Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Το The New Yorker για την Elisabeth Bishop


Ένα δείγμα άρθρου - όχι ακριβώς άρθρο, ούτε ακριβώς δείγμα - δημοσιεύθηκε το 2017 από το The New Yorker. Συγγραφέας του κειμένου είναι η Claudia Roth Pierpont η οποία θέλει να προσκαλέσει αναγνώστες στο σημαντικό γεγονός, ότι βγήκε μία νέα βιογραφία της Elisabeth Bishop που εξετάζει την "οδυνηρή ζωή" της μεγάλης συγγραφέως. Και για να καταλάβει ο αναγνώστης, η Pierpont παραθέτει εν τάχει ορισμένες πληροφορίες που αγγίζουν ένα μικρό ποσοστό βίου της παιδικής της ηλικίας. 

Άλλο η μελέτη ενός έργου και άλλο η κλειδαροτρυπική ανάγνωση. Φοβάμαι πως ανέκαθεν υπερτερούσε ο δεύτερος τύπος - και υπερτερεί και συντηρείται με τη βοήθεια όλων αυτών των βιογράφων και των δημοσιογράφων και των εκδοτών που γυροφέρνουν έναν/μία συγγραφέα σαν τις σφήκες το φρούτο. Ιδίως αν το φρούτο είναι χαλασμένο

Εκτός όλων αυτών, το κείμενο της Pierpont δεν προσφέρει τίποτα απολύτως στον αναγνώστη, μάλλον πιο πολλά προσφέρει στην ίδια την Pierpont (δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που γνωρίζουν τη σχετική βαρύτητα του ονόματος). Προσφέρει μόνο την τέχνη της πλήξης - εντελώς ειρωνικά, αναφερόμενη στην εξαιρετική "τέχνη της απώλειας" της Bishop. 


~ * ~ 


Η τέχνη της απώλειας της Elisabeth Bishop


Ήταν προσεκτική στο να μην αποκαλυφθεί στην ποίηση της, αλλά μία νέα βιογραφία εξετάζει την οδυνηρή προσωπική ζωή της.

“Όταν γράφεις τον επιτάφιό μου, μην ξεχάσεις να τους πεις πως ήμουν ο πιο μόνος άνθρωπος που έχει υπάρξει” στον R. Lowell.

 

Η πρώτη απώλεια της Bishop ήταν ο πατέρας της, που έφυγε από τη ζωή όταν εκείνη ήταν οχτώ μηνών. Η δεύτερη απώλεια ήταν πιο παρατεταμένη: η μητέρα της Bishop διαλυμένη από τον θάνατο του συζύγου της υπέστη τον έναν κλονισμό μετά τον άλλον. Κάποιες φορές φιλική, κάποιες άλλες βίαιη, μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία, μέχρι που τελικά έμεινε μόνιμα, όταν η Elizabeth ήταν πέντε χρονών. Από κει και ύστερα, την άνοιξη του 1916, το κοριτσάκι ζούσε με την οικογένεια της μητέρας της σε μια μικρή πόλη στη Νέα Σκωτία, μέρος οικείο που είχε επισκεφθεί κι άλλες φορές στο παρελθόν. Όπως πολλά ξεριζωμένα παιδιά, είχε ζωηρές αναμνήσεις: οι εικόνες σε διάφορες σελίδες της οικογενειακής Βίβλου, το ποιηματάκι της γιαγιάς καθώς καθάριζε τα παπούτσια της (χρησιμοποιώντας τις λέξεις βαζελίνη και βενζίνη) και στην ηλικία των έξι όταν την πήραν – ένιωθε ότι την είχαν απαγάγει – για να ζήσει στο μεγάλο και ψυχρό σπίτι τους στο Worcester της Μασαχουσέτης. Στις τόσες απώλειες, είχε και την απώλεια ενός τόπου. Αν και γεννημένη στο Worcester και έχοντας περάσει τα πρώτα της χρόνια εκεί και παρόλο που ο πατέρας της είχε μεγαλώσει στο ίδιο σπίτι, δεν το ένιωθε σπίτι της, μάλιστα μετά βίας ένιωθε Αμερικανή: όταν στο σχολείο έπρεπε να τραγουδήσει τα καθιερωμένα τραγούδια, ο στίχος η «γη όπου πεθάνανε οι πατέρες μου» έμοιαζε σαν να απευθυνόταν αποκλειστικά σε εκείνη.

Χρόνια μετά, ένας ψυχίατρος είπε στην Bishop ότι ήταν τυχερή που επέζησε στην παιδική της ηλικία. Στην πραγματικότητα, αμέσως μετά την άφιξή της στο Worcester εμφάνισε τόσο άσθμα, όσο και έκζεμα το οποίο έγινε τόσο σοβαρό που έμενε για καιρό στο κρεβάτι. Μόνο όταν η οικογένεια φοβήθηκε ότι θα μπορούσε πραγματικά να την χάσει, έφυγε να ζήσει με την θεία της Maud – μία από τις αδερφές της μητέρας της – και τον σύζυγο της Maud, τον θείο George, σε μία παρακμάζουσα πόλη έξω από το λιμάνι της Βοστόνης. Ο θαλάσσιος αέρας πίστευαν ότι θα της έκανε καλό, και της έκανε. Πολύ πιο χρήσιμες, ήταν η φροντίδα της θείας Maud και μίας ακόμη αδερφής της μητέρας της, της θείας Grace, μία εκπαιδευμένη νοσοκόμα που την καλόπιανε με την υγεία της. Και όταν το άσθμα επέστρεψε, με συνέπεια να χάσει βδομάδες μακριά από το σχολείο, οι θείες της τής διάβαζαν τις συναρπαστικές ιστορίες του Tennyson, του Longfellow και του Brownings, τις οποίες απορρόφησε τόσο βαθιά που πίστευε ότι μπήκαν στο υποσυνείδητό της. Άρχισε να γράφει ποίηση στα οχτώ. Στα δώδεκα, συμφιλιωμένη με τον πατριωτισμό, κέρδισε το πρώτο βραβείο για ένα δοκίμιο με θέμα «Αμερικανισμός».


της Claudia Roth Pierpont 

27 Φεβρουαρίου 2017 

The New Yorker



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου