Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Τζαζ (μέρος α'): ως μία εκ των καλών δολοφονιών





Διαβάζοντας το βιβλίο του Geoff Dyer "Κι όμως, Όμορφα...", αφού άκουσα πρώτα ένα - δύο επεισόδια του βιβλίου κάποια απογεύματα ή κάποια βράδια στο Τρίτο Πρόγραμμα και αφού ταξίδεψα για 239 σελίδες στην Νέα Υόρκη, στους δρόμους, στα κίτρινα και πράσινα φώτα, στα σκοτεινά καπέλα και τα σπασμένα γυαλιά ακριβώς εκεί που ζούνε τα σπασμένα γυαλιά, στις νότες της τρομπέτας, του σαξόφωνου, και του μπάσο, στους ρυθμούς και το πεσμένο αλκοόλ στον άνθρωπο, στάθηκα στο τέλος του βιβλίου, εκεί που ο G. Dyer αφήνει την εξαιρετική μυθιστορία του και γίνεται ένας υπομονετικός και παρατηρητικός - ένας βαθύς γνώστης των μουσικών της τζαζ, με το δοκίμιό του. Ορισμένες ενότητες τις μεταφέρω σε μέρη εδώ.  

Οι υποσημειώσεις είναι δικές μου. 




~ * ~


ΠΑΡΑΔΟΣΗ 
ΕΠΙΡΡΟΕΣ 
ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ


Στα μισά μιας μακριάς ή στα τέλη μιας σύντομης ζωής
ΓΙΟΖΕΦ ΜΠΡΟΝΤΣΚΙ



O Chet Baker φωτογραφημένος το
1986, δύο χρόνια πριν "πεθάνει"

[…] Όποιος ενδιαφέρεται για την τζαζ δεν αργεί να νιώσει απορία για τις μεγάλες απώλειες μεταξύ των μουσικών της. Ακόμη και κάποιος που δεν τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα έχει σίγουρα ακούσει για τον Τσετ Μπέικερ, που έχει γίνει το αρχέτυπο του καταδικασμένου τζαζίστα, για την κατάρρευση του αλλοτινά καλοφτιαγμένου προσώπου του, που αποτέλεσε βολική έκφραση της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ τζαζ και εθισμού στα ναρκωτικά. Φυσικά αμέτρητοι μαύροι – και μερικοί λευκοί – τζαζίστες πιο προικισμένοι από τον Τσετ έζησαν απείρως τραγικότερη ζωή [1] (αν μη τι άλλο ο Τσετ μπόρεσε να ζήσει στη σκιά του θρύλου του).




Charles Mingus / enough alcohol
 to put down an elephant...
Ουσιαστικά όλοι οι μαύροι μουσικοί υπήρξαν θύματα φυλετικών διακρίσεων και κακομεταχείρισης (ο Αρτ Μπλέικι, ο Μάιλς Ντέιβις και ο Μπαντ Πάουελ είχαν πέσει και οι τρεις θύματα άγριου ξυλοδαρμού από την αστυνομία). Αν ο Κόλμαν Χόκινς και ο Λέστερ Γιανγκ, που μεσουράνησαν τη δεκαετία του 1930, κατέληξαν αλκοολικοί, η γενιά των μουσικών που σφράγισαν την επανάσταση της μπίμποπ τη δεκαετία του 1940 και παγίωναν την ανάπτυξή της τη δεκαετία του 1950 έπεσε θύμα μιας πραγματικής επιδημίας εθισμού στην ηρωίνη. […]  Το δρόμο προς τις ψυχιατρικές πτέρυγες των νοσοκομείων, αν και πολύ πιο δύσβατος, τον διάβηκαν επίσης αρκετοί. Ο Μονκ, ο Μίγνκους, ο Γιανγκ, ο Πάρκερ, ο Πάουελ, ο Ρόουτς – τόσες από τις κυρίαρχες μορφές του ’40 και του ’50 υπέστησαν κάποιο είδος νευρικού κλονισμού, και δεν θα ήταν μεγάλη υπερβολή να θεωρήσει κανείς και την κλινική Μπέλβιου ένα σπίτι της σύγχρονης τζαζ εφάμιλλο με το Μπέρντλαντ.

Οι φοιτητές της λογοτεχνίας είθισται να βλέπουν στον πρόωρο θάνατο του Σέλεϊ και του Κιτς, στην ηλικία των τριάντα και των είκοσι έξι ετών αντίστοιχα, την πραγμάτωση των τραγικών όρων της ρομαντικής αγωνίας. Στον Σούμπερτ, επίσης, βλέπουμε τον χαρακτηριστικό τύπο του ρομαντικού ταλέντου, που αναλώνεται καθώς ανθίζει. Και στους τρεις, υπονοείται πως ο πρόωρος θάνατος είναι συνθήκη της δημιουργικότητας. Αισθάνθηκαν ότι ο χρόνος τέλειωνε και το ταλέντο τους έπρεπε να καρποφορήσει στη διάρκεια μερικών σύντομων χρόνων, αντί να ωριμάσει σταθερά επί τρεις δεκαετίες.

Lester Young 

Για τους τζαζίστες της εποχής της μπίμποπ, το να φτάσουν στη μέση ηλικία αρχίζει να φαντάζει σαν όνειρο μακροβιότητας. Ο Τζον Κολτρέιν πέθανε στα σαράντα. Ο Τσάρλι Πάρκερ στα τριάντα τέσσερα. Προς το τέλος της ζωής τους, και οι δύο έλεγαν ότι μουσικά δεν ήξεραν πού αλλού να πάνε. Πολλοί άλλοι πέθαναν είτε στο απόγειο των δυνατοτήτων τους ή πριν ακόμη εκφραστεί πλήρως η δυναμική του ταλέντου τους. Ο Λι Μόργκαν πέθανε στα τριάντα τρία (πυροβολήθηκε την ώρα που έπαιζει σ’ ένα κλαμπ), ο Σόνι Κρις αυτοκτόνησε στα τριάντα εννιά, ο Όσκαρ Πέτιφορντ πέθανε στα τριάντα επτά, ο Έρικ Ντόλφι στα τριάντα έξι, ο Φατς Ναβάρο στα είκοσι έξι, ο Μπούκερ Λιτλ και ο Τζίμι Μπλάντον στα είκοσι τρία[2][3]. […]

Charlie Parker 

Δεδομένου του τρόπου ζωής – αλκοόλ, ναρκωτικά, άνιση μεταχείριση, κοπιαστικά ταξίδια, εξουθενωτικά ωράρια – είναι αναμενόμενος ένας μέσος όρος ζωής μικρότερος απ’ ό,τι για κάποιον που ακολουθεί ένα πιο συντηρητικό μονοπάτι στη ζωή του. Μολαταύτα, η ζημιά που υπέστησαν οι τζαζίστες είναι τέτοια ώστε διερωτάται κανείς αν υπάρχει κάτι άλλο, κάτι στην ίδια την τέχνη, που απαιτεί ένα φριχτό τίμημα από τους δημιουργούς της. Το ότι το έργο των αφηρημένων εξπρεσιονιστών κατά κάποιον τρόπο τους ώθησε στον αυτοαφανισμό  ο Ρόθκο έκοψε τις φλέβες του πάνω στον καμβά, ο Πόλοκ έπεσε μεθυσμένος με το αυτοκίνητο πάνω σ’ ένα δέντρο  - είναι κοινός τόπος στην ιστορία της τέχνης. Στη λογοτεχνία της ίδιας περιόδου η ιδέα ότι κάποια αδυσώπητη λογική στην ποίηση της Σίλβια Πλαθ την εξώθησε στην αυτοκτονία, ή ότι η παράνοια του Ρόμπερτ Λόουελ και του Τζον Μπέριμαν αποτελούσε – για να δανειστούμε τον τίτλο της μελέτης του Τζέρεμι Ριντ πάνω στο θέμα αυτό – «το τίμημα της ποίησης», είναι και αυτή το ίδιο πειστικά οικεία. Ό,τι κι αν πιστεύουμε για τις ιδέες αυτές, ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός και η «εξομολογητική» ποίηση είναι απλώς ιντερλούδια στην ευρύτερη χρονική κλίμακα της σύγχρονης ζωγραφικής και ποίησης. Τι γίνεται τότε με την τζαζ, η οποία από τις απαρχές της μοιάζει να προκαλεί την καταστροφή όλων των μουσικών της; Ο Μπάντι Μπόλντεν, ο οποίος θεωρήθηκε ο πρώτος τζαζίστας παγκοσμίως, τρελάθηκε κατά τη διάρκεια μιας παρέλασης και πέρασε τα τελευταία είκοσι τέσσερα χρόνια της ζωής του σε ψυχιατρικό άσυλο. «Ο Μπόλντεν τρελάθηκε» είπε ο Τζέλι Ρολ Μόρτον, «γιατί μαζί με τον αέρα που φυσούσε μέσ’ απ’ την τρομπέτα έβγαλε και τα μυαλά του».








Dyer, J., Κι όμως, όμορφα..., μτφ Στεφάνου Δανάη, Αθήνα: Πάπυρος, 2008, σελ. 256 - 259 






[1] Εδώ στο βιβλίο αναφέρονται τα ονόματα του Χέρμπι Νίκολς, που πέθανε στα πενήντα του χρόνια από λευχαιμία και του Τζο «Κινγκ» Όλιβερ – ο άνθρωπος που επηρέασε και δίδαξε τον Λουίς Άρμστρονγκ - που πέθανε στα πενήντα έξι τόσο φτωχός που δεν μπόρεσε να θεραπεύσει την αρτηριοσκλήρωση που είχε.

[2] Μα ακόμα και οι Μπητ καλλιτέχνες που επηρεάστηκαν και ως προσωπικότητες, αλλά και ως λογοτέχνες αποτυπώνοντας τους ρυθμούς της μπίμποπ στα γραπτά τους, είχαν βραχύβια ζωή: Ο Τζακ Κέρουακ ο συγγραφέας που λάτρεψε όσο κανείς άλλος την τζαζ, πέθανε (αυτοκτόνησε αργά και επίμονα) στα σαράντα επτά του από αιμορραγία στομάχου από το πολύ αλκοόλ. Ενώ ο Νιλ Κάσαντυ ο άνθρωπος – επιρροή όλη της Μπητ Γενιάς, ακούραστος χρήστης ναρκωτικών ουσιών, ακούραστος γενικότερα, βρέθηκε στα σαράντα ένα του τελικά νεκρός, πού αλλού; Σε σιδηροδρομικές ράγες.


[3] Να το πάω παραπέρα; Η Έμιλυ Ρέμλερ (μα υπάρχουν γυναίκες που έπαιζαν τζαζ;;;) μία κιθαρίστρια της τζαζ με την καθιερωμένη σχέση της με την ηρωίνη, πέθανε το 1990 από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία τριάντα δύο ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου