. (Πίσω απ’όλα αυτά υπάρχει αληθινή ειλικρίνεια.)
ΕΝΤΜΟΝΤ     (εξοργισμένος) Ωχ, δε με παρατάς τώρα!
ΤΖΕΙΜΙ           (πληγώνεται και το πρόσωπό του σκληραίνει) Δε με πιστεύεις ε; Λόγια του πιοτού. (Του δίνει την μποτίλια.) Καλά. Πιες αφού θες να πεθάνεις.
ΕΝΤΜΟΝΤ     (βλέπει πως ο Τζέιμι έχει θιγεί – με τρυφερότητα) Σε πιστεύω, Τζέιμι. Ξέρω πως ενδιαφέρεσαι. Αλλ’απόψε δεν έχει σημασία. Έγιναν τόσα πράγματα σήμερα. (Ρίχνει στο ποτήρι του.) Στην υγειά μας. (Πίνει.)

[…]

Ο Τζέιμι απαγγέλει Κίπλινγκ

Τους εύκολους τους δρόμους τους δοκίμασα,
τους δρόμους που σε παν πέρ’απ’τον κόσμο.

(Μελαγχολικά.) Τρίχες! Μόνο οι δύσκολοι δρόμοι είν’εντάξει. Σε πάνε γρηγορότερα στο πουθενά. Γιατί εκεί θέλω να πάω – στο πουθενά. Εκεί φτάνουμε όλοι μας κάποια μέρα, κι ας μην το παραδέχονται κάτι καλομαθημένα βυζασταρούδια.
ΕΝΤΟΜΟΝΤ      (κοροϊδευτικά) Βάζω στοίχημα πως σε δυο λεπτά θ’αρχίσεις να κλαις.
ΤΖΕΙΜΙ           (κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο τον αδερφό του με πικρή έχθρα – βαριά) Εγώ; Δε με ξέρεις. (Απότομα.) Δίκιο έχεις. Στο διάβολο! Καλό κορίτσι η Χοντροβιολέτα! Γιατί να μην πάω μαζί της; Ψυχικό έκανα. Της γιάτρεψα τον καημό. Έπρεπε να’σουν μαζί μου, μωρό. Θα ξεχνούσες τα βάσανα σου. Τι βγαίνει που’ρχόμαστε σπίτι και μαραζώνουμε, μια που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα; Όλα τέλειωσαν, δεν υπάρχει ελπίδα. (Σταματά, κουνάει μεθυσμένα το κεφάλι του, τα μάτια του κλείνουν. Ξαφνικά κοιτάζει προς τα πάνω, το πρόσωπο του σκληραίνει και απαγγέλει κοροϊδευτικά.)

Αν με πήγαιναν αύριο στην κρεμάλα,
μανούλα μου, μανούλα, δόλια μάνα!
ξέρω ποιανού το δάκρυ θα κυλούσε
το χώμα να ποτίσει στάλα-στάλα,
μανούλα μου, μανούλα, δόλια μάνα!

ΕΝΤΜΟΝΤ     (βίαια) Σκάσε!
ΤΖΕΙΜΙ           (μ’έναν τόνο σκληρής ειρωνείας που κρύβει μίσος) Τι να κάνει η μαστουρωμένη μας; Να κοιμάται άραγε;

Ο Έντμοντ τινάζεται σα να τον χτύπησαν. Μια στιγμή έντονης σιωπής. Ο Έντμοντ είναι κάτωχρος. Πετάγεται από το κάθισμα του, αφρίζοντας από θυμό.

ΕΝΤΜΟΝΤ     Το Χριστό σου, άτιμε!

Χτυπάει τον αδερφό του τόσο δυνατά, που σχεδόν του στραβώνει το σαγόνι. Για μια στιγμή ο Τζέιμι αντιδρά αυθόρμητα και μισοσηκώνεται από το κάθισμα του για να επιτεθεί, αλλά ξαφνικά, σα να συναισθάνεται τι είπε, συνέρχεται και ξαναπέφτει βαριά στην καρέκλα του.

ΤΖΕΙΜΙ           (συντετριμμένος) Ευχαριστώ. Μου άξιζε. Δεν ξέρω τι διάβολο μ’έπιασε… κουβέντες του πιοτού… με καταλαβαίνεις.
ΕΝΤΜΟΝΤ     (ο θυμός του πέφτει) Ξέρω πως δε θα το έλεγες αν δεν… Μα όσο και να’ χεις πιει, Τζέιμι, δεν υπάρχει δικαιολογία. (Σταματά – συντετριμμένος.) Με συγχωρείς που σε χτύπησα. Δεν έπρεπε να το κάνω. Πρώτη φορά αρπαχτήκαμε τόσο άσχημα. (Πέφτει στο κάθισμα του.) Δεν έπρεπε.
ΤΖΕΙΜΙ           (βραχνά) Εντάξει, πολύ καλά μου’κανες. Αυτή η βρωμόγλωσσά μου. Θέλει κόψιμο. (Κρύβει το πρόσωπό του στα  χέρια του – άτονα.) Καταλαβαίνεις… ήμουνα τόσο απελπισμένος που με κορόιδεψε. Μου’χε πει πως δε θα ξανάρχιζε και την πίστεψα. Λέει πως σκέφτομαι πάντοτε το χειρότερο, αλλ’αυτή τη φορά σκεφτόμουνα το καλύτερο. (Η φωνή του τρέμει.) Δε θα της το συχωρέσω ποτέ. Ξέρεις τι ήταν για μένα; Είχα αρχίσει να ελπίζω πως αν εκείνη άλλαζε, θα μπορούσα ίσως ν’αλλάξω κι εγώ…


Αρχίζει να κλαίει. Το τρομερό είναι ότι το κλάμα του φαίνεται κλάμα νηφάλιου ανθρώπου και όχι μεθυσμένου. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου