Είπα: Πάρτε δέκα αδελφούς απ' την καρδιά μου
κι αφήστε με στα χωράφια μου
πάρτε δέκα φάρους απ' τα μάτια μου
κι αφήστε με κάτω απ' τ' άστρα
πάρτε δέκα τουφέκια απ' τα χέρια μου
κι αφήστε με με το σκυλί μου
πάρτε δέκα τόπια καραβόπανο απ' τα μαλλιά μου
κ αφήστε με στους ανέμους
πάρτε δέκα τραγούδια απ' το χρυσό λαρύγγι μου
κι αφήστε με στη σιωπή μου
πάρτε δέκα θανάτους απ' το αίμα μου
κ αφήστε μου τη μικρή ζωή μου.
Κι είπαν:
Αν μας δώσεις δέκα αδελφούς απ' την καρδιά σου
αλλά κρατήσεις την καρδιά σου
εσύ είσαι ο πολυάριθμος
αν μας δώσεις δέκα φάρους απ' τα μάτια σου
αλλά κρατήσεις τα μάτια σου
εσύ είσαι το φως που δεν σβήνει
αν μας δώσεις δέκα τουφέκια απ' τα χέρια σου
αλλά κρατήσεις τα χέρια σου
εσύ είσαι η μήτρα που παράγει
αν μας δώσεις δέκα τόπια καραβόπανο απ' τα μαλλιά σου
αλλά κρατήσεις τα μαλλιά σου
εσύ είσαι η αρμάδα που φωσφορίζει
αν μας δώσεις δέκα τραγούδια απ' το χρυσό λαρύγγι σου
αλλά κρατήσεις το χρυσό λαρύγγι σου
εσύ είσαι η καμπάνα του κόσμου
αν μας δώσεις δέκα θανάτους απ' το αίμα σου
αλλά κρατήσεις το αίμα σου
εσύ είσαι ο γιος σου και ο γιος του γιου σου.
Τότε ξαναγυρίζω στη σπηλιά μου, κρύβομαι, είπα.
Κινδυνεύω.
Τότε σου φτιάχνομε παλάτι, είπαν.
Κινδυνεύομε.
Τότε παίρνω πέτρα κάνω θρύψαλα το παλάτι, είπα
Φοβάμαι.
Τότε σου φτιάχνομε σίδερο και λαγούμι, είπαν.
Φοβόμαστε.
Τότε φοράω ρούχο τρίχινο, πεινώ, σκοτώνομαι.
Θέλω να είμαι ελεύθερος.
Τότε φοράμε σκληρό κολάρο, σου προσφέρομε
γεύμα βασιλικό και σε σκοτώνομε.
Θέλομε να είμαστε ελεύθεροι.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 26, σελ. 31)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου