Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Στέφαν Τσβάιχ: Νίτσε [απόσπασμα]


 


Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ 


Κάθε μεγάλος σπρώχνεται, πιέζεται,

μαρτυράει ίσαμε που διπλώνεται 

μέσα στη μοναξιά του. 



«Ω μοναξιά, μοναξιά, πατρίδα μου». Τέτοιο είναι το μελαγχολικό τραγούδι που βγαίνει απ’ τον παγερό κόσμο της σιωπής. Ο Ζαρατούστρας συνθέτει το εσπερινό του άσμα, το τραγούδι που προηγείται απ’ την τελευταία νύχτα, το τραγούδι της αιώνιας επιστροφής. Μήπως η μοναξιά δεν ήταν παντοτινά το μοναδικό ενδιαίτημα του ταξιδιώτη, η παγωμένη του εστία κ’ η πέτρινη στέγη του; Βρέθηκε σ’ άπειρες πολιτείες, ταξίδεψε πνευματικά απειράριθμες φορές, συχνά δοκίμασε να της ξεφύγει, πηγαίνοντας σε μιαν άλη χώρα, ακατάπαυστα όμως ξαναγυρίζει σ’ αυτήν πληγωμένος, εξαντλημένος, γελασμένος στις ελπίδες του, στην «πατρίδα του τη μοναξιά».

Και καθώς πάντα αυτή ταξίδευε μαζί του, με τον άνθρωπο των μεταμορφώσεων, μεταμορφώθηκε κ’ η ίδια, κι όταν αυτός τη βλέπει στο πρόσωπο, μένει τρομαγμένος. Γιατί του έμοιασε τόσο στο διάστημα αυτό της πολύχρονης συντροφιάς τους. Έγινε σκληρότερη, πιο άσπλαχνη και πιο βίαιη, ακριβώς όπως κι αυτός· έμαθε να τυραννάει και να μεγαλώνει μέσα στον κίνδυνο. Κι αν την ονομάζει ακόμα τρυφερά παλιά του, αγαπημένη και γνώριμή του μοναξιά, είναι καιρός τώρα πια που τ’ όνομα αυτό δεν της ταιριάζει: έγινε πλέρια απομόνωση, ύστατη κ’ υπέρτατη μοναξιά· κι αυτό δε σημαίνει πια να ‘σαι μονάχος, σημαίνει να ‘σαι ο λ ό τ ε λ α   ε γ κ α τα λ ε ι μ έ ν ο ς*. Γύρω απ’ τον Νίτσε της τελευταίας εποχής δημιουργείται ένα τρομερό κενό, μια τρομαχτική σιωπή: κανένας ερημίτης, κανένας αναχωρητής, κανένας στυλίτης δεν εγκαταλείφθηκε έτσι. Γιατί όλοι αυτοί οι φανατικοί με την πίστη τους, έχουν ακόμα το Θεό τους, που η σκιά του ενοικεί στην καλύβα τους ή πέφτει απ’ το ύψος του στύλου τους. Αλ’ αυτός, ο «φονιάς του Θεού» δεν έχει πια κοντά του ούτε Θεό, ούτε άνθρωπο· όσο πλησιάζει το Εγώ του, τόσο ξεμακραίνει απ’ τον κόσμο· όσο το ταξίδι του παρατείνεται, τόσο «η έρημος πλαταίνει γύρω του». Συνήθως τα βιβλία της μοναξιάς βλέπουμε πόσο αργά και σιωπηλά μεγαλώνουν τη μαγνητική δύναμη που εξασκούν πάνω στους ανθρώπους με μια σκοτεινή δύναμη τραβούν διαρκών και περισσότερους στην τροχιά της αθέατης ακόμα παρουσίας τους· το έργο όμως του Νίτσε ασκεί απωθητική ενέργεια, απομακρύνει απ’ αυτόν ολοένα και περισσότερο όλους τους φίλους του και τον απομονώνει όλο και βιαιότερα απ’ το παρόν. Κάθε καινούργιο βιβλίο του τού στοιχίζει κ’ έναν φίλο, κάθε έργο κ’ ένα δεσμό. Σιγά – σιγά, και το έσχατο κι αδύναμο μόριο ενδιαφέροντος που αποδινότανε στις πράξεις του παγώνει. Στην αρχή έχασε τους φιλόλογους, ύστερα τον Βάγκνερ με τον πνευματικό του κύκλο και τέλος τους συντρόφους της νιότης. Δε βρίσκει πια ούτε εκδότη στη Γερμανία· η παραγωγή είκοσι χρόνων, σωριασμένη ανάκατα σ’ ένα υπόγειο, ζυγίζει εξήντα τέσσερις στατήρες· υποχρεώνεται να καταφύγει στα λεφτά του, αυτά που τόσο δύσκολα οικονόμησε, ή εκείνα που του δώσανε, για να συνεχίσει την έκδοση των βιβλίων του. κι όμως, όχι μονάχα δεν τ’ αγοράζει κανένας, μα κι όταν ακόμα ο Νίτσε τα χαρίζει, δεν τα διαβάζουν. Απ’ το τέταρτο μέρος του Ζαρατούστρα, που τυπώθηκε με δικά του έξοδα, βγάζει μονάχα σαράντα αντίτυπα, κι ανάμεσα στα εβδομήντα εκατομμύρια των κατοίκων της Γερμανίας, μονάχα εφτά πρόσωπα βρίσκει για να τους το στείλει. Τόσο ο Νίτσε, στο απόγειο της δημιουργίας του, έγινε ξένος, απροσπέλαστα ξένος για την εποχή του! Κανένας δεν του δίνει ούτε ψίχουλο πίστης, δεν του εκφράζει την ελάχιστη ευχαριστία! Αντίθετα, για να μη χάσει και τον τελευταίο φίλου των νεανικών του χρόνων, τον Όβερμπεκ, ζητάει συγνώμη που γράφει βιβλία και παρακαλεί να του τα συγχωρήσει. «Παλιέ μου φίλε, (νιώθουμε τον αγωνιώδη του τόνο, βλέπουμε το συσπασμένο του πρόσωπο, τα τεντωμένα του χέρια, τη χειρονομία κάπου που τον έσπρωξαν και φοβάται ένα καινούργιο χτύπημα) διάβασέ το απ’ την αρχή ίσαμε το τέλος, μην κουραστείς και μην πλήξεις. Συγκέντρωσε όλη τη δύναμη της ευμένειάς σου για μένα. Αν το βιβλίο σου φανεί ανυπόφορο, μπορεί κάποιες λεπτομέρειες να σ’ αρέσουν». Έτσι στα 1887, το πιο μεγάλο πνεύμα του αιώνα παρουσιάζει στους συγχρόνους του τα μεγαλύτερα βιβλία της εποχής και δε βρίσκει τίποτα ηρωικότερο για να υμνήσει σε μια φιλία απ’ αυτό: τίποτα δεν μπόρεσε να την καταστρέψει, ακόμα ούτε κι ο Ζαρατούστρας! Τέτοια καταθλιπτική δοκιμασία κι αβάσταχτη θλίψη έγινε και για τους πιο δικούς του, η δημιουργική δραστηριότητα του Νίτσε! Τόσο απίστευτη έγινε η απόσταση ανάμεσα στη μεγαλοφυΐα του και στην κατωτερότητα της εποχής του. Ο αέρας ολοένα κι αραιώνει γύρω του κ’ η σιωπή και το κενό ολοένα και πυκνώνουν.

Η σιωπή αυτή μεταμορφώνει την κόλαση, την τελευταία, την έσχατη μοναξιά του Νίτσε: συντρίβει το μυαλό του πάνω στον μεταλλικό της τοίχο. «Ύστερα από μιαν επίκληση σαν του Ζαρατούστρα μου, που βγήκε απ’ τα βάθη της ψυχής μου, να μην ακούσω ούτε μια λέξη γι’ απάντηση, τίποτα, τίποτα, μονάχα αποκλειστικά τη βουβή μοναξιά, που τώρα είναι χίλιες φορές πιο θλιβερή· να κάτι που ξεπερνάει όλα τα μαρτύρια και που μπορεί να καταστρέψει και τον δυνατότερο άνθρωπο», αναστενάζει και προσθέτει αμέσως: «Και δεν είμαι ο δυνατότερος. Κάποτε μου φαίνεται πως είμαι θανάσιμα πληγωμένος». Κι όμως δε γυρεύει χειροκροτήματα, επιδοκιμασίες, δόξα· αντίθετα, τίποτα δεν θα ‘ταν πιο ευχάριστο στην πολεμόχαρη φύση του, απ’ την οργή, την αγανάχτηση, την περιφρόνηση, ακόμα και το σαρκασμό («όταν βρίσκεται κανείς σε μια κατάσταση τεταμένη σαν τόξο έτοιμο να σπάσει, κάθε παράφορο αίσθημα είναι ευεργετικό, αρκεί να ‘ναι βίαιο»)· ποθούσε μιαν οποιαδήποτε απάντηση, καυτερή ή ψυχρή, ακόμα και χλιαρή, κάτι, αδιάφορο τι, που θα ‘ταν απόδειξη της ύπαρξής του, της πνευματικής του ζωής. Αλά κι αυτοί οι φίλοι του ακόμα αφήνουν κατά μέρος, τρομαγμένοι, κάθε απάντηση που προσδοκάει και στα γράμματά τους αποφεύγουν να φανερώσουν τη γνώμη τους, σαν κάτι το θλιβερό. Κι αυτή είναι η πληγή που ολοένα τον κατατρώει, που προσβάλει την περηφάνιά του, που ερεθίζει τη φιλαυτία του και κατακαίει την ψυχή του, «η πληγή τού να μην έχει καμιάν απάντηση». Μονάχα αυτή φαρμάκωσε τη μοναξιά του κ’ έσπειρε μέσα της τον πυρετό.

Και να, ο πυρετός που τόσον καιρό δούλευε υπόκωφα, φανερώνεται πια. Εξετάζοντας από κοντά τα γραφτά και τις επιστολές των τελευταίων χρόνων του Νίτσε, μαντεύουμε τους δυνατούς παλμούς του αίματός του, σάμπως να προέρχονται από φοβερή εσωτερική πίεση σε αραιά ατμόσφαιρα:  η καρδιά των αλπινιστών και των αεροπόρων έχει αισθανθεί αυτά τα σφοδρά σφυροκοπήματα, που προέρχονται απ’ τα σκληρά, δοκιμασμένα πνευμόνια τους. Οι τελευταίες επιστολές του Κλάιστ προδίνουν αυτήν την ένταση κι αυτούς τους τραχείς παλμούς, αυτούς τους επικίνδυνους κλονισμούς και τους βόμβους μιας μηχανής έτοιμης να σπάσει. Ένας παροξυσμός νευρικής ανησυχίας παρουσιάζεται στην ήρεμη και γαλήνια στάση του Νίτσε: «Η απέραντη σιωπή μού εξαγρίωσε την περηφάνια». Θέλει, απαιτεί τώρα οπωσδήποτε μιαν απάντηση. Εκνευρίζει με γράμματα και με μηνύματα τον τυπογράφο, ζητώντας του να επιταχύνει όσο το δυνατό την εκτύπωση, σάμπως να ‘χε οποιαδήποτε σημασία κ’ η παραμικρή καθυστέρηση. Δεν περιμένει, σύμφωνα με το σχέδιό του να τελειώσει Η Θέληση της Δύναμης, το βασικό του έργο, αλλά του αποσπά ανυπόμονα, κομμάτια και τα εξακοντίζει σαν πυραύλους στην εποχή του. Ο «αλκυόνιος τόνος» χάθηκε· στα τελευταία του έργα συναντάμε κάτι που μοιάζει με υπόκωφους βόγγους συγκρατημένης οδύνης, κραυγές οργής απροσμέτρητα ειρωνικές, που τις ξεριζώνει απ’ την ύπαρξή του το μαστίγιο της αδημονίας, κάτι σαν μουγκρητά μαντρόσκυλου μ’ αφρισμένο στόμα και δόντια που αστράφτουν.

Αυτός που ήταν αδιάφορος, αποφασίζει με την «εξαγριωμένη» περηφάνια να προκαλέσει την εποχή του, για να βρει κάποιαν αντίδραση και ν’ ακούσει τη ζωή του στο Ecce Homo, μ’ έναν κυνισμό που θα μείνει στην παγκόσμια ιστορία. Ποτέ βιβλία δεν υπήρξαν καρπός παρόμοιου πόθου,  τέτοιας νοσηρής δίψας, τέτοιας πυρετικής αναμονής γι’ απάντηση, όπως οι τελευταίοι μνημειώδεις λίβελοι του Νίτσε: όπως ο Ξέρξης διέταξε να μαστιγώσουν την αναίσθητη κι ανυπόταχτη θάλασσα, θέλει κι αυτός, με μια τόσο τρελή αλαζονεία, με το κνούτο των βιβλίων του, να προκαλέσει τη ζοφερή αδιαφορία που τον κυκλώνει. Έχει αυτή την καταθλιπτική επιθυμία γι’ απάντηση, μια δαιμονιακή ανησυχία, έναν τρομερό φόβο πως δεν θα ζήσει αρκετά για να δει την επιτυχία. Και καταλαβαίνει κανείς πως ύστερα από κάθε μαστίγωμα που καταφέρνει σταματάει ένα λεπτό και σκύβει, αλλόφρενος, με πνιγερή αγωνία, για ν’ ακούσει τις κραυγές των θυμάτων του. Μα αλίμονο, τίποτα δεν κουνιέται. Καμιά απάντηση δεν ανεβαίνει σ’ αυτή τη «ζαφειρένια» μοναξιά. Η σιωπή, σαν σιδερένιος χαλκάς, σφίγγει το λαιμό του, κι ούτε η κραυγή του Νίτσε, η φοβερότερη που γνώρισε η ανθρωπότητα, δεν θα μπορέσει να την συντρίψει. Το νιώθει καλά, κανένας θεός δεν θα τον λυτρώσει απ’ αυτή την ειρκτή της υπέρτατης μοναξιάς.

Να που, στις τελευταίες του ώρες, μια οργή Αποκάλυψης κυριεύει τ’ αποκαμωμένο πνεύμα του. Όπως ο τυφλωμένος Πολύφημος, ρίχνει ολόγυρά του, ουρλιάζοντας, βράχους, χωρίς να βλέπει αν πετυχαίνουν το σκοπό τους, κι όπως κανείς δεν παραστέκει δίπλα του για να τον νιώσει για να τον συμπονέσει, πιάνεται ο ίδιος απ’ την τρεμάμενη καρδιά του. Σκότωσε όλους τους θεούς, κι έτσι θεοποιείται ο ίδιος· «μήπως δεν πρέπει να γίνουμε οι ίδιοι θεοί, για να φαινόμαστε άξιοι παρόμοιων πράξεων;» Γκρέμισε όλους τους βωμούς· γι’ αυτό χτίζει το δικό του βωμό: το Ecce Homo, για να αυτοδοξάζεται και να αυτογιορτάζεται, αφού κανείς δεν τον δοξάζει. Σωριάζει απανωτά τους πιο κολοσσιαίους ογκόλιθους της γλώσσας, κι ακούμε γδούπους σφυριού, όπως ποτέ δεν αντήχησαν στον αιώνα· ψέλνει μ’ ενθουσιασμό το πένθιμο άσμα του της παραφοράς και της έξαρσης, τον Παιάνα των πράξεων και των νικών του. Στην αρχή μοιάζει με λυκόφως ανακατεμένο με μια τρομερή βουή, όπως όταν πλησιάζει η καταιγίδα· ύστερα τον ακούμε να τραντάζεται από ‘να βίαια κακεντρεχές, τρελό γέλιο, από μια χαρά ενός Desperado, που μας συντρίβει την ψυχή: είναι το τραγούδι του Ecce Homo. Μα το τραγούδι αυτό γίνεται ολοένα και πιο σπασμωδικό, τα γέλια αντηχούν όλο και πιο διαπεραστικά ανάμεσα στους σιωπηλούς παγετώνες και, σαν έξω απ’ τον εαυτό του, ο τραγουδιστής υψώνει τα χέρια, ενώ το πόδι σκιρτάει διθυραμβικά· ύστερα, ξαφνικά, αρχίζει ο χορός, αυτός ο χορός πάνω απ’ την άβυσσο – την άβυσσο της ίδιας του της εκμηδένισης.  



Τσβάιχ, Σ., 1990. Φρειδερίκος Νίτσε, μτφ Π.Ι. Σπηλιωτόπουλος, εκδ. Γκοβόστη, σελ.63-67


*Η υπογράμμιση δικιά μου

(**Η ορθογραφία είναι αλλαγμένη και σύμφωνα με τους σημερινούς κανόνες)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου