Από το Κεφάλαιο 5 των Αδερφών Καραμαζόφ
Τελικά,
“Δια χειραψίας”, τελειώνουν
οι έρωτες.
Τι θλιβερό!
Να δίνεις το χέρι σου
σε κάποιον που,
μέχρι χτες,
μοιραζόσουν την ζωή σου,
το κρεβάτι σου,
τους πόνους της ψυχής σου.
Είναι άραγε, η αμηχανία της στιγμής;
ή
το κουράγιο που
σ’ εγκαταλείπει
γιατί ακόμα πονάει η πληγή;
Μπορεί και
τίποτα από αυτά…
Έτσι και αλλιώς,
“Δια χειραψίας” αρχίζουν
κιόλας.
Μ’ ένα απλό “χαίρω πολύ”…
Ο Frederick R. Karl, μελετητής του Κάφκα, που έχει υπογράψει τη μονογραφία “Franz Kafka: Representative Man. Prague, Germans, Jews and the Crisis of Modernism” (1991), διαλευκάνει τον όρο "καφκικός":
“Εάν τρέχετε για να προφτάσετε το λεωφορείο, και διαπιστώσετε ότι όλα τα λεωφορεία έχουν πάψει να περνούν, τότε αυτό δεν είναι “καφκικό”.
“Καφκικό” είναι το να εισέλθετε αίφνης σε έναν κόσμο σουρεαλιστικό, στον οποίο βλέπετε την ύπαρξή σας ολόκληρη να κατακερματίζεται, καθώς βρίσκεστε αντιμέτωπος με μια δύναμη που δεν συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε τον κόσμο. Δεν παραιτήστε, δεν πέφτετε απλώς να πεθάνετε, αλλά αγωνίζεστε ενάντια στη δύναμη αυτή όπως μπορείτε, με όποια εφόδια διαθέτετε. Αλλά φυσικά δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να τη νικήσετε. Αυτό είναι “καφκικό”.
Ὄχι! Θέλω μόνο τήν ἐλευθερία!
Ἀγάπη, δόξα, χρῆμα εἶναι φυλακές.
Ὡραῖα σαλόνια; Ταπετσαρισμένες πολυθρόνες; Μαλακά χαλιά;
Ἄ, ἀφῆστε μέ νά βγῶ νά πάω νά μέ βρῶ.
Θέλω ν’ ἀναπνεύσω τόν ἀέρα μόνος,
δέν ἔχω σφυγμό ὅταν εἶμαι μέ κόσμο,
δέν συναναστρέφομαι μέ κανονισμούς
δέν εἶμαι παρά μονάχα ἐγώ, δέν γεννήθηκα παρά αὐτός πού εἶμαι, εἶμαι γεμάτος ἀπό μένα.
Ποῦ θέλω νά κοιμηθῶ; Στόν κῆπο…
Πουθενά τοῖχος –ἡ ἀπόλυτη σύμπνοια–
ἐγώ καί τό σύμπαν,
καί τί ἡσυχία, τί γαλήνη νά μή βλέπεις πρίν κοιμηθεῖς τό φάντασμα τῆς ντουλάπας
ἀλλά τό μέγα φέγγος, μαῦρο καί δροσερό, ὅλων τῶν ἄστρων μαζί,
τή μεγάλη ἀπέραντη ἄβυσσο ἐπάνω
νά στέλνει αὖρες καί εὐσπλαχνίες ἀπό ψηλά στό πρόσωπό μου, κρανίο πού τό σκεπάζει ἡ σάρκα,
ὅπου μόνο τά μάτια –ἄλλος οὐρανός– ἀποκαλύπτουν τό μεγάλο μυστηριῶδες ὄν.
Δέν θέλω! Δῶστε μου τήν ἐλευθερία!
Θέλω νά εἶμαι ὁ ἑαυτός μου.
Μή μέ εὐνουχίζετε μέ ἰδανικά!
Μή μου φορᾶτε τό ζουρλομανδύα τῶν τρόπων!
Μή μέ κάνετε ὑποδειγματικό καί κατανοητό!
Μή μέ σκοτώνετε ἐν ζωῆ!
Θέλω νά ξέρω νά πετάω αὐτή τήν μπάλα ψηλά στό φεγγάρι
καί νά τήν ἀκούσω νά πέφτει στό διπλανό κῆπο!
Θέλω νά ξαπλώσω στό γρασίδι, καί νά σκέφτομαι «αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω»…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό κῆπο…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό κῆπο…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό…
νά τήν πιάσω στό διπλανό
στό διπλανό
κῆπο…
Φ. Πεσσόα, 2014. Τα Ποιήματα του Αλβάρο ντε Κάμπος, μτφ Μαρία Παπαδήμα, εκδ.: Gutenberg