Ξεκίνησα να διαβάζω τον Τροπικό του Καρκίνου, έχοντας ακούσει τόσα πολλά για τον συγγραφέα του και κυρίως για το πόσο βοήθησε να απομυθοποιηθεί η ερωτική λογοτεχνία, οι ρεαλιστικές περιγραφές και η χρήση λέξεων που- ακόμα και σήμερα- σπάνια χρησιμοποιούνται στη λογοτεχνία. Διαβάζοντας αυτό το ογκώδες βιβλίο με τις ατέλειωτες περιγραφές, τις περιπέτειες, τους ακούραστους φίλους του και τις μακροσκελείς εξομολογήσεις του Μίλλερ, δεν ήταν τόσο το Παρίσι που συνήθως συνοδευόταν στο μυαλό μου με ένα αχνό κίτρινο και πότε γκρι χρώμα, ούτε η περίοδος του Μεσοπολέμου, που όλα φάνταζαν απλά και ήρεμα πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που με εντυπωσίασε... ήταν όλα αυτά που κουβαλούσε ο συγγραφέας στο κεφάλι του, οι σκέψεις που έκανε- το γεγονός ότι εγώ συν τοις άλλοις ακολουθούσα έναν συγγραφέα, που μοναδική κληρονομιά του ήταν ένα καπέλο, ένα ζευγάρι παπούτσια, μια αλλαξιά, μία γραφομηχανή. Το μοναδικό άπειρο πάνω του ήταν τα χαρτιά στα οποία έγραψε το έργο του.
[Πληροφορίες: το βιβλίο άρχισε να γράφεται το 1931 και εκδόθηκε το 1934 με τη χρηματική βοήθεια της Αναΐς Νιν. Το 1939 ο Χένρι Μίλλερ εγκαταλείπει το Παρίσι, αφού δημοσιεύθηκε και το δεύτερο βιβλίο του "Ο Τροπικός του Αιγόκερω". Ωστόσο, στις ΗΠΑ τα έργα του δεν εκδίδονται νωρίτερα από το 1960.]
~ ~ ~
Υπάρχουν μέρες,
μολαταύτα, με τον ήλιο να λάμπει κι εμένα να βγαίνω απ’τα συνηθισμένα μονοπάτια
και να τη λαχταρώ σαν τρελός. Μια στις τόσες, παρά την αλαμπή μου ικανοποίηση,
κάθομαι και σκέφτομαι έναν άλλο τρόπο ζωής, κάθομαι και αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν
αλλιώτικα τα πράγματα αν είχα ένα νεαρό, σφριγηλό, αεικίνητο πλάσμα στο πλάι
μου. Το πρόβλημα είναι ότι μετά βίας θυμάμαι πώς είναι η όψη της ή, ακόμα, πώς
είναι να τη σφίγγω στην αγκαλιά μου. Όλα όσα ανήκουν στο παρελθόν φαίνεται να έχουν
καταποντιστεί – έχω αναμνήσεις, αλλά οι εικόνες έχουν χάσει τη ζωντάνια τους,
μοιάζουν νεκρές και ασύνδετες, σαν μούμιες φαγωμένες απ’το χρόνο και κολλημένες
σ’ ένα τέλμα. Κάθε που πασχίζω ν’αναθυμηθώ τη ζωή μου στη Νέα Υόρκη, το μόνο
που φτάνει στο μυαλό μου είναι θραύσματα γεμάτε σκλήθρες, εφιαλτικά και καλυμμένα
με χαλκοπράσινη σκουριά. Φαίνεται πως η κανονική μου ύπαρξη είχε φτάσει σ’ένα κάποιο
τέρμα, αλλά πού ακριβώς δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Δεν είμαι Αμερικανός πια,
μήτε Νεοϋορκέζος, κι ακόμα λιγότερο Ευρωπαίος, ή έστω Παριζιάνος. Δεν έχω καμία
υπηκοότητα, ευθύνη καμιά, μήτε μίση, μέριμνες, διόλου προκαταλήψεις, πάθη μηδέν.
Δεν είμαι υπέρ, δεν είμαι και κατά. Είμαι ουδέτερος.
Είναι αδύνατον
να κοιτάξεις έστω και μια γωνίτσα των ονείρων του δίχως να αισθανθείς το φούσκωμα
του κύματος και τη δροσιά του αφρού. Κι αυτός, ο Ματίς, στο δοιάκι να στέκει
ατενίζοντας με ακλόνητα γαλάζια μάτια το χαρτοφυλάκιο του χρόνου. Ω, σε τι
αλαργινές γωνιές έχει ρίξει τη μακριά, λοξή ματιά του! Κοιτάζοντας πέρα από το
αχανές ακρωτήριο της μύτης του έχει δει τα πάντα – τις Κορδιλιέρες που πέφτουν
μες στον Ειρηνικό, την ιστορία της Διασποράς όπως είναι αποτυπωμένη στην
περγαμηνή, φωτοφράκτες να μελωδούν με το θρόισμα της ακρογιαλιάς, το πιάνο να
καμπυλώνει σαν κοχύλι, στεφάνες ανθέων να αναδίνουν διαπασών φωτός, χαμαιλέοντες
να συστρέφονται σπασμωδικά κάτω από το βάρος βιβλίων, σεράγια ν’αφανίζονται αφήνοντας
ωκεανούς κονιορτού, μουσική να ξεχύνεται σαν φωτιά μέσα από την κρυμμένη χρωμόσφαιρα
της οδύνης, σπόρια και μικροοργανισμοί να γονιμοποιούν τη γη, ομφαλοί να εμέσσουν
τους λαμπρούς γόνους της αγωνίας… Είναι ο έξοχος σοφός, ένας μάντης χορευτής
που, με μια κίνηση του χρωστήρα, αφαιρεί το άσχημο ικρίωμα όπου το σώμα του
ανθρώπου είναι αλυσοδεμένο από τα αδιάσειστα γεγονότα της ζωής. Αυτός είναι,
ναι αυτός, αν κάποιος σήμερα έχει το χάρισμα, αυτός γνωρίζει πού να διαλύσει
μιαν ανθρώπινη μορφή, αυτός έχει το σθένος να θυσιάσει μιαν αρμονική γραμμή
προκειμένου να ανιχνεύσει το ρυθμό και το μουρμουρητό του αίματος, αυτός παίρνει
το φως που έχει διαθλαστεί εντός του και το αφήνει να πλημμυρίσει την παλέτα
των χρωμάτων.
Τα πάντα είναι γκρίζα, μακάβρια, σφύζουν από ευθυμία, πρησμένα
από μέλλον, σαν φλεγμονή στα ούλα. Μεθυσμένος από τούτο το έκλυτο έκζεμα του μέλλοντος,
τρεκλίζω ίσαμε την πλατεία Βιολέ, τα χρώματα να είναι ιώδη όλα και φαιοκύανα,
τα ανώφλια τόσο χαμηλά ώστε μονάχα νάνοι και καλικάντζαροι μπορούν χωλαίνοντας
να μπουν∙ πάνω από το μουντό κρανίο του Ζολά, οι καμινάδες ξερνάνε καθαρή κοκαΐνη,
ενώ η Παναγία των Σάντουιτς αφουγκράζεται με αυτιά σαν λάχανα το κόχλασμα των
δεξαμενών του αερίου, αυτά τα όμορφα, παραφουσκωμένα βατράχια που κάθονται
ανακούρκουδα στην άκρη του δρόμου.
Είμαι απάνθρωπος! Το λέω μ’ένα τρελό παραισθησιακό χαμόγελο,
και θα συνεχίσω να το λέω ο κόσμος να χαλάσει. […] Πλάι πλάι με την ανθρώπινη
φυλή οδεύει και μια άλλη ράτσα όντων, η ράτσα των απάνθρωπων, η ράτσα των
καλλιτεχνών που, κεντρισμένοι από άγνωστες παρορμήσεις, παίρνουν τη δίχως ζωή μάζα
της ανθρωπότητας και, με τον πυρετό και τον αναβρασμό που της προσδίδουν,
μετατρέπουν αυτή τη λασπώδη ζύμη σε άρτο, και τον άρτο σε οίνο, και τον οίνο σε
τραγούδι. Από το νεκρό κοπρόχωμα και την αδρανή σκωρία, οι καλλιτέχνες γεννάνε ένα
τραγούδι που μεταδίδεται και μολύνει. Βλέπω αυτή την άλλη ράτσα να λεηλατεί το
σύμπαν, να ανατρέπει τα πάντα, ενώ τα πόδια τους κινούνται πάντα μες στο αίμα
και στα δάκρυα, τα χέρια τους είναι πάντα αδειανά, πάντα πασχίζουν το πέραν να
αδράξουν, τον Θεό που είναι τόσο απροσπέλαστος. […] Βλέπω πως όταν ξεριζώνουν
τα μαλλιά τους στην προσπάθεια τους να καταλάβουν, να κατακτήσουν αυτό που μένει
πάντα απρόσιτο, βλέπω πως όταν αλαλάζουν σαν τρελαμένα τέρατα και ξεσκίζουν και
ξεκοιλιάζουν, βλέπω ότι αυτό είναι το σωστό, ότι δεν υπάρχει άλλη ατραπός ν’ακολουθήσεις.
[…] Όλα τα υπόλοιπα είναι κίβδηλα, όλα τα υπόλοιπα είναι ανθρώπινα. Όλα τα υπόλοιπα
ανήκουν στη ζωή και την αζωία.
Σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες περιπλανήθηκα, και στον Καναδά,
και στο Μεξικό. Η ίδια ιστορία παντού. Αν θες ψωμί, πρέπει ν’αφήσεις να σε ζέψουν,
να μπεις στην κρεατομηχανή. Σε όλο τον πλανήτη, μια γκρίζα έρημος, ένα χαλί από
ατσάλι και τσιμέντο. Η Παραγωγή! Όλο και περισσότερες βίδες και παξιμάδια, όλο
και περισσότερο συρματόπλεγμα, όλο και περισσότερες σκυλοτροφές, όλο και περισσότερες
μηχανές για να κουρεύεις το γκαζόν, όλο και περισσότερα ρουλεμάν, όλο και
περισσότερα εκρηκτικά, όλο και περισσότερα άρματα μάχης, όλο και περισσότερα
δηλητηριώδη αέρια, όλο και περισσότερο σαπούνι, όλο και περισσότερες οδοντόκρεμες,
όλο και περισσότερες εφημερίδες, όλο και περισσότερη εκπαίδευση, όλο και περισσότερες
εκκλησίες, όλο και περισσότερες βιβλιοθήκες, όλο και περισσότερα μουσεία. Εμπρός! Ο χρόνος πιέζει. Το έμβρυο σπρώχνει
το στόμιο της μήτρας, και δεν υπάρχει μήτε στάλα σάλιο να διευκολύνει την έξοδό
του. Μια στεγνή στραγγαλιστική γέννα. Μήτε κλάμα μήτε τιτίβισμα. Salut au monde! Χαιρετισμός από είκοσι
ένα κανόνια που βροντάνε από το απευθυσμένο.
Σκεφτόμουν όλο εκείνο τον καιρό που είχα χαραμίσει για να διαβάζω Βιργίλιο
ή να τσαλαβουτάω σε ακατανόητες παρλαπίπες όπως το Χέρμαν και Δωροθέα. Τι παραφροσύνη! Μάθηση, αυτή η άδεια ψωμιέρα!
Σκέφτηκα τον Καρλ που ξέρει να απαγγέλει τον Φάουστ από το τέλος προς την αρχή,
που ποτέ δεν γράφει ένα βιβλίο δίχως να εγκωμιάσει παράφορα τον αθάνατο, αδιάφθορο
Γκαίτε του. Κι ωστόσο, δεν έχει νου και γνώση να βάλει καμιά πλούσια να του
αγοράσει μια αλλαξιά εσώρουχα. Υπάρχει κάτι το αισχρό σ’αυτή ην αγάπη για το
παρελθόν που καταλήγει στις ουρές των απόρων και στα αμπριά. Υπάρχει κάτι αισχρό
σ’αυτόν τον πνευματικό γκανγκστερισμό που επιτρέπει σ’έναν ηλίθιο να ραντίζει
με αγιασμό τις Μεγάλες Βέρθες, και τα πανίσχυρα θωρηκτά, και τα τρομερά
εκρηκτικά. Κάθε άνθρωπος με υπερβολική δόση κλασικών σπουδών είναι ένας εχθρός της
ανθρώπινης φυλής.
[Εκδόσεις Μεταίχμιο]