Ακολουθώντας
το νήμα από το βιβλίο «Κι όμως.. όμορφα» του J. Dyer
και τη διαπίστωση του πόσο θανατηφόρα τέχνη είναι η jazz, απομονώνουμε την περίπτωση του Charlie Parker που
πέθανε εξαιρετικά νέος, στα 35 του χρόνια. Αυτή τη φορά θα αφήσουμε τον Χούλιο
Κορτάσαρ να μας αφηγηθεί τον C. Parker όπως τον είδε στο βιβλίο του «Ο
Κυνηγός».
Πώς
ο Αργεντινός Χούλιο Κορτάσαρ αναμιγνύεται με την jazz; Πώς από τα αργεντίνικα τάνγκο στους
ξέφρενους αυτοσχεδιασμούς; Πιστεύω πως ο Χούλιο Κορτάσαρ στην jazz βρήκε τα
δομικά εργαλεία του ως συγγραφέας. Ο ίδιος έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς το
μουσικό αυτό πεδίο– ο ίδιος έπαιζε τρομπόνι – και για εκείνον η τζαζ
περιγράφεται στο Κουτσό ως το ψωμί
και το αλάτι, το ασύνορο σύνορο, ο κατάσκοπος του νερού και του αέρα.
«Ο
κυνηγός» αποτελεί θα λέγαμε έναν φόρο τιμής του Χούλιο Κορτάσαρ στον
σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ, που μέσα στη νουβέλα του τον εντοπίζουμε ως Τζόνυ
Κάρτερ. Δεν θα το σκεφτόμουν ως υπερβολή, αν έλεγα ότι ο Κορτάσαρ με τον Κυνηγό
γράφει ένα πιο beat λογοτέχνημα από τους ίδιους τους Beat που λάτρεψαν κι αυτοί την jazz.
~ * ~
Όταν
δεν είσαι πολύ σίγουρος για τίποτα, το καλύτερο είναι να δημιουργείς
υποχρεώσεις σαν σωσίβια. Δυο - τρεις
μέρες μετά σκέφτηκα πως είχα υποχρέωση να εξακριβώσω αν η μαρκησία προμήθευε
μαριχουάνα στον Τζόνυ Κάρτερ, και πήγα στο ατελιέ του Μονπαρνάς. Η μαρκησία
είναι στ’ αλήθεια μια μαρκησία, έχει λεφτά με τη σέσουλα από το μαρκήσιο, αν
και είναι λίγος καιρός που έχουν χωρίσει με αφορμή τη μαριχουάνα και άλλα
παρόμοια. […] Δεν είναι τούτη εδώ η στιγμή κατάλληλη να κάνω κριτική της jazz, και οι ενδιαφερόμενοι
μπορούν να διαβάσουν το βιβλίο μου για τον Τζόνυ και το νέο στυλ του
μεταπολέμου, ωστόσο μπορώ να πω πως το σαράντα οκτώ – ας πούμε ως το πενήντα –
υπήρξε κάτι σαν έκρηξη στη μουσική, αλλά μια έκρηξη κρύα, σιωπηλή, μια έκρηξη
που όλα τα πράγματα παρέμειναν στη θέση τους και δεν υπήρξαν ούτε κραυγές ούτε
χαλασμοί, αλλά η κρούστα της συνήθειας ράισε σε χιλιάδες κομμάτια και ακόμη και
οι υπερασπιστές της (στις ορχήστρες και στο κοινό) θεώρησαν θέμα αυτοσεβασμού
και δεν άκουγαν όπως παλιά. Γιατί μετά το πέρασμα του Τζόνυ στο άλτο σαξόφωνο
δεν μπορείς να εξακολουθείς ν’ ακούς τους προηγούμενους μουσικούς και να
πιστεύεις πως είναι το non plus ultra· πρέπει
να συμμορφωθούμε υιοθετώντας εκείνο το είδος μεταμφιεσμένης υποταγής που
λέγεται ιστορικό αίσθημα και να πούμε πως καθένας από εκείνους τους μουσικούς υπήρξε
εκπληκτικός και εξακολουθεί να είναι για τον καιρό του. Ο Τζόνυ πέρασε από την jazz σαν
ένα χέρι που κάνει τη σελίδα να γυρίσει, και τελείωσε.
Αναρωτιέμαι
με ποιο τρόπο να έχει προμηθευτεί ο Τζόνυ τη μαριχουάνα αφού είχε μαλώσει με τη
μαρκησία·
η εμπιστοσύνη μου στην Ντεντέ γκρεμίζεται βίαια, αν πραγματικά της είχα
εμπιστοσύνη. Στο βάθος είναι όλοι ίδιοι.
Ζηλεύω
λίγο την ομοιότητα που τους ενώνει, που τους κάνει έτσι θανάσιμα συνενόχους·
μέσα από τον πουριτανικό μου κόσμο – δε χρειάζεται να το διατυμπανίσω, όποιος
με γνωρίζει, ξέρει τη φρίκη μου για την ηθική αταξία – τους βλέπω σαν άρρωστους
αγγέλους, εκνευριστικούς με την ανευθυνότητά τους, που πληρώνουν όμως τις φροντίδες
με πράγματα όπως οι δίσκοι του Τζόνυ τη γενναιοδωρία της μαρκησίας. Και δε λέω,
δυσκολεύομαι να το ομολογήσω: τους ζηλεύω, ζηλεύω τον Τζόνυ, εκείνο τον Τζόνυ της
άλλης πλευράς, αν και κανείς δεν ξέρει ακριβώς εκείνη την άλλη πλευρά. Ζηλεύω τα
πάντα εκτός από την οδύνη τους, πράγμα που όλοι αντιλαμβάνονται, αλλά ακόμη και
μέσα στην οδύνη τους πρέπει να υπάρχουν ψήγματα από κάτι που με απωθεί. Ζηλεύω τον
Τζόνυ και την ίδια στιγμή με πιάνει λύσσα που αυτοκαταστρέφεται με την κακή
χρησιμοποίηση των προσόντων του, με την ανόητη συσσώρευση του παραλογισμού που
απαιτεί η πιεστική ζωή του. Σκέφτομαι πως αν ο Τζόνυ μπορούσε να προσανατολίσει
αυτή τη ζωή, δίχως να θυσιάσει τίποτα, ούτε καν τα ναρκωτικά, κι αν πιλοτάριζε
καλύτερα αυτό το αεροπλάνο που εδώ και πέντε χρόνια πετάει στα τυφλά, ίσως να
κατέληγε στο χειρότερο, στην απόλυτη τρέλα, στο θάνατο, αλλά όχι δίχως να έχει
φτάσει σε βάθος αυτό που ψάχνει μέσα στους θλιβερούς μονολόγους του a posteriori, στις εξιστορήσεις
των μαγευτικών του εμπειριών, που απομένουν όμως στα μισά του δρόμου. Κι όλα
αυτά τα υποστηρίζω μέσα από την προσωπική μου δειλία, κι ίσως στο βάθος να
ήθελα να τελείωνε ο Τζόνυ μια και καλή, σαν ένα αστέρι που θρυμματίζεται σε
χίλια κομμάτια και βγάζει ηλίθιους τους αστρονόμους για μία εβδομάδα, κι ύστερα
πάνε για ύπνο κι αύριο ξημερώνει άλλη μέρα.
- Να
τι δε θα καταλάβουν ποτέ, μου είπε. Είναι σαν πίθηκοι με φτερά, σαν τα κορίτσια
του ωδείου του Κάνσας Σίτι που νόμιζαν πως έπαιζαν Σοπέν, ούτε λίγο ούτε πολύ. Μπρούνο,
στο Καμαρίλλο με είχαν βάλει σ’ ένα δωμάτιο με άλλους τρεις, και το πρωί
έμπαινε ένας εσωτερικός πλυμενούλης και ροδαλούλης με πολύ γούστο. Έμοιαζε γιος
του Κλινέξ και του Ταμπάξ, πίστεψε με. Ένα είδος ασύλληπτου ηλίθιου, που
καθόταν δίπλα μου και μου έδινε κουράγιο, σε μένα που ήθελα να πεθάνω […] Και
φυσικά δεν μπορούσαν να δουν τις τρύπες, και ήταν πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους,
υπερβολικά σίγουροι για τις συνταγές τους, τις σύριγγές τους, την καταραμένη τους
ψυχανάλυση, τις εντολές τους μην καπνίζεις, μην πίνεις… […] Αλλά είναι όπως στο
Παλμ Μπητς, πάνω στο ένα κύμα σού έρχεται ένα δεύτερο κι ύστερα κι άλλο… Πριν
καλά καλά το καταλάβεις έρχεται κιόλας το άλλο, έρχονται οι λέξεις…. όχι, δεν
είναι οι λέξεις, είναι αυτό που βρίσκεται στις λέξεις, εκείνο το είδος της κόλλας,
εκείνη η βλέννα. Και η βλέννα έρχεται και σε σκεπάζει, και πείθει πως αυτός στον
καθρέφτη είσαι συ. Φυσικά, αλλά πώς να μην το καταλάβεις. Όμως είμαι γω, με τα
μαλλιά μου, τούτη την ουλή. Και ο κόσμος συνειδητοποιεί πως το μόνο που
προσλαμβάνει είναι η βλέννα και γι’ αυτό τους φαίνεται τόσο εύκολο να
κοιτάζονται στον καθρέφτη. Ή να κόβουν ένα κομμάτι ψωμί με το μαχαίρι. Εσύ έχεις
κόψει ψωμί μ’ ένα μαχαίρι;
- Συνήθως
μου συμβαίνει, του είπα διασκεδάζοντας.
- Κι
ένιωσες τόσο ήσυχος. Εγώ δεν μπορώ, Μπρούνο. […]
Σήκωσε
το χέρι στον αέρα, αγγίζοντάς τον παντού, σαν να τον σκιαγραφούσε με την κίνησή
του. Χαμογελά. Έχω την αίσθηση πως είναι μόνος, απόλυτα μόνος. Νιώθω σαν τρύπα
στο πλάι του. Αν του ερχόταν του Τζόνυ να περάσει το χέρι του μέσαθέ μου, θα με
έκοβε σαν βούτυρο, σαν αχνό. […]
- Έχεις
το ψωμί εκεί, πάνω στο τραπεζομάντιλο, λέει ο Τζόνυ κοιτάζοντας στον αέρα. Είναι
ένα πράγμα στέρεο, δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς, μ’ ένα χρώμα υπέροχο, ένα
άρωμα. Κάτι που δεν είναι εγώ, κάτι διαφορετικό, έξω από μένα. Αλλά αν τ’
αγγίξω, αν απλώσω τα δάχτυλα και τ’ αδράξω, τότε υπάρχει κάτι που αλλάζει, δε
νομίζεις; Το ψωμί είναι πέρα από μένα, όμως το αγγίζω με τα δάχτυλα, το νιώθω,
νιώθω πως αυτό είναι ο κόσμος, αλλά αν εγώ μπορώ να το αγγίξω και να το νιώσω,
τότε δεν μπορούμε να πούμε πραγματικά πως
είναι άλλο πράγμα, ή πιστεύεις πως μπορούμε να το πούμε;
- Καλέ
μου, είναι χιλιάδες χρόνια που ένα σωρό μουσάτοι σπάνε το κεφάλι τους για να
λύσουν το πρόβλημα.
- Στο
ψωμί είναι η ημέρα, ψιθυρίζει ο Τζόνυ, κρύβοντας το πρόσωπό του στα χέρια. Κι εγώ
τολμάω και τ’ αγγίζω, και το κόβω στα δυο, και το βάζω στο στόμα. Δεν τρέχει
τίποτα, το ξέρω: αυτό είναι το τρομερό. Συνειδητοποιείς πως είναι τρομερό να μη
συμβαίνει τίποτα; Κόβεις το ψωμί, του μπήγεις το μαχαίρι, κι όλα συνεχίζουν όπως
πριν. Εγώ δεν καταλαβαίνω, Μπρούνο.
Το κακό
είναι πως αν συνεχίσω έτσι θα καταλήξω να γράψω περισσότερα για μένα τον ίδιο
παρά για τον Τζόνυ. Αρχίζω να μοιάζω με ιεροκήρυκα κι αυτό καθόλου δε μου
αρέσει. Γυρίζοντας σπίτι σκέφτηκα με τον απαραίτητο κυνισμό για να ξαναβρώ την
εμπιστοσύνη μου, πως στο βιβλίο μου για τον Τζόνυ αναφέρομαι μόνο ακροθιγώς και
διακριτικά στην παθολογική πλευρά της προσωπικότητάς του. Δε θεώρησα απαραίτητο
να εξηγήσω στον κόσμο ότι ο Τζόνυ πιστεύει πως περπατά μέσα από κάμπους
γεμάτους τεφροδόχες ή ότι οι ζωγραφιές κινούνται όταν αυτός τις κοιτά·
φαντάσματα της μαριχουάνας στο κάτω κάτω που σταματούν με τη θεραπεία της αποτοξίνωσης.
Αλλά θα έλεγε κανείς πως ο Τζόνυ μου αφήνει ενέχυρο αυτά τα φαντάσματα, μου τα
βάζει σαν τόσα άλλα μαντίλια στην τσέπη, ώσπου να έρθει η ώρα να τα ξαναπάρει.
Τον ακολουθώ
στο δρόμο, και στα λίγα μέτρα, σ’ ένα δρομάκι μια άσπρη γάτα έρχεται προς το
μέρος μας ικετευτική και ο Τζόνυ μένει πολλή ώρα χαϊδεύοντάς την. Εντάξει,
φτάνει πια·
στην πλατεία Saint-Michel θα
βρω ένα ταξί να τον πάω στο ξενοδοχείο κι ύστερα θα πάω σπίτι μου. Στο κάτω
κάτω δεν ήταν και τόσο τρομερό· για μια στιγμή φοβήθηκα ότι ο Τζόνυ
είχε ετοιμάσει ένα είδος αντιθεωρίας στο βιβλίο, και τη δοκίμαζε σε μένα πριν
τη βγάλει στη φόρα. Καημένε Τζόυ, που χαϊδεύεις ένα άσπρο γατί. Στο βάθος το
μόνο που είπε είναι πως κανείς δεν ξέρει τίποτα για κανέναν, κι αυτό δεν είναι
κάτι καινούργιο. Κάθε βιογραφία θεωρεί αυτονόητο κάτι τέτοιο και προχωρεί, τι
στο διάβολο. Πάμε Τζόνυ, πάμε σπίτι κι είναι αργά.
Κορτάσαρ Χ., 1988, Ο Κυνηγός, μτφ Μάγια Μαρία Ρούσσου, εκδ. Απόπειρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου