Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Μαρτίνης Χ. - Ελίοφορ Φέστους [απόσπασμα]

 

Επιτρέψτε μου έναν σύντομο συλλογισμό πριν συνεχίσω.

Ο κανονισμός ορίζει πως το κελί δεν πρέπει να ‘χει εμβαδό

μικρότερο των επτά τετραγωνικών μέτρων.

Αν υποθέσουμε πως εφαρμόζεται το άρθρο περί υγιεινής διαβίωσης

των κρατουμένων, το ύψος του κελιού πρέπει να μην είναι

χαμηλότερο από δύο μέτρα.

Συνεπώς ο συνολικός όγκος του κελιού υπολογίζεται σε περίπου

δεκατέσσερις χιλιάδες κυβικά εκατοστά.

Κατ’ επέκταση εντός ενός άδειου κελιού μπορούν να χωρέσουν

τουλάχιστον χίλια πεντακόσια καλά φουσκωμένα μπαλόνια

όλων των δυνατών αποχρώσεων, διαμέτρου περίπου τριάντα

εκατοστών – εξαιρουμένων όσων σκάσουν κατά τη διαδικασία

τοποθέτησης –

αριθμός που ισούται με τον αριθμό των μπαλονιών που είναι

απαραίτητος

για να διακοσμήσεις αξιοπρεπώς ένα τσίρκο,

να τρελάνεις ένα παιδί ή

να κρύψεις στιγμιαία τον σκοτεινό ουρανό.




εκδ. Υποκείμενο, 2019, σελ.23


Κούλα Ξηραδάκη: Μέρος Β'


"Anna, My Grandmother, The Lonely Woman" (Alexia Fiasco)

 


Ο δημιουργικός θυμός


Πενήντα χρόνια τώρα, η Κούλα Ξηραδάκη δούλευε ασταμάτητα για να φέρει στο φως τις «λησμονημένες» γυναίκες της Ιστορίας. Πλούσιο και ποικίλο το έργο της, υπήρξε προϊόν μιας επίπονης προσπάθειας που για πολύ καιρό στριμωχνόταν στο χρόνο που ξέκλεβε από τις καθημερινές της υποχρεώσεις. Ολα αυτά τα χρόνια, η Κούλα Ξηραδάκη δεν έπαψε να θέτει το ίδιο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν η «επίσημη» ιστοριογραφία να αγνοεί, να μη βλέπει, ή να βλέπει και να αποσιωπά, ότι οι γυναίκες έχουν κι αυτές δικαίωμα στην Ιστορία, ότι η Ιστορία δεν γράφεται, δεν μπορεί να γράφεται, μόνο από τους άνδρες; Και πώς είναι δυνατόν να απουσιάζουν οι γυναίκες από την ιστορική αφήγηση, ακόμη και στις περιπτώσεις που η παρουσία και η δράση τους στάθηκαν πραγματικά καταλυτικές; Πώς, για παράδειγμα, είναι δυνατόν κάποιος που έζησε την Αντίσταση να γράφει ένα πολυσέλιδο βιβλίο με δεκάδες ή και εκατοντάδες ονόματα αγωνιστών και να «ξεχνά» να αναφέρει έστω και ένα γυναικείο όνομα;


Στη γνήσια αυτή απορία της και στο θυμό που της προκαλούσε η συστηματική συσκότιση της γυναικείας δράσης οφείλουμε την ενασχόλησή της με την ιστορία των γυναικών που, δίχως να εξαντλεί τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα, υπήρξε κατά τη γνώμη μας η σημαντικότερη πλευρά του συγγραφικού της έργου. Ποιοι δρόμοι όμως οδήγησαν μια γυναίκα της γενιάς της, με έντονα τα βιώματα της αριστερής αντιστασιακής δράσης την εποχή της Κατοχής, να ασχοληθεί με τις γυναίκες και τις ταπεινές τους ιστορίες; 


«Μεγάλωσα σε λαϊκή συνοικία», αφηγήθηκε κάποτε η ίδια. «Εκεί, στη φτωχογειτονιά, θυμάμαι συχνά γυναίκες να κλαίνε. Αλλη έκλαιγε γιατί την παράτησε ο άντρας της. Αλλη έκλαιγε γιατί την απατούσε ο άντρας της. Αλλη έκλαιγε γιατί την κακομεταχειριζόταν ο άντρας της, κι άλλη γιατί ο άντρας της ζούσε σε βάρος της. 


Μεγαλώνοντας παρατηρούσα ότι σε κάθε οικογένεια ο άντρας είχε πάντα το πάνω χέρι. Αρχισα να διαβάζω και να διαπιστώνω πως η γυναίκα βρισκόταν πάντα σε δεύτερη μοίρα. Και σαν να μην έφτανε η δυστυχία της και η κακή της μοίρα, είχε και τη χλεύη, το σκώμμα, τη γελοιοποίηση από τους λογής λογής κοντυλοφόρους, επιθεωρησιογράφους, κωμωδιογράφους, τραγουδοποιούς που έβλεπαν πάντοτε εύκολο θέμα, γαργαλιστικό, τι άλλο, τις γυναίκες. Με πνεύμα σκωπτικό αναφέρονταν στη γυναίκα τη φλύαρη, την εριστική, την ανόητη, την άπιστη, μια γυναίκα δύο άντρες, οι γυναίκες τα παλιομισοφόρια, και άλλα, και άλλα, που τελειωμό δεν έχουν. 


Στη γειτονιά μας είχαμε την κυρία Νίτσα Χαρδαβέλλα, την οδοντογιατρό. Κάποια μέρα άκουσα τον πατέρα μου να λέει: "Οι γυναίκες είναι εκατό σκαλοπάτια πιο κάτω από τον άντρα". Πετάγομαι απρόσκλητη και του λέω: "Και η κυρία Νίτσα εκατό σκαλοπάτια παρακάτω είναι από σας;" Το τι έγινε, δεν λέγεται. Αυτή ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Μου λέει: "Φύγε μη σε σκοτώσω και πάω φυλακή"».


Το κλάμα των γυναικών, το διάβασμα, η αντίδραση στην πατρική εξουσία και στην ανδρική γελοιογράφηση των αρνητικών εκείνων στερεοτυπικών χαρακτηριστικών που παραδοσιακά αποδίδονται στις γυναίκες οδήγησαν την Κούλα Ξηραδάκη να αφιερωθεί στην ιστορία των ομοφύλων της. Το ρόλο της έπαιξε και η τυχαία συνάντησή της με ένα ξεχασμένο φεμινιστικό έντυπο που πολλοί συγκαιρινοί και ομοϊδεάτες της θα θεωρούσαν γραφικό, αν όχι απαρχαιωμένο και, γιατί όχι, αντιδραστικό. 


Ας της δώσουμε και πάλι το λόγο: «Μ' άρεσε πάντα το διάβασμα. Κάποτε έπεσαν στα χέρια μου καμιά ογδονταριά τεύχη της "Εφημερίδος των Κυριών". Κι εκεί είδα, διάβασα, για ποιήτριες, ζωγράφους, μαθηματικούς, φιλοσόφους, γυναίκες σπουδαίες που έζησαν σε διάφορες εποχές. Γύρω στα 1952-53 γνώρισα τον Τάσο Βουρνά, τον δάσκαλό μου που μου έμαθε πολλά. Αυτός μου άνοιξε δρόμο. Μια μέρα του είπα πως μαζεύω υλικό για τις γυναίκες της Αρχαίας Ελλάδας, του Βυζαντίου, κ.λπ. 'Οχι αυτά', μου λέει. 'Γιατί πας πίσω; Υπάρχουν γυναίκες της Νεότερης Ελλάδας αξιόλογες, που όμως είναι άγνωστες'. Κατά σύμπτωση, εκείνες τις ημέρες κυκλοφορούσε ένα τεύχος της 'Επιθεώρησης Τέχνης' με ένα άρθρο για την Ευανθία Καΐρη. 'Να θέμα', μου λέει. 'Πάρτο κι ανάπτυξέ το'».


Την εποχή αυτή δεν ήξερε ακόμη πώς να αναζητήσει το υλικό της. Η μύησή της στην έρευνα υπήρξε μια διαδικασία μοναχική και επώδυνη. Απέκτησε με δόσεις την Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, άρχισε να εξοικειώνεται με τη δουλειά στις βιβλιοθήκες, ξεκίνησε να μαζεύει παλιά βιβλία και περιοδικά. Ετσι έγραψε το πρώτο της βιβλίο με θέμα μια γυναίκα («Ευανθία Καΐρη. Η πρώτη Ελληνίδα που κατέκτησε τη γνώση», 1956). Το εξέδωσε με δικά της έξοδα, όπως και το δεύτερο, βασισμένο κι αυτό σε μια ιδέα του Τάσου Βουρνά («Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Η γυναίκα που κλόνισε το θρόνο του Οθωνα», 1959). Ακολούθησε μια ακόμη «μυθιστορηματική βιογραφία» («Μαριγώ Ζαραφοπούλα. Μια λησμονημένη ηρωίδα του '21», 1962).


«Μετά ήρθανε μόνα τους τα θέματα», θα μας εξηγούσε πολύ αργότερα. Δεν χρειαζόταν πια τη βοήθεια του φίλου της του Βουρνά. Διαβάζοντας, είχε πια βεβαιωθεί ότι ήταν σωστή η αρχική της αίσθηση για τη συστηματική παράλειψη των γυναικών από την ιστορική αφήγηση. «Το συνάντησα σε όσους έγραψαν για το '21, το 1897, τους Βαλκανικούς. Δεν έλεγαν τίποτα για τις γυναίκες. Ενα περίεργο πράγμα...». 


Στα βιβλία που θα δουλέψει μετά τις τρεις αυτές πρώτες βιογραφίες, η Κούλα Ξηραδάκη θα εγκαταλείψει τις «ξεχωριστές» γυναικείες μορφές και θα καταπιαστεί με την ιστορία γυναικείων ομάδων ή συλλογικοτήτων: «Φιλελληνίδες» (1964), «Γυναίκες στη Φιλική Εταιρεία -Φαναριώτισσες» (1971), «Από τα αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Παρθεναγωγεία και δασκάλες του υπόδουλου Ελληνισμού» (τόμος Α' 1972, τόμος Β' 1973), «Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα» (1988), «Οι γυναίκες στον ατυχή πόλεμο του 1897» (1994), «Γυναίκες του '21» (1995). Βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεματική μετατόπιση που όχι μόνο δεν πρόδιδε, αλλά αντιθέτως ενίσχυε και διεύρυνε το αρχικό ερευνητικό της σχέδιο. Ούτως ή άλλως, ανασύροντας από τη λήθη μια γυναίκα-εξαίρεση, η Κούλα Ξηραδάκη επιδίωκε να μιλήσει για τις γυναίκες και το συλλογικό τους δικαίωμα στην ιστορική μνήμη. 


Τη μετάβαση αυτή από τον ενικό στον πληθυντικό, από τη γυναίκα στις γυναίκες, συνόδευσε και μια απόπειρα ένταξης της αποσιωπημένης γυναικείας ιστορίας στη «γενική», άφυλη δήθεν, ιστορική αφήγηση. Χαρακτηριστική είναι από την άποψη αυτή η δουλειά της για τους εκτελεσμένους της Κατοχής («Κατοχικά» τ. Α' και Β', 1975 και 1979): οι κατάλογοι των ονομάτων δεν κάνουν διάκριση φύλου. Είναι, ωστόσο, προφανής η προσπάθεια εντοπισμού όσο το δυνατόν περισσότερων γυναικών, ενώ το ίδιο το «μικτό» βιβλίο αφιερώνεται «στις Ελληνίδες που σφράγισαν με τη ζωή τους τον αγώνα του λαού μας». 


Στην περίπτωση αυτή, το ενδιαφέρον της για τις γυναίκες τέμνεται με μια παλιά ιδέα της που έχει να μας πει πολλά για τη μεταγενέστερη εξέλιξή της: «Τον Ιούνιο του 1941 έγινε στην Αθήνα η πρώτη εκτέλεση», σημείωνε τον καιρό της Μεταπολίτευσης. «Μόλις είδα την ανακοίνωση στον Τύπο, φύλαξα το απόκομμα της εφημερίδας για να μην ξεχάσω το όνομα του εκτελεσθέντος, λες κι ο πρώτος αυτός εκτελεσθείς θα ήτανε κι ο τελευταίος. Καθώς περνούσαν οι μέρες της σκλαβιάς κι η καταπίεση γινόταν μέρα με τη μέρα σκληρότερη κι η αντίσταση του λαού φούντωνε κι άρχισαν οι ομαδικές εκτελέσεις, εγώ μάζευα έντυπα κατοχικά, παράνομα φύλλα, μπροσούρες, τρικ, προκηρύξεις, κρατούσα σημειώσεις με ονόματα εκτελεσθέντων και διάφορα άλλα που τα θεωρούσα πολύτιμα στοιχεία. [...] Μα ήρθε η ώρα που έπρεπε όλα αυτά τα χαρτιά που είχα μαζέψει να τα εξαφανίσω, να τα κάψω για να μην καώ... Οταν τα 'καιγα, ένιωθα σαν να καίγονται οι σάρκες μου. Με την απελευθέρωση δεν είχα τίποτα στα χέρια μου. Είχα τάξει όμως στον εαυτό μου ένα σκοπό: να συγκεντρώσω κατοχικό υλικό και προ παντός ονόματα εκτελεσθέντων. Αρχισα από την αρχή. Αλλά οι χρόνοι που ακολούθησαν δεν με βοήθησαν». 


Αγνοημένη από την «επίσημη» ιστοριογραφία που έχει επανειλημμένα αποδειχθεί ανίκανη να αφουγκραστεί όσες φωνές δεν εμπίπτουν στον ανελαστικό της κώδικα, η Κούλα Ξηραδάκη πέθανε φέτος το Πάσχα σε ηλικία 86 ετών αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό όσο και πρωτότυπο έργο, μέρος του οποίου παραμένει ανέκδοτο. Με την εξαίρεση της «Αυγής», ο θάνατός της δεν θεωρήθηκε είδηση άξια να μνημονευτεί από τα μέσα ενημέρωσης. Για να αποδειχθεί για μια ακόμη φορά πως είχε δίκιο όταν έλεγε πως ο δρόμος της «δεν ήταν σπαρμένος με ρόδα». Με τη διαφορά ότι οι γυναίκες που ασχολούνται με την ιστορία των γυναικών ξέρουν πλέον πολύ καλά τι της οφείλουν.


Σημείωση: Τα εντός εισαγωγικών παραθέματα προέρχονται από ομιλία της Κούλας Ξηραδάκη στο σεμινάριο «Ιστορία και φύλο» (Αρχείο Πανεπιστημίου Αθηνών, υπεύθυνη καθ. Εφη Αβδελά, 3 Ιουνίου 1999), από κείμενά της και από συζητήσεις που είχαμε κατά καιρούς μαζί της.


Πηγή



Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Κούλα Ξηραδάκη: Μέρος Α'

 



Η μοναχική πορεία 


"Σας πληροφορούμε ότι η 'Επιτροπή Συνταξιοδότησης Συγγραφέων και Καλλιτεχνών' του Νόμου 2435/96 δεν ενέκρινε την από 18/9/98 αίτησή σας για συνταξιοδότηση, αναφέροντας στο σχετικό Πρακτικό της ότι 'με το έργο και την εν γένει δραστηριότητά σας, δεν έχετε προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των Γραμμάτων'. Συνημμένα, σας επιστρέφουμε στοιχεία που υποβάλατε". Με το σύντομο αυτό σημείωμα, η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού (Διεύθυνση Γραμμάτων, Τμήμα Ενισχύσεως Γραμμάτων) πληροφορούσε στις 30 Νοεμβρίου 1999 τη συγγραφέα Κούλα Ξηραδάκη ότι απορρίφθηκε η αίτηση με την οποία είχε ζητήσει να της χορηγηθεί σύνταξη. Κυρίως, όμως, της εξηγούσε με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια τους λόγους αυτής της απόρριψης: με το έργο της και την εν γένει δραστηριότητά της δεν έχει προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των γραμμάτων. 


Δεν πρόκειται απλώς για την εξαιρετικά άκομψη διατύπωση. Το ζήτημα που ανοίγει, προφανώς άθελά του, το διεκπεραιωτικό αυτό σημείωμα είναι πολύ σοβαρότερο και σχετίζεται με τις αντιλήψεις των υπευθύνων του αρμόδιου υπουργείου για το είδος της συγγραφικής δραστηριότητας που δικαιούται τα εύσημα της "διακεκριμένης υπηρεσίας". Είναι αλήθεια πως ο νόμος προβλέπει ότι εκείνοι στους οποίους χορηγείται η σύνταξη οφείλουν "να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, να έχουν την ελληνική υπηκοότητα ή να είναι Έλληνες το γένος και να έχουν προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των Γραμμάτων". Αυτό, ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι όποιος απορρίπτεται δεν έχει "διακεκριμένο" έργο, όπως και δεν μεταμορφώνεται αυτομάτως σε νεότερο ή αλλοεθνή.


[...] Στην περίπτωση της Κούλας Ξηραδάκη -και ασφαλώς δεν θα είναι μοναδική-, η Επιτροπή Συνταξιοδότησης Συγγραφέων και Καλλιτεχνών δηλώνει ρητά στην ενδιαφερόμενη ότι την απορρίπτει επειδή δεν εκτιμά το έργο της. Υπερβάλλων ζήλος, ασύγγνωστη αδιαφορία ή, μήπως, κατάχρηση εξουσίας; 


Ας μην υποστηριχθεί ότι η διατύπωση του νόμου υπαγόρευσε στα μέλη της επιτροπής την "υπηρεσιακή" αναπαραγωγή της. Η φράση "δεν έχετε προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των Γραμμάτων" είναι εξαιρετικά εύγλωττη και δεν σηκώνει περισσότερες από μία αναγνώσεις. Δεν μπορούμε, βέβαια, να γνωρίζουμε τον ορισμό της "διακεκριμένης υπηρεσίας" στον οποίο οφείλει να έχει καταλήξει εξαρχής η συγκεκριμένη επιτροπή προκειμένου να κάνει καλά τη δουλειά της. Και δεν μας διαφωτίζει ιδιαίτερα ο κατάλογος των ονομάτων που ενέκρινε φέτος στην κατηγορία "Γράμματα" (Π. Παρασκευαϊδης, Κ. Δημητρίου, Β. Σακκάτος, Β. Γιογκάρας, Γ. Χαλατσάς, Γ. Αναστασόπουλος και Φ. Ζαμπαθά-Παγουλάτου*). Η απορία μας παραμένει: ποια τα κριτήρια που οδήγησαν τα μέλη της επιτροπής να υπογράψουν ένα κείμενο που απορρίπτει όχι μία αίτηση, αλλά μια ολόκληρη ζωή; Και, εν πάση περιπτώσει, αφού οι κύριοι Σ. Πλασκοβίτης, Ν. Κεσσανλής, Ν. Βαγενάς, Κ. Γεωργουσόπουλος, Ν. Κούνδουρος, Γ. Κουρουπός και Λ. Παπαδόπουλος αποφάνθηκαν συλλογικά ότι το έργο της Κούλας Ξηραδάκη δεν λέει και πολλά πράγματα, ας έμπαιναν τουλάχιστον στον κόπο να της (μας) εξηγήσουν τους λόγους της κρίσης τους. 


Ευτυχώς, όμως, που οι άνθρωποι και το έργο της ζωής τους δεν κρίνονται μόνο στις επιτροπές. Αντιθέτως, το κύρος των επιτροπών υπονομεύεται κάποτε από έργα που καταφέρνουν να δείξουν ανθεκτικότητα στο χρόνο και να κερδίσουν την εκτίμηση που τους αρνήθηκαν πεισματικά οι αρμόδιοι. Πιστεύουμε πως στην κατηγορία αυτή ανήκει και η δουλειά της Κούλας Ξηραδάκη, κυρίως το μέρος της εκείνο που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε μια πρώιμη -όσο και πρωτοπόρα- εμφάνιση της ιστορίας των γυναικών στην Ελλάδα. Εξηγούμαστε: όταν, στα τέλη της δεκαετίας του '70, η ιστορία των γυναικών άρχισε να κάνει τα πρώτα δειλά βήματά της, οι μελέτες της Κούλας Ξηραδάκη στάθηκαν ένα πολύτιμο στήριγμά της. Ήταν μια απτή απόδειξη ότι είχαν ήδη υπάρξει προσπάθειες, έστω και μη "επαγγελματικές", να συσχετιστούν οι γυναίκες με την ιστορία, ή για να δανειστούμε τα λόγια της Τζόαν Κέλι, να αποδοθεί η ιστορία στις γυναίκες και οι γυναίκες στην ιστορία. Κι αν οι απόπειρες αυτές δεν συναντήθηκαν ποτέ με την ιστορική επιστήμη, το φταίξιμο δεν ήταν δικό τους. Είναι γνωστή η αδυναμία της επίσημης ιστοριογραφίας να αφουγκραστεί φωνές που δεν εμπίπτουν στον ανελαστικό της κώδικα.


Η Κούλα Ξηραδάκη δεν υπήρξε η πρώτη που ασχολήθηκε με την ιστορία των γυναικών στην Ελλάδα. Ένα αδιόρατο νήμα τη συνδέει με την Καλλιρρόη Παρρέν, τη Σωτηρία Αλιμπέρτη ή τη νεαρή Ρόζα Ιμβριώτη που, οδηγημένες από κίνητρα παρόμοια με τα δικά της, επιχείρησαν στην εποχή τους να προσδώσουν στις γυναίκες την υπόσταση του ιστορικού υποκειμένου. Με μια καίρια διαφορά: εκείνες ασχολήθηκαν με εκδοχές της ιστορίας των γυναικών στο πλαίσιο ενός σχετικά ανθηρού κινήματος. Σχεδιάζοντας μίαν εναλλακτική αφήγηση που θα αναδείκνυε το γυναικείο φύλο σε υποκείμενο της ιστορίας, οι προμήτορες αυτές της ιστορίας των γυναικών θεωρούσαν ότι, ως ιστορική πλέον κατηγορία, οι γυναίκες θα μπορούσαν με μεγαλύτερη ευχέρεια να συγκροτήσουν μια συλλογική ταυτότητα που με τη σειρά της θα τις διευκόλυνε να διεκδικήσουν πειστικότερα τα αιτήματά τους. Στο σημείο αυτό δεν πρωτοτυπούσαν ιδιαίτερα: στις απαρχές τους, τα κινήματα ανατρέχουν συστηματικά στον νομιμοποιητικό λόγο της ιστορίας. 


Όταν, όμως, η Κούλα Ξηραδάκη δημοσίευε στα 1956 την ιστορική της μονογραφία για την Ευανθία Καϊρη, το εγχείρημά της δεν μπορούσε να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Δεν είχε τις "πλάτες", την άμεση ή έμμεση δηλαδή αναφορά σε κάποια συλλογικότητα που, όπως και να το κάνουμε, διέθεταν εκείνες που προηγήθηκαν. Γράφοντας για τις γυναίκες και την ιστορία τους στις δεκαετίες του '50 και του '60, η Κούλα Ξηραδάκη ήταν μονάχη. Και η απόφασή της να γράψει για την ιστορία των γυναικών αυτή, μια μη επαγγελματίας ιστορικός, στάθηκε αποτέλεσμα μιας προσωπικής διαδρομής και όχι απόρροια ενός συλλογικού βιώματος ή μιας ατμόσφαιρας που μοιράστηκε με άλλες γυναίκες. Την εποχή εκείνη, οι γυναικείες κινήσεις δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με αυτά τα ζητήματα. Αλλά και η αριστερά, από την οποία προερχόταν η Κούλα Ξηραδάκη, πρέπει να μην ένιωθε πολύ άνετα με την εμμονή της να αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως ενιαία ιστορική κατηγορία και να προτείνει ως παραδειγματικές ιστορικές μορφές γυναίκες που δεν ανήκαν στο δικό της μαρτυρολόγιο.


Κοιτάζοντας σήμερα τον κατάλογο των σχετικών έργων της Κούλας Ξηραδάκη, διαπιστώνουμε πως η αναζήτησή της δεν χάνεται στο χρόνο, αλλά περιορίζεται κατά κύριο λόγο στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση μας αποκαλύπτει πως, στο ξεκίνημά της, η ενασχόλησή της με την ιστορία των γυναικών αφορούσε κυρίως τη ζωή και το έργο μιας συγκεκριμένης -και λίγο πολύ αγνοημένης- γυναικείας προσωπικότητας: της Ευανθίας Καϊρη, της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, της Μαριγώς Ζαραφοπούλας. Την περίοδο αυτή (δεκαετία του '50 και αρχές της δεκαετίας του '60), η Κούλα Ξηραδάκη αντλεί από τις παραδειγματικές αυτές μορφές -την πρώτη Ελληνίδα που κατέκτησε τη μόρφωση, τη γυναίκα που κλόνισε το θρόνο του Οθωνα και μια λησμονημένη ηρωίδα του '21, σύμφωνα με τους υποτίτλους των τριών βιβλίων- τη δυνατότητα να μιλήσει για τις γυναίκες μέσα από τη ζωή μιας γυναίκας-εξαίρεσης, όπως αποκάλεσε αργότερα η ιστορία των γυναικών εκείνες που κατά κάποιον τρόπο ξεγέλασαν τη γυναικεία τους μοίρα. Ανασύροντας από τη λήθη μια γυναικεία μορφή, μιλούσε στην πραγματικότητα για τις γυναίκες και το συλλογικό τους δικαίωμα στην ιστορική μνήμη. 


Το συγγραφικό αυτό σχέδιο γίνεται ακόμη πιο ρητό στην επόμενη περίοδο, κατά την οποία η Κούλα Ξηραδάκη εγκαταλείπει τις μεμονωμένες γυναικείες μορφές και καταπιάνεται με την ιστορία ομάδων ή συλλογικοτήτων. Από το 1965 με την πρώτη έκδοση των Φιλελληνίδων έως σήμερα, ο πληθυντικός αντικαθιστά τον ενικό στο εξώφυλλο των βιβλίων της: Γυναίκες στη Φιλική Εταιρεία - Φαναριώτισσες, Παρθεναγωγεία και δασκάλες του υπόδουλου Ελληνισμού, Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα, Πρωτοπόρες Ελληνίδες 1830-1936, Γυναίκες του '21, Οι γυναίκες στον ατυχή πόλεμο του 1987. Να σημειώσουμε εδώ τη σημασία της έρευνάς της στα αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από την οποία προέκυψε τόσο η δουλειά για τις παλιές δασκάλες όσο και Τα Κατοχικά, κατάλογοι εκτελεσθέντων την περίοδο της Κατοχής. Στα έργα αυτά, η αρχειακή έρευνα συμπληρώνεται με προφορικές μαρτυρίες, φωτογραφίες και γραπτά ντοκουμέντα. 


Από τον ενικό στον πληθυντικό, η μετάβαση σημαδεύεται και από μια σαφή αλλαγή στο είδος της γραφής: τις πρώτες της δουλειές, η Ξηραδάκη τις ονομάζει μυθιστορηματικές βιογραφίες, τις μεταγενέστερες ιστορικές μελέτες. Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που παραμένει αναλλοίωτο, κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σκληρό πυρήνα της δουλειάς της: ότι στο επίκεντρο τοποθετούσε -και συνεχίζει να τοποθετεί- τις γυναίκες, διαμαρτυρόμενη για την αποσιώπηση της ιστορίας τους. "Οι ιστοριογράφοι και οι απομνημονευματογράφοι του '21", γράφει κάπου χαρακτηριστικά, "διαπνεόμενοι από μια αναχρονιστική, ανδροκρατική αντίληψη, ανέφεραν τη γυναίκα παρεμπιπτόντως, όπου δεν την αγνόησαν παντελώς. Το ίδιο συνέβη και με τους ιστοριογράφους των μετά το '21 απελευθερωτικών αγώνων. Διαπνεόμενοι από την ίδια ανδροκρατική αντίληψη και αυτοί, όχι μόνο δεν εξετίμησαν την προσφορά της, αλλά πολλές φορές στην κυριολεξία την έθαψαν. Γιατί πώς αλλιώς να το πω, όταν π.χ. ο παπάς ενός χωριού, καταγράφοντας τις απώλειες μιας μάχης, απαριθμεί έναν προς έναν όλους τους αγωνιστές, και καλά έκανε, και για τις γυναίκες σημειώνει: 'εκ των επαναστατίδων εφονεύθησαν 5 και ετραυματίσθησαν 15'; Πώς αλλιώς να το πω;".



(Ελευθεροτυπία, 29/1/2000)






* Από τους συγγραφείς και φιλολόγους που αναφέρει η επιτροπή, μόνο ο Σακκάτος Βαγγέλης έχει πλούσια βιβλιογραφία, ο Χαλάτσας Γιώργης είναι γνωστός κυρίως για την επιμέλεια ποιημάτων του Τ. Βαρβιτσιώτη και η Φαίδρα Ζαμπαθά - Παγουλάτου αναφέρεται γενικώς και αορίστως ως ποιήτρια, πεζογράφος  αλλά κυρίως ως συνεργάτρια του Ριζοσπάστη. Οι υπόλοιποι αυστηρώς άγνωστοι. 


Παρακάτω η εργογραφία της Κούλας Ξηραδάκη, που απορρίφθηκε από την επιτροπή:



Ευανθία Καΐρη 1799-1866. Η Πρώτη Ελληνίδα Που Κατέκτησε Τη Μόρφωση. 1956, Ιδιωτική Έκδοση, σελ.79


Παρθεναγωγεία και δασκάλες του υποδουλού ελληνισμού (δίτομο). Απο τα αρχεια του ελεγκτικου συνεδριου. 1972, Ιδιωτική Έκδοση, σελ.350


Κατοχικά Τομ. Α. 1941 - 1944. 1975, Ιδιωτική Έκδοση, σελ.257


Η Αθήνα Πριν Εκατό Χρόνια. Ένας Φιλολογικός Περίπατος Ευθυμογραφήματα-Άρθρα-Πορτραίτα, 1982, εκδ. Κέδρος, σελ.178


Γυναίκες Του 21. Προσφορές Ηρωισμοί Και Θυσίες. 1995, εκδ.Δωδώνη, σελ.423


Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου 1809 - 1898. Η Γυναίκα Που Κλόνισε Τον Θρόνο Του Οθωνα. 1998, εκδ.Φιλιππότη, σελ 246


Η Ελλάδα των γυναικών. Διαδρομές στο χώρο και το χρόνο. (συλλογικό) 1992, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ.350


Οι Γυναίκες Στον Ατυχή Πόλεμο Του 1897. 1994, εκδ.Φιλιππότη, σελ. 132


Σελίδες από τον αντιφασιστικό αγώνα στη Μέση Ανατολή 1941-1944. Μαρτυρίες και ντοκουμέντα. 1996, εκδ.Φιλίστωρ, σελ.112


Οι ξακουστοί πραματευτάδες. 1997, εκδ.Φιλιππότη, σελ.198


Φαναριώτισσες. Η συμβολή τους στα γράμματα, στις καλές τέχνες και στην κοινωνική πρόνοια. 1999, εκδ.Φιλιππότη, σελ.165


Γυναίκα Για Πάντα Λεύκωμα. Λεύκωμα. 2001, εκδ.Φιλιππότη, σελ.120


Κατοχικά. Κατάλογοι εκτελεσθέντων, ομαδικά σφαγιασθέντων αμάχων, πεσόντων της Αντίστασης: Φωτογραφίες, ντοκουμέντα, ενθύμια από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1941-1944: Τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, 2012, (επαν)εκδ.Κουκκίδα, σελ.473


Το Φεμινιστικό Κίνημα Στην Ελλάδα. Πρωτοπόρες Ελληνίδες 1830 - 1936. 1988, εκδ.Γλάρος, σελ. 169  Επανέκδοση: 2020, εκδ.Κουκκίδα, σελ.204






Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Karel Čapek : Vec Makropulos ή Η ανούσια επανάληψη της μακροημέρευσης





Ποιος δεν θα ήθελε να ζει αιώνια; Όμως και ποιος θα ήθελε;

Ο Τσέχος μυθιστοριογράφος Κάρελ Τσάπεκ στο βιβλίο του "Υπόθεση Μακροπούλου"[1] αφηγείται την ιστορία της Ελίνας, κόρης του Κρητικού γιατρού Ιερώνυμου Μακρόπουλου, ο οποίος, τον 16ο αιώνα, υπηρετούσε στην αυλή του Ροδόλφου Β΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χάρη σε φίλτρο που παρασκεύασε ο αλχημιστής πατέρας της, η Ελίνα ζει επί τρεις αιώνες, αλλάζοντας κάθε 60 με 70 χρόνια ταυτότητα και ονόματα, προκειμένου να αποκρύψει το μυστικό της. Διατηρώντας όμως πάντοτε τα αρχικά Ε.Μ., είτε ως Εμίλια Μάρτι, είτε ως Ευγενία Μοντέζ κοκ.


Παρακάτω, ένα πρόσωπο του έργου, ένας «προοδευτικός» σοσιαλιστής, περιγράφει τα μειονεκτήματα που έχει μια συνήθης διάρκεια ζωής.

 

Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος στη διάρκεια αυτών των εξήντα χρόνων ζωής; Τι απολαμβάνει; Τι μπορεί ν’ ακούσει; Δεν προφταίνεις να δρέψεις τον καρπό του δέντρου που έχεις φυτέψει· δεν θα μάθεις ποτέ όλα όσα έχει ανακαλύψει η ανθρωπότητα πριν από σένα· δεν θα ολοκληρώσεις το έργο σου ούτε θ’ αφήσεις το παράδειγμα σου πίσω σου· θα πεθάνεις χωρίς να ‘χεις ζήσει. Μια ζωή τριακοσίων χρόνων αντίθετα θα σου επέτρεπε να είσαι για πενήντα χρόνια παιδί ή μαθητής· πενήντα χρόνια για να γνωρίσεις τον κόσμο και να δεις όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν· εκατό χρόνια για να δουλέψεις για το καλό του συνόλου· και ύστερα, όταν θα έχεις αποκτήσει όλη την ανθρώπινη πείρα, σου μένουν άλλα εκατό χρόνια για να ζήσεις εν σοφία, να κυβερνήσεις, να διδάξεις και ν’ αφήσεις πίσω σου ένα παράδειγμα. Αχ, πόσο πολύτιμη θα ‘ταν η ανθρώπινη ζωή αν κρατούσε τριακόσια χρόνια.

 

Βέβαια όλα αυτά είναι θεωρίες. Και ο άνθρωπος στηρίζεται στον κανόνα να επιθυμεί πάντοτε όλα όσα δεν μπορεί να αποκτήσει, την στιγμή που έστω κι ένας όμοιος του μπορεί. Όπως η Ελίνα Μακροπούλου, η οποία βέβαια αφηγείται κάτι πολύ διαφορετικό:

 

Δεν μπορείς να εξακολουθείς να αγαπάς επί τριακόσια χρόνια. Και δεν μπορείς να εξακολουθείς να ελπίζεις, να δημιουργείς, να ατενίζεις τα πράγματα επί τριακόσια χρόνια. Δεν μπορείς ν’ αντέξεις. Το κάθε τι γίνεται βαρετό. Είναι βαρετό να ‘σαι καλός και βαρετό να ‘σαι κακός […] Και ύστερα συνειδητοποιείς πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα […] Είσαι πολύ κοντά στα πάντα. Μπορείς να δεις κάτι τι στα πάντα. Για σένα το κάθε τι έχει κάποια αξία διότι εκείνα τα λιγοστά δικά σου χρόνια δεν θα ήταν αρκετά να σε ικανοποιήσουν […] Είναι αηδιαστικό να σκέφτεσαι πόσο ευτυχισμένος είσαι· και τούτο οφείλεται στην γελοία σύμπτωση ότι πρόκειται να πεθάνεις σύντομα. Έχεις ένα πιθηκίσιο ενδιαφέρον για τα πάντα…


[1] Το γιατί δίνει ελληνικό όνομα στην ηρωίδα του ίσως να μην αιτιολογείται καθαρώς από την αρχαιοελληνική φιλοσόφηση περί θανάτου, περισσότερο μάλλον από την εικόνα του Ευρωπαίου για την παρθένα ζωή στο ελληνικό νησί της Κρήτης