Γουίλα Κάθερ
(7 Δεκεμβρίου 1873 – 24 Απριλίου 1947)
Μία από τις προεξάρχουσες λογοτέχνιδες των αρχών του εικοστού αιώνα, Η Γουίλα Κάθερ αντικατόπτρισε το δικό της λεσβιασμό στη δημιουργία χαρακτήρων σκληρών γυναικών και στην εξερεύνηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας.
Το 1922, η Κάθερ δήλωσε πως η ισχύς και η ποιότητα της τέχνης της, απορρέει από την ανεξήγητη παρουσία του «ακατανόμαστου», από «Ότι αποτυπώνεται στη σελίδα χωρίς να κατονομάζεται ευθέως». Για δεκαετίες, τούτη η παρατήρηση στο “The Novel Demeuble” διερμηνεύτηκε αυστηρά σε αισθητικούς όρους ως δήλωση της δέσμευσης της Κάθερ σε κλασσικές δοξασίες της θλίψης και της απλοποίησης στην τέχνη.
Προσφάτως, ωστόσο, ο ψυχοσεξουαλικός υπαινιγμός του «ακατανόμαστου» είναι στο προσκήνιο, καθώς βιογράφοι και κριτικοί πιάνουν την άκρη του νήματος από το λεσβιασμό της Κάθερ, γεγονός που αγνοούσαν ή πολλοί δεν δέχονταν.
Η πρώτη κυρία των γραμμάτων της Νεμπράσκα – η βραβευμένη συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και αρκετών συλλογών διηγημάτων – που μοιράστηκε τη ζωή της για περίπου 40 χρόνια με τον Έντιθ Λιούις, έχει απελευθερωθεί από τα στερεότυπα του εργένη-καλλιτέχνη ή της άφυλης γεροντοκόρης της οποίας η επιφυλακτικότητα στο θέμα της ετεροφυλοφιλίας φαινόταν ως ένδειξη καταπίεσης.
Η αργοπορημένη αναγνώριση της σεξουαλικής ταυτότητας της Κάθερ έχει δημιουργήσει ένα προκλητικό πεδίο στο να κατανοήσει κανείς τη ζωής και τη δουλειά της και την καθιέρωσε στην γκέι και λεσβιακή λογοτεχνική ιστορία.
Γεννημένη στο Back Creek, στη Βιρτζίνια, στις 7 Δεκεμβρίου το 1873, η Γουίλα Κάθερ ήταν το πρώτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας. Η οικογένειά της μετακόμισε όταν ήταν 9 χρονών στις στεπώδεις περιοχές της Νεμπράσκα, όπου την διαμονή της εκεί θα απαθανάτιζε στο «O Pioneers!» (1913) και «My Antonia (1918-1926). Οι μεγάλοι ανοιχτοί χώροι της στέπας ήταν κοινωνικά και ψυχολογικά οικείοι για την Κάθερ, έχοντας τη δυνατότητα να έχει την ελευθερία που χρειάζεται για μια εκτός συμβάσεων εφηβεία.
Η Red Cloud, η πόλη που η οικογένειά της μετακόμισε το 1884, θα μπορούσε να είναι περιοριστική για τις διαφαινόμενες δυνατότητές της, αλλά η οικογένεια, οι φίλοι και οι γείτονες εμψύχωσαν την αγάπη της Κάθερ για τα βιβλία και το θέατρο, την γαλούχησαν στις φιλοδοξίες της (πρώτα ήθελε να γίνει γιατρός), και απροσδόκητα, (απρόθυμα) ανέχτηκαν της τετράχρονη μεταμφίεσή της ως «Γούιλιαμ Κάθερ».
Αρχίζοντας στα δεκατέσσερα, το περίτεχνες και δημόσιες ανδρικές μεταμφιέσεις, κάνει μία σειρά φωτογραφήσεων σε φωτογραφικά στούντιο που την δείχνουν να είναι αθλητική και ντυμένη ανδρικά. Γράμματα αυτής της περιόδου, συμπεριλαμβάνοντας επιστολές σε μια άλλη γυναίκα, είναι γραμμένα με την υπογραφή του Γουίλιαμ.
Συνέχισε να υποδύεται τον αντρικό ρόλο ακόμη και αφότου μετακόμισε στο Λίνκολν για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα. Η βιογράφος της Σάρον Ο’Μπριαν προσφάτως ανέλυσε τον «Γουίλλιαμ» ως «το πρώτο σπουδαίο έργο φαντασίας» της Κάθερ, «όπου ήταν ταυτόχρονα συγγραφέας και χαρακτήρας».
«Αυτός επίσης, φυσικά, ήταν μια γενναία απόρριψη της υποχρεωτικής ιδεολογίας της θηλυκότητας της κουλτούρας της, μια προσπάθεια στο να αναδειχτεί ο ένας, αυτός όπου είναι δυναμικός, αυτόνομος και ηρωικός και όχι αδύναμος, εξαρτημένος και παθητικός.
Τελικά, ο «Γουίλλιαμ» ήταν ένα προσωπείο όπου η Κάθερ μπορούσε να κρυφτεί, μια περσόνα που θα μπορούσε να υιοθετήσει για να εκφράσει σαφή συναισθήματα που, γύρω στο 1890, χαρακτηρίζονταν ως σημάδια αποκλίνουσας συμπεριφοράς.
Σ’ ένα γράμμα στη συμμαθήτριά της στο κολέγιο, Λουίζ Πάουντ, ο «Γουίλλιαμ» οδύρεται , πως της φαίνεται αφύσικο η φιλία με ένα κορίτσι. Ο «Γουίλλιαμ» ήταν το πρώτο από τα προσωπεία που η Κάθερ θα επινοούσε για να καμουφλάρει ή να φυσικοποιήσει τα «αφύσικα» πάθη της.
Από νωρίς στην καριέρα της στο κολέγιο, οι φιλοδοξίες της Κάθερ μετατοπίστηκαν από την ιατρική στο γράψιμο, και τότε άρχισε να εκδίδει τα πρώτα της κείμενα, σε πανεπιστημιακές εκδόσεις και τοπικές εφημερίδες. Είχε στήλη κριτικής για το βιβλίο, τις τέχνες, το θέατρο.
Χρόνια μετά την αποφοίτηση, εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Λίνκολν, στο Πίτσμπουργκ (όπου επίσης δίδαξε Λατινικά και Αγγλικά στο Λύκειο) και στην Νέα Υόρκη μέχρι το 1912, τελειώνοντας τούτη τη φάση της καριέρας ως υπεύθυνος έκδοσης στο πολύ επιτυχημένο – σκανδαλοθηρικού τύπου – περιοδικό , Μc Clure’s.
Ένα τυχαίο όφελος από τη δουλειά της στο Mc Clure ήταν το 1908, καθώς στη Βοστόνη κάνοντας έρευνα στη ζωή της Μαίρη Μπέικερ Έντι, συνάντησε την Άννυ Φίλντς, χήρα του εκδότη Τζέιμς Τ. Φίλντς, και της Σάρα Όρν Τζιούετ, μια Νέα Αγγλίδα συγγραφέα που θαύμαζε τη δουλειά της.
Η Φίλντς ενέπνευσε την Κάθερ και την συμβούλευσε στα γραπτά της. Έγινε κατά κάποιο τρόπο, λογοτεχνικός μέντοράς της.
Οι πρώτες της δουλειές έρχονται το 1903, με την ποιητική συλλογή April Twilights, και το 1905 με τη συλλογή διηγημάτων Troll Garden. Ακούγοντας τις συμβουλές της Jewett, εγκαταλείπει το Μc Clure’s και αφοσιώνεται στη συγγραφική της δουλειά. Εκδίδει τα Alexander’s Bridge και O Pioneers!, 1912, τις πρώτες της νουβέλες.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της απολαμβάνει καλών κριτικών, ενώ το 1922 κερδίζει το βραβείο Pulitzer, για το World War I, One of Ours. Ενδιάμεσα εκδίδει το The Song of the Lark (1915), και το My Antonia.
Ακολουθούν οι δύο πιο σπουδαίες ίσως νουβέλες της, A Lost Lady (1923) και My Mortal Enemy (1926) καθώς και τα The Professor’s House (1925) και Death Comes for the Archbishop [1927]).
Οι αντρικοί χαρακτήρες στα έργα της μοιάζουν να είναι υπόδουλοι σε θηλυκά που είναι διπλοπρόσωπα, αγοραία, αρπαχτικά και συχνά καταστροφικά.
Για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της εξακολουθεί να γράφει, δεν είναι όμως τόσο παραγωγική όσο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘20. Ίσως διότι κατά τη δεκαετία του ’30 έχασε αγαπημένα της πρόσωπα, και βίωσε τις οδυνηρές συνέπειες του θανάτου της μητέρας της, του αδερφού της και της αγαπημένης της Isabelle McClung. Παρ’ όλα αυτά εκδίδει τα Shadows on the Rock (1931), Lucy Gayheart (1935), και Sapphira and the Slavegirl (1940). Πεθαίνει στις 24 Απριλίου του 1947 και η σωρός της βρίσκεται στο νεκροταφείο του New Hampshire.