Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ - Κι όμως τη νύχτα κοιμούνται οι ποντικοί



Πέφτουν στα χέρια σου σχολικά βιβλία* και συνειδητοποιείς με πόση αδιαφορία αυτοί οι καθηγητές περνάνε κι εγκαταλείπουν κείμενα γνωστών (κι όχι και τόσο γνωστών) συγγραφέων... Εμμένουν σε ονόματα με την εκνευριστική επιμονή ανήλικου που ματώνει το κεφάλι του στον τοίχο. Να περάσει το δικό τους; Και τι ακριβώς θέλουν; Αυτούς που ξέρεις, τους ξέρεις και χωρίς τη βοήθεια τους- άλλωστε αυτοί οι γνωστοί θα'ρθουν σε σένα, άκοπα. Οι άλλοι όμως που περνάνε κι εγκαταλείπονται δεν θα σε βρουν και δεν θα τους βρεις ποτέ. Πρέπει να πας εσύ σ'αυτούς. Στα 17 σου είχες την ευκαιρία να πας στον Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ. Στον συγγραφέα που έζησε ελάχιστα (26 χρονών τον σκότωσαν οι κακουχίες του πολέμου) και που στα κείμενα και τα θεατρικά του παίρνεις μόνο σκόνη, χαλάσματα, θάνατο. Τώρα που το σκέφτεσαι, ίσως και να μη σου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να τον συναντήσεις ακριβώς για τον παραπάνω λόγο. 

Βόλφγκανκ Μπόρχερτ. Ο αντιναζιστής. Ο συγγραφέας των ερειπίων. 



***


Το κούφιο παράθυρο στον μοναχικό τοίχο έχασκε μενεξεδένιο, γεμάτο από τον πρώιμο απογευματινό ήλιο. Σύννεφα σκόνης άστραφταν ανάμεσα στα υψωμένα απομεινάρια των καπνοδόχων. Η έρημος των ερειπίων λαγοκοιμόταν.
Είχε τα μάτια κλειστά. Μεμιάς σκοτείνιασε ακόμα πιο πολύ. Κατάλαβε ότι κάποιος είχε έρθει και στεκόταν τώρα μπροστά του σκοτεινός, σιωπηλός. Τώρα με τσάκωσαν, σκέφτηκε. Αλλά παίζοντας λίγο τα βλέφαρα είδε μονάχα δυο πόδια ντυμένα μ’ ένα παντελόνι κάπως φτωχικό. Έτσι στραβά που στέκονταν μπροστά του, μπορούσε να δει ανάμεσά τους.
Τόλμησε να ρίξει μια γρήγορη ματιά από τα μπατζάκια προς τα πάνω και διέκρινε έναν ηλικιωμένο άντρα. Είχε ένα μαχαίρι κι ένα καλάθι στο χέρι. Και λίγο χώμα στην άκρη των δαχτύλων.
— Κοιμάσ’ εδώ, ε; ρώτησε ο άντρας και κοίταξε από πάνω το κεφάλι με τα πυκνά μαλλιά. Ο Γύργκεν, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα, είδε τον ήλιο ανάμεσα απ’ τα πόδια του άντρα και είπε: «Όχι, δεν κοιμάμαι. Πρέπει να φυλάω εδώ πέρα».
Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. — Α, γι’ αυτό έχεις λοιπόν αυτό το μεγάλο ξύλο;
— Ναι, απάντησε ο Γύργκεν θαρραλέα και κράτησε σφιχτά το ξύλο.
— Και τι φυλάς;
— Δεν μπορώ να το πω. Τα χέρια του έσφιγγαν το ξύλο.
— Τίποτα λεφτά μήπως; Ο άντρας άφησε κάτω το καλάθι και σκούπισε το μαχαίρι εδώ κι εκεί πάνω στο παντελόνι του.
— Όχι, λεφτά πάντως όχι, είπε ο Γύργκεν με περιφρόνηση. Κάτι εντελώς διαφορετικό.
— Ε, τι λοιπόν;
— Δεν μπορώ να το πω. Κάτι άλλο τέλος πάντων.
— Καλά, όχι λοιπόν. Τότε κι εγώ βέβαια δεν θα σου πω τι έχω μέσα στο καλάθι. Ο άντρας χτύπησε με το πόδι το καλάθι κι έκλεισε το μαχαίρι.
—Μμ, το φαντάζομαι τι έχει το καλάθι, είπε ο Γύργκεν υποτιμητικά. Τροφή για κουνέλια.
— Ναι, που να πάρει! είπε ο άντρας έκπληκτος, είσαι και ξύπνιος. Και πόσων χρονών είσαι;
— Εννιά.
— Μπα, για δες, εννιά λοιπόν. Τότε βέβαια θα ξέρεις κιόλας πόσα μας κάνουν τρία επί εννιά, ε;
— Σίγουρα, είπε ο Γύργκεν και για να κερδίσει χρόνο συνέχισε: «Είναι πολύ εύκολο». Και κοίταξε μέσα απ’ τα πόδια του άντρα. «Τρία επί εννιά, ε;» ξαναρώτησε. «Είκοσι εφτά. Το ήξερα απ’ την αρχή».
— Σωστά, είπε ο άντρας, ακριβώς τόσα κουνέλια έχω.
Ο Γύργκεν έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. «Είκοσι εφτά;»
— Μπορείς να τα δεις. Πολλά είν’ ακόμα πάρα πολύ μικρά. Θέλεις;
— Δεν μπορώ όμως. Αφού πρέπει να φυλάω, είπε ο Γύργκεν αβέβαια.
— Συνέχεια; ρώτησε ο άντρας, ακόμα και τη νύχτα;
— Ακόμα και τη νύχτα. Συνέχεια. Πάντα. Ο Γύργκεν κοίταξε ψηλά πάνω απ’ τα στραβά πόδια. Ήδη απ’ το Σάββατο, ψιθύρισε.
— Και δεν πηγαίνεις δηλαδή καθόλου στο σπίτι; Πρέπει να τρως κιόλας.
Ο Γύργκεν σήκωσε μια πέτρα. Από κάτω είχε μισό ψωμί. Και μια ταμπακέρα.
— Καπνίζεις; ρώτησε ο άντρας, έχεις και πίπα;
Ο Γύργκεν έπιασε με δύναμη το ξύλο του κι είπε διστακτικά: «Εγώ στρίβω. Η πίπα δεν μ’ αρέσει».
— Κρίμα! ο άντρας έσκυψε προς το καλάθι του, τα κουνέλια θα μπορούσες άνετα να τα δεις μια φορά. Ειδικά τα μικρά. Μπορεί να διάλεγες και κανένα. Αλλά εσύ δεν μπορείς να φύγεις από δω.
— Όχι, είπε ο Γύργκεν λυπημένα, όχι, όχι.
Ο άντρας πήρε το καλάθι και σηκώθηκε. «Καλά λοιπόν, αν πρέπει να μείνεις εδώ, κρίμα». Και γύρισε να φύγει. «Αν δεν μαρτυρήσεις», είπε τότε βιαστικά ο Γύργκεν, «εξαιτίας των ποντικών».
Τα στραβά πόδια έκαναν ένα βήμα προς τα πίσω. «Εξαιτίας των ποντικών;»
— Ναι, τρώνε τους πεθαμένους. Τους ανθρώπους. Απ’ αυτό ζούνε.
— Ποιος το λέει αυτό;
— Ο δάσκαλός μας.
— Κι εσύ φυλάς τους ποντικούς; ρώτησε ο άντρας.
— Όχι αυτούς βέβαια. Και μετά είπε σιγά σιγά: «Ο αδερφός μου, είν’ εκεί κάτω. Εκεί». Ο Γύργκεν έδειξε με το ξύλο τους γκρεμισμένους τοίχους. «Το σπίτι μας δέχτηκε μια βόμβα. Μεμιάς χάθηκε το φως απ’ το υπόγειο. Κι αυτός χάθηκε. Φωνάξαμε κιόλας. Ήταν πολύ μικρότερος από μένα. Μόλις τεσσάρων. Πρέπει να είναι δω ακόμα. Είναι πολύ μικρότερος από μένα».
Ο άντρας κοίταζε από πάνω το κεφάλι με τα πυκνά μαλλιά. Αλλά μετά είπε ξαφνικά: «Ναι, αλλά δεν σας είπε ο δάσκαλός σας ότι τη νύχτα οι ποντικοί κοιμούνται;»
— Όχι, ψιθύρισε ο Γύργκεν και φάνηκε αμέσως πάρα πολύ κουρασμένος· αυτό δεν το είπε.
— Ορίστε, είπε ο άντρας, τι δάσκαλος είναι, αν δεν ξέρει ούτε καν αυτό. Κι όμως, τη νύχτα κοιμούνται οι ποντικοί. Τη νύχτα μπορείς να πηγαίνεις ήσυχα στο σπίτι. Τη νύχτα κοιμούνται πάντα. Απ’ την ώρα που βραδιάζει κιόλας.
Ο Γύργκεν έφτιαχνε με το ξύλο μικρούς λάκκους στα συντρίμμια.
Πολλά μικρά ζωάκια, σκεφτόταν, όλο μικρά ζωάκια. Τότε είπε ο άντρας (και τα στραβά του πόδια ήταν πολύ ανήσυχα καθώς μιλούσε): «Ξέρεις τι θα γίνει; Τώρα θα ταΐσω γρήγορα γρήγορα τα κουνέλια μου κι όταν νυχτώσει, θα σε πάρω. Μπορεί να φέρω κι ένα μαζί μου. Ένα μικρό. Τι λες;»
Ο Γύργκεν έσκαβε μικρούς λάκκους στα συντρίμμια. Πολλά μικρά κουνέλια. Άσπρα, γκρίζα, ασπρόγκριζα. «Δεν ξέρω», είπε σιγανά και κοίταξε τα στραβά πόδια, «αν στ’ αλήθεια κοιμούνται τη νύχτα».
Ο άντρας σκαρφάλωσε πάνω απ’ τα ερείπια του τοίχου και βγήκε στο δρόμο. «Φυσικά», είπε από κει, «ο δάσκαλός σας πρέπει να τα μαζεύει, αν δεν ξέρει ούτ’ αυτό».
Τότε ο Γύργκεν σηκώθηκε πάνω και ρώτησε: «Μπορώ μήπως να πάρω ένα; Μήπως ένα μικρό;»
— Θα προσπαθήσω, φώναξε ο άντρας φεύγοντας, αλλά πρέπει να περιμένεις εδώ, μέχρι τότε. Μετά θα ’ρθω μαζί σου στο σπίτι, εντάξει; Πρέπει να πω στον πατέρα σου πώς φτιάχνεται ένα κλουβί για κουνέλια. Γιατί αυτό μια φορά πρέπει να το ξέρετε.
— Ναι, φώναξε ο Γύργκεν. Θα περιμένω. Πρέπει, άλλωστε, να φυλάω μέχρι να νυχτώσει. Θα περιμένω οπωσδήποτε. Και φώναξε: «Έχουμε ακόμα σανίδες στο σπίτι. Σανίδες από κιβώτια», φώναξε.
Αλλ’ αυτά ο άντρας δεν τ’ άκουγε πια. Προχωρούσε με τα στραβά του πόδια προς την κατεύθυνση του ήλιου. Ήταν αυτός ο κόκκινος απογευματινός ήλιος κι ο Γύργκεν μπορούσε να τον δει να λάμπει μέσ’ απ’ τα πόδια, τόσο στραβά ήταν. Και το καλάθι έγερνε ανήσυχα από δω κι από κει. Είχε τροφή για κουνέλια εκεί μέσα. Πράσινη τροφή για κουνέλια που είχε γίνει λίγο γκρίζα απ’ τη σκόνη.


[μτφρ. Ρόδη Ασήμη]

* Αξίζει (;) να δείτε, μετά από αυτό το πεζογράφημα, τι ερωτήσεις ακολουθούν στο σχολικό βιβλίο (Κείμενα Β' Λυκείου).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου