Τάσος Ψαράς: Μύθοι και αλήθειες για τον Κώστα Καρυωτάκη
Από την Κατερίνα Αγγελιδάκη
«Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», γράφει για τους ποιητές ο «Κωνσταντίνος Γεωργίου Καρυωτάκης, δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως» (Γ. Δάλκου, 1986). Και στο σημείωμα του τέλους, λίγο πριν αυτοκτονήσει με πιστόλι, αφού ματαίως είχε προσπαθήσει την προηγούμενη μέρα να πνιγεί: «Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».
Μύθος και πραγματικότητα, εικασίες και ντοκουμέντα, σκοτεινές περιοχές και ανεξιχνίαστες όψεις, διώξεις, εκβιασμοί, έρωτες και πάθη ενός από τους πλέον εμβληματικούς ποιητές της Ελλάδας, του «ποιητή της θλίψης» όπως τον αποκαλούν, έρχονται ξανά στο προσκήνιο από τον Τάσο Ψαρρά, σκηνοθέτη και σεναριογράφο της επιτυχημένης ομώνυμης σειράς που προβάλλεται από την κρατική τηλεόραση. Εγχείρημα μεγάλο και δύσκολο, συνειδητά ανατρεπτικό της εικόνας του καταθλιπτικού και βουτηγμένου στην απόγνωση ποιητή που μας κληροδότησε το φαινόμενο του Καρυωτακισμού, με πρωταγωνιστή τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο («σοβαρός, όχι ψηλός, με ειρωνικό χαμόγελο και χιούμορ, ευαίσθητο και ανθρώπινο», όπως τον ήθελε ο σκηνοθέτης). Ο Τάσος Ψαρράς, ύστερα από έρευνα σχεδόν μιας δεκαετίας, δραματοποιεί τη ζωή του Καρυωτάκη με εμμονή στην εξονυχιστική αναπαράσταση της δεκαετίας του 1920 και μετατρέποντας σε προφορικό λόγο όλο το ογκώδες υλικό που συγκέντρωσε από ντοκουμέντα, επιστολές, ημερολόγια, σημειώσεις αλλά και κείμενα του ποιητή.
Στο σενάριό σας πού σταματάει ο μύθος και αρχίζει η αλήθεια για τον Καρυωτάκη;
ΤΑΣΟΣ ΨΑΡΡΑΣ: Πολλές φορές κυνηγώντας τον μύθο κινδυνεύουμε να χάσουμε ουσιαστικά στοιχεία της πραγματικότητας, η οποία συχνά ξεπερνάει τον μύθο. Στο σενάριό μου ό,τι παραθέτω στηρίζεται σε ντοκουμέντα που υπήρχαν και σε δική μου έρευνα που ξεκίνησε εδώ και 9 χρόνια, από τότε που έκανα ένα ντοκιμαντέρ για τον ποιητή στην εκπομπή «Εποχές και Συγγραφείς», και αφορά κυρίως στρατιωτικά αρχεία, αρχεία του υπουργείου Εσωτερικών και Νομαρχιών. Σε γενικές γραμμές, απέφυγα να χρησιμοποιήσω στοιχεία εντυπωσιασμού που δεν μπορούσα να τεκμηριώσω.
Πάντως με χαροποιεί το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων αλλά και συγγενείς των οικογενειών Καρυωτάκη και Πολυδούρη επικροτούν το εγχείρημα. Βεβαίως, σε μια δραματοποιημένη σειρά, ο σκηνοθέτης έχει την ελευθερία να συμπληρώσει τα κενά όταν του λείπει το τελευταίο στάδιο που θα κλειδώσει τα στοιχεία και όταν η συνείδησή του και η πίστη του τον οδηγούν, μέσα από μια διαλεκτική σχέση με ντοκουμέντα και μαρτυρίες, να το τολμήσει. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει ένας φιλόλογος, που έχει μια πιο αυστηρή ματιά.
Εχετε πει ότι η πιο μεγάλη παρεξήγηση για τον Καρυωτάκη είναι ότι υπήρξε παθολογικά καταθλιπτικός.
Τ. Ψ.: Ναι… Ο πρώτος βιογράφος του Καρυωτάκη που δημιούργησε εν πολλοίς την εικόνα του πεισιθάνατου ποιητή, ο Χαρίλαος Σακελλαριάδης, έγραψε ένα βιβλίο το ’38 κατά παραγγελία. Παρουσίασε τον Καρυωτάκη θλιμμένο, μελαγχολικό, καταθλιπτικό, πιθανό για να μη διαταραχθούν οι σχέσεις της οικογένειας με την Εκκλησία, που απομόνωνε τους αυτόχειρες, εκτός κι αν έπασχαν από κάποιο ψυχικό νόσημα. Ομως, ο ίδιος ο Σακελλαριάδης, που υπήρξε φίλος του ποιητή και συναντιούνταν συχνά πριν αρχίσουν οι διορισμοί και οι μεταθέσεις του Καρυωτάκη, αυτοαναιρείται καθώς περιγράφει πώς πήγαιναν μαζί σε ταβέρνες, σε χορούς, γλεντούσαν και χαίρονταν τη ζωή με κάθε τρόπο. Υπάρχει επίσης ένα κείμενο του Αλέξη Μινωτή στη Νέα Εστία, όπου μιλάει για τον συμμαθητή του στο 1ο Γυμνάσιο Χανίων Κώστα Καρυωτάκη και τον περιγράφει σαν τον καπετάν φασαρία, πρώτο στον πετροπόλεμο, χαρούμενο, ζωηρό, υγιή. Δεν μπορεί ένα παιδί που παίζει, κάνει πλάκες, φάρσες και αργότερα, ως νέος -όπως ξέρουμε από άλλες πηγές- γλεντάει στα dancing της Αθήνας, χορεύει με κοπέλες και χαίρεται τη ζωή, να πάσχει από κατάθλιψη.
Πέρα από τον μύθο και τις σκοπιμότητες, η πεσιμιστική ατμόσφαιρα των ποιημάτων του δεν βοήθησε στη δημιουργία αυτής της εικόνας;
Τ. Ψ.: Ο Βασίλης Ρώτας έγραψε μια αρνητική κριτική όταν κυκλοφόρησε το «Ελεγεία και Σάτιρες», κατηγορώντας τον για τον πεσιμισμό του. Και ο Καρυωτάκης του απάντησε -δεν άφηνε ποτέ τίποτα αναπάντητο- αν στ’ αλήθεια πίστευε ότι η εποχή ταίριαζε περισσότερο στη δική του αισιοδοξία ή στο δικό του πεσιμισμό. Είχε λόγους να μελαγχολεί σε μια περίοδο που η Ελλάδα πήγαινε από δικτατορία σε δικτατορία, που ζούσε γελοία πραξικοπήματα, σαν του Γαργαλίδη, του Πάγκαλου και του Κονδύλη, που η ελληνική δημοκρατία έδειχνε αδύναμη και οι άνθρωποι βίωναν τα δεινά του Μεγαλοϊδεατισμού και του Πολέμου. Επομένως, ήταν φυσικό ο Καρυωτάκης να νιώθει απόγνωση και μελαγχολία. Ο πεσιμισμός του όμως ήταν κοινωνικός πεσιμισμός.
Τι άνθρωπος ήταν στ’ αλήθεια ο Καρυωτάκης; Πώς θα τον περιγράφατε;
Τ. Ψ.: Ηταν ευαίσθητος, άνθρωπος με κοινωνική συνείδηση, βεβαίως ελιτίστας στο πνεύμα, μελετηρός, με σφαιρική γνώση, οξυδερκής, ένας ποιητής που ερμήνευσε την εποχή του και είχε το θάρρος να γράφει τις απόψεις του. Ηταν από τους πρώτους εισηγητές της μοντέρνας ποίησης στην Ελλάδα και άνοιξε δρόμους για τη μετέπειτα γενιά του ’30. Είχε, επίσης, μια χιουμοριστική πλευρά, έκανε φάρσες, έβγαλε σατιρική εφημερίδα κι έγραψε επιθεωρήσεις. Τα συμπεριλαμβάνω στο σενάριο όλο αυτά.
Στα ποιήματα και στα πεζά του στηλίτευσε συχνά την εξουσία. Αυτός δεν ήταν ο λόγος που υπέστη διώξεις από τους προϊσταμένους του στη δημόσια διοίκηση;
Τ. Ψ.: Ηταν ένας μαχόμενος άνθρωπος. Υπήρξε συνδικαλιστής, εκλέχτηκε γενικός Γραμματέας της Ενωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, δεν συνδιαλέχτηκε με την κεντρική εξουσία, γι’ αυτό και μετατέθηκε στην Πάτρα και τέλος στην Πρέβεζα, όπου αυτοκτόνησε το 1928. Διώκτης του θεωρείται ότι ήταν ο Μιχαήλ Κύρκος, υπουργός Υγιεινής και Πρόνοιας στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη. Μπορεί να είχε παραπληροφορηθεί, δεν μπορώ να το ξέρω, αυτός πάντως υπέγραψε ποινές, στερήσεις μισθών και άδικες μεταθέσεις του ποιητή. Οταν ο Καρυωτάκης γράφει το «Ανάγκη Χρηστότητας: Το δημοσιοϋπαλληλικό ζήτημα», ένα κείμενο που θα το ζήλευε σήμερα η ΑΔΕΔΥ, φυσικά ενοχλεί, συγκρούεται με το κατεστημένο και διώκεται εξοντωτικά. Ζήτησα πριν από τρία χρόνια από τον κ. Λεωνίδα Κύρκο αν έχει στοιχεία περί του αντιθέτου να μου τα δώσει, είπε θα ψάξει, δεν μου έδωσε τίποτε. Εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος ο Μ. Κύρκος στη συνέχεια διαγράφει μια ιδιαίτερα προοδευτική και αγωνιστική διαδρομή, υφίσταται διώξεις και ταλαιπωρίες. Τότε όμως ήταν ο υπουργός.
Πιστεύετε ότι (ο Καρυωτάκης) ήταν φιλοαριστερός;
Τ. Ψ.: Παρ’ όλο που προερχόταν από μια συντηρητική, φιλοβασιλική οικογένεια που ανήκε στο Λαϊκό Κόμμα και γαλουχήθηκε με αυτές τις αρχές, ανέπτυξε μια έμμεση σχέση με την Αριστερά, επηρεάστηκε από τον Ιωσήφ Ραφτόπουλο και στη συνέχεια από τον Πέτρο Πικρό, αλλά η προσωπικότητά του ήταν τέτοια που δεν του επέτρεπε να ενταχθεί σε ένα κόμμα. Είχε έντονα κριτική ματιά, υποστήριζε πάντα προοδευτικές απόψεις και ήταν πολύ ευαίσθητος απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα. Πολλά κείμενα του Καρυωτάκη ήταν πολιτικά ρεπορτάζ. Το ποίημά του «Στο Αγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» είναι βαθιά πολιτικό, σαν να γράφτηκε σήμερα. Και στο πεζό του «Κάθαρσις» ο Καρυωτάκης, που δεν έγραφε τίποτε τυχαία, χρησιμοποιεί τους όρους «Ο κύριος Αλφα», «ο Βήτα», «ο Γάμα» για να καταλήξει στον «Δέλτα», μιλώντας για «ληστεία υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία». Ο Καρυωτάκης, που είχε διατελέσει υπάλληλος στο υπουργείο Πρόνοιας για την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικράς Ασίας, είχε δει πολλά. Στον Αυτόνομο Οργανισμό Αποκατάστασης Προσφύγων, όταν ιδρύθηκε, μετείχαν ένας Αμερικανός, ένας εκπρόσωπος της Κοινωνίας των Εθνών και δύο Ελληνες, ο Περικλής Αργυρόπουλος και ο Στέφανος Δέλτας (βλέπε Γ. Δάλκου «Κωνσταντίνος Γεωργίου Καρυωτάκης»). Ο συσχετισμός είναι εμφανής. Ο Αλέξης Ζήρας στα «Μικροφιλολογικά» διατυπώνει την αντίρρησή του, αλλά δεν μπορώ να φαντασθώ ότι ο Καρυωτάκης χρησιμοποίησε τυχαία το αλφάβητο για να αριθμήσει τα παραδείγματά του σε ένα κείμενο που είναι άμεσα πολιτικό.
Έχετε καταλήξει στο τι τον οδήγησε τελικά στην αυτοκτονία; Οι διώξεις και οι μεταθέσεις, η απογοήτευση, η σύφιλη από την οποία έπασχε;
Τ. Ψ.: Συγκλίνουν πολλά σε αυτήν την κατάληξη. Το γεγονός ότι έπασχε από σύφιλη το γνώριζε ήδη από το 1922. Λίγο μετά εξάλλου δημοσίευσε το ποίημα «Ωχρά Σπειροχαίτη», κίνηση αδιανόητη για δημόσιο υπάλληλο της εποχής, να παραδεχθεί δημοσίως ότι πάσχει από αφροδίσιο νόσημα. Πριν μετατεθεί στην Πρέβεζα πρέπει να είδε έναν ειδικευμένο γιατρό στο Παρίσι, ο οποίος του μίλησε για επιδείνωση. Αυτό σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες άδικες μεταθέσεις και τις πολιτικές διώξεις βάρυναν αναμφίβολα την ψυχολογική του κατάσταση. Και, τέλος, ένας εκβιασμός που του έγινε, σύμφωνα με την αλογόκριτη τελευταία επιστολή του, για τον οποίο δεν έχουμε σαφή αντίληψη παρά μόνον ενδείξεις. Αυτές αφορούν πιθανότατα, κατά τον Γ. Σαββίδη, το όπιο και τις κοινές γυναίκες. Ο Καρυωτάκης πιθανόν να έκανε περιστασιακά χρήση οπίου, επηρεασμένος από τους καταραμένους ποιητές και ιδιαίτερα τον Μποντλέρ. Τα «Νηπενθή» του αναφέρονται ευθέως στον Μποντλέρ, ο οποίος χρησιμοποιεί την ομηρική λέξη «νηπενθές», φάρμακον νηπενθές, δηλαδή αυτό που διώχνει τη λύπη. (Λίζυ Τσιριμώκου «Ποιητική Αλχημεία, Μπωντλαίρ-Καρυωτάκης», 1997).
Επίσης είναι γνωστό -και ο Σακελλαριάδης το αναφέρει ρητά- ότι ο Καρυωτάκης είχε σχέσεις με γυναίκες ελυθερίων ηθών. Πριν φύγει στην Πρέβεζα πίστευε πως μία απ’ αυτές τον αγαπούσε και λογάριαζε μάλιστα να ζήσει μαζί της. Αυτά ήταν αρκετά στοιχεία για να εκβιάζεται από την Ασφάλεια, και όχι μόνο γιατί ήταν συνδικαλιστής. Στην Πρέβεζα θα συναντήσει τον Πικρό, με τον ιδιότυπο πολιτικό λόγο, ο οποίος ήταν υποψήφιος με το «Μέτωπο Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων», εκλογική συμμαχία του ΚΚΕ στις προσεχείς εκλογές, και κόκκινο πανί για την Ασφάλεια, αφού μόλις είχε βγει απ’ τις φυλακές. Έχει λεχθεί ακόμη ότι ο Καρυωτάκης εκβιαζόταν επειδή είχε ομοφυλοφιλικές τάσεις, πράγμα αναληθές.
Πού βασίστηκε το επιχείρημα της ομοφυλοφιλίας;
Τ. Ψ.: Είναι απολύτως αναληθές ότι ο Καρυωτάκης ήταν ομοφυλόφιλος. Κάτι τέτοιο δεν ανιχνεύεται καθόλου στην ποίησή του ούτε σε κάποιο στοιχείο της ζωής του. Είναι γνωστοί οι έρωτες του Καρυωτάκη με γυναίκες, πλατωνικοί μεν, λόγω των αυστηρών ηθών, αλλά απολύτως τεκμηριωμένοι. Υπήρξαν κάποιες αναφορές που έλεγαν ότι όταν αυτοκτόνησε φορούσε γυναικείο εσώρουχο. Έκανα έρευνα για το θέμα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι φορούσε τα άγνωστα εκείνη την εποχή στην Ελλάδα ανδρικά σλιπ, τα οποία είχε αγοράσει στο Παρίσι. Έγραψα στην εταιρεία και μου απάντησαν ότι η παραγωγή τους ξεκίνησε το 1913 και ότι από το 1920 ήταν πολύ διαδεδομένα και αγοράζονταν από πολλούς ξένους επισκέπτες. Άλλωστε πώς είναι δυνατόν ο Καρυωτάκης να φορούσε γυναικείο εσώρουχο, ενώ είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει;
Η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη ήταν έντονη και πολυτάραχη. Εχει λεχθεί ότι εκείνη ήταν πολύ ερωτευμένη, αλλά όχι και ο Καρυωτάκης.
Τ. Ψ.: Αυτήν την εικόνα τη δημιούργησε ο Σακελλαριάδης. Δεν ξέρω τι κίνητρα είχε. Προσωπικά τον διαβάζω με σχετική καχυποψία, όταν μάλιστα δέχεται να δημοσιευθεί λογοκριμένη η τελευταία επιστολή του ποιητή, χωρίς καν αποσιωπητικά στα επίμαχα σημεία. Αξιοπρόσεχτο είναι πως κατά τη διάρκεια της σχέσης Καρυωτάκη-Πολυδούρη ο Σακελλαριάδης δεν εμφανίζεται στη ζωή του Καρυωτάκη ούτε διά ζώσης ούτε με συχνή αλληλογραφία όπως άλλοτε. Εγώ πιστεύω πως ο Καρυωτάκης αγαπούσε και θαύμαζε τη Μαρία, η οποία ήταν πολύ ισχυρή προσωπικότητα, κι επιπλέον ψηλή και ωραία κοπέλα. Εχουν δημοσιευθεί επιστολές του προς την Πολυδούρη όπου δεν κρύβει την αγάπη του.
Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν ολοκλήρωσαν τη σχέση τους;
Τ. Ψ.: Μην ξεχνάμε ότι και οι δύο είναι παιδιά συντηρητικών οικογενειών και γνωρίζονται λιγότερο από 4 μήνες. Κατά τη διάρκεια της σχέσης ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι πάσχει από σύφιλη και το λέει στη Μαρία. Εάν είχαν ολοκληρωμένες σχέσεις, μόλις μάθαινε η Μαρία πως ο σύντροφός της είχε σύφιλη θα πάθαινε ένα μικρό σοκ. Η σύφιλη ήταν τότε αντίστοιχη με το AIDS, και η πιθανότητα μετάδοσης ήταν 35-40% με την πρώτη κιόλας επαφή. Πουθενά απ’ τα γραπτά της ή το ημερολόγιό της δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, του προτείνει να ζήσουν μαζί κι ας μην κάνουν παιδιά (πιθανώς να εννοεί έρωτα). Ο Καρυωτάκης, φυσικά, αρνείται, είναι πολύ υπερήφανος για να το δεχτεί… Επιπλέον πρέπει να βλέπουμε τη συμπεριφορά των ατόμων σε σχέση με την εποχή τους. Οχι με τα σημερινά δεδομένα. Και οι συνήθειες της εποχής απαιτούν «τα νόμιμα κρεβάτια», όπως γράφει σαρκαστικά και ο ίδιος…