Κι όσο συνέχιζαν να έρχονται οι νέοι κάτοικοι, γκρεμίζονταν στη γειτονιά τα παλιά όμορφα τρίπατα του μεσοπολέμου με τους λιτούς διάκοσμους και τις όμορφες αναλογίες στις όψεις και στη θέση τους ανεγείρονταν επταώροφες, απρόσωπες πολυκατοικίες με καταστήματα στο ισόγειο και ρετιρέ από τον τέταρτο και πάνω. Επιδημία. Η γειτονιά υψωνόταν προς τα πάνω. Φούσκωνε και μεταλλασσόταν. Στα χαμηλότερα τα σπίτια, τα ισόγεια, κρύφτηκε ο ήλιος. Ξαφνικά, οι μεγάλες, ψηλές ακακίες της Μιχαήλ Βόδα, που το καλοκαίρι σκίαζαν και δρόσιζαν τον δρόμο, σαν να κόντυναν. Παντού άκουγες μπετονιέρες, αναβατόρια, λαϊκά τραγούδια και βρισιές, σκεπάρνια να καρφώνουν, κρότον κτιστών. Οι δρόμοι γέμισαν στοίβες τούβλα, άμμο, καρούτες με ασβέστη, μαδέρια, σίδερα οικοδομής.
Ήταν αυτό που στο μυαλό πολλών λεγόταν ανάπτυξη. Τους φανταζόμουνα κουστουμαρισμένους, γραβατωμένους, όπως οι πολιτικοί που έβλεπα στα επίκαιρα του σινεμά πριν από το έργο ή όπως ο, με γουλί το κεφάλι κύριος, να θεμελιώνουν μ’ ένα μυστρί και να κόβουν μ’ ένα ψαλίδι την κορδέλα του μέλλοντος της χώρας μου. Να ανοίγουν σχέδια με γραμμές που απάνω τους έγραφαν με υπέροχα σταθερά τεχνικά γράμματα, κάτοψις β’ εσοχής, κοιτών, λουτρό, οφφίς, χολ, σαλοτραπεζαρία, κυρία όψις επί της οδού, όψις επί του ακαλύπτου χώρου…
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί στη χώρα μου η ανάπτυξη ήταν πάντα συνυφασμένη με το πολύ, με την ποσότητα. Με το πόσους ορόφους χτίζεις, πόσα μέτρα καλύπτεις. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που νομοθέτησαν, σχεδίασαν τη γειτονιά μου και τη ζωή μου, ήταν πάντα τόσο βουλιμικοί, τόσο ακόρεστοι. Δεν σκέφτηκαν ποτέ τίποτα άλλο παρά μόνο την κονόμα. Υπουργοί, σύμβουλοι, μηχανικοί, εργολάβοι, οικοπεδούχοι, μια κοινωνία ολόκληρη συνωμοτούσε για να καταστρέψει τις δικές μου μνήμες…. Τις δικές μου μυρωδιές… Γκρέμιζε το όμορφο με μια μανία, που αναρωτιόσουνα γιατί τόσο μίσος βρε παιδιά για την γειτονιά μου; Τι σας έκανε; Ποια απωθημένα, ποια κόμπλεξ βγάζετε απάνω της; Δεν μπορεί να ήταν μόνο η κερδοσκοπία. Τέτοια μανία έκρυβε σαφώς κάτι υπαρξιακό, κάτι ιστορικό, κάτι βαθύτερο… Κι έχτιζε με την ίδια μανία το μέτριο, το εφιαλτικά λίγο. Το ότι κάποτε κατάλαβα, δεν σημαίνει τίποτα για την οικονομία της ιστορίας. Το κακό, που δεν ήταν στιγμιαίο (και που ακόμα συνεχίζεται), συντελέστηκε μπροστά στα μάτια μας και κανένας δεν είπε κουβέντα. Κι αν κάποιος είπε –γιατί κάποιοι είπανε-, ποτέ δεν ακούστηκε, πάντα ήταν ο γραφικός, ο «άσ’ τον μωρέ να λέει». Και εβασίλευσεν η αστική πολυκατοικία. Αυτό που οι απλοί άνθρωποι είπαμε κλουβί. Ένα κλουβί που μέσα του μπήκαμε με την θέλησή μας, ανυποψίαστοι, χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Κι όταν πήγαμε ν’ απλώσουμε τα πόδια μας, κουτούλησαν στον απέναντι τοίχο, δε χωράγανε. Κι όταν πήγαμε ν’ απλώσουμε ένα όνειρο, έκανε γκέλλα στο ντουβάρι και γύρισε πίσω εφιάλτης. Σ’ ένα ντουβάρι μονότουβλο εξάρι, επιχρισμένο τσιγαρόχαρτο, «ν’ ακούν οι άλλοι όταν έχεις οργασμό», έφτανε μια γροθιά για να το ρίξεις κάτω, αλλά τότε φάνταζε στέρεο σαν μπατικό, σαν κάτι σταθερό, ντούζικο να θεμελιώσεις για πάντα απάνω σου τη ζωή σου. Κι έτσι έγινε. Σαθρό θεμέλιο….
Κώστας Ποντικόπουλος, Τα μπλουζ του Αγίου Παντελεήμονα, β' έκδοση, εκδ. Εύμαρος, σελ. 58-61.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου