Πολλοί είχον κατηγορήσει την μητέρα μου, ότι ενώ αι ξέναι γυναίκες εθρήνουν μεγαλοφώνως επί του νεκρού του πατρός μου, εκείνη μόνη έχυνεν άφθονα, πλην σιγηλά δάκρυα. Η δυστυχής το έκαμνεν εκ φόβου μήπως παρεξηγηθή, μήπως παραβή τα όρια της εις τας νέας ανηκούσης σεμνότητος. Διότι, καθώς είπον, η μήτηρ μας εχήρευσε πολύ νέα.
Όταν απέθανεν η αδελφή μας, δεν ήτο πολύ γεροντοτέρα. Αλλ’ ούτε εσκέφθη καν τώρα τι θα ειπή ο κόσμος διά τους σπαραξικαρδίους της θρήνους.
Όλη η γειτονεία εσηκώθη και ήλθε προς παρηγορίαν της. Αλλά το πένθος αυτής ήτο φοβερόν, ήτον απαρηγόρητον.
– Θα χάση τον νουν της – εψιθύριζον οι βλέποντες αυτήν κεκλιμένην και θρηνούσαν μεταξύ των τάφων της αδελφής και του πατρός μας.
– Θα τα αφήση μέσ’ στους πέντε δρόμους· – έλεγον οι συναντώντες ημάς καθ’ οδόν, εγκαταλελειμμένα και απεριποίητα.
Και εχρειάσθη καιρός, εχρειάσθησαν αι νουθεσίαι και επιπλήξεις της εκκλησίας, όπως συνέλθη εις εαυτήν και ενθυμηθή τα επιζώντα τέκνα της, και αναλάβη τα οικιακά της καθήκοντα.
Αλλά τότε παρετήρησε πού μας είχε καταντήσει η μακρά της αδελφής μας ασθένεια.
Η χρηματική μας περιουσία κατηναλώθη εις ιατρούς και ιατρικά. Πολλά χράμια και κηλίμια, έργα των ιδίων αυτής χειρών, τα είχε πωλήσει δι’ ασήμαντα ποσά, ή τα είχε δώσει ως αμοιβήν εις τους γόητας και τας μαγίσσας. Άλλα μας τα έκλεψαν αυτοί και οι όμοιοί των, επωφελούμενοι εκ της ανεπιβλεψίας, ήτις επεκράτησεν εν τω οίκω μας. Προς επίμετρον εξηντλήθησαν και αι προμήθειαι των ζωοτροφιών μας και ημείς δεν είχομεν πλέον πόθεν να ζήσωμεν.
Εν τούτοις αυτό, αντί να πτοήση την μητέρα μας, τη απέδωκεν απεναντίας διπλήν την δραστηριότητα, ην είχε πριν ασθενήσει το Αννιώ.
Εμετρίασεν, ή κυρίως ειπείν, συνεκάλυψε το πένθος της· υπερενίκησε την ατολμίαν της ηλικίας και του φύλου της, και, λαβούσα την δίκελλαν ανά χείρας, ήρχισε να ξενοδουλεύη, ως εάν δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον άνετον και ανεξάρτητον βίον.
Επί πολύν χρόνον μας διέτρεφε διά του ιδρώτος του προσώπου της. Τα ημερομίσθια ήσαν μικρά και αι ανάγκαι μας μεγάλαι, αλλ’ όμως εις κανένα εξ ημών δεν επέτρεψε να την ανακουφίση συνεργαζόμενος.
Σχέδια περί του μέλλοντος ημών εγίνοντο και επεθεωρούντο καθ’ εσπέραν παρά την εστίαν. Ο μεγαλείτερός μου αδελφός ώφειλε να μάθη την τέχνην του πατρός μας, διά να λάβη εν τη οικογενεία τον τόπον εκείνου. Εγώ έμελλον ή μάλλον ήθελον να ξενιτευθώ, και ούτω καθεξής. Αλλά προ τούτου έπρεπε να μάθωμεν όλοι τα γράμματά μας, έπρεπε να ξεσχολήσωμεν. Διότι, έλεγεν η μήτηρ μας, άνθρωπος αγράμματος, ξύλον απελέκητον.
Αι οικονομικαί μας δυσχέρειαι εκορυφώθησαν, όταν επήλθεν ανομβρία εις την χώραν και ανέβησαν αι τιμαί των τροφίμων. Αλλ’ η μήτηρ, αντί ν’ απελπισθή περί της διατροφής ημών αυτών, επηύξησε τον αριθμόν μας δι’ ενός ξένου κορασίου, το οποίον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε να υιοθετήση.
Το γεγονός τούτο μετέβαλε το μονότονον και αυστηρόν του οικογενειακού ημών βίου, και εισήγαγεν εκ νέου αρκετήν ζωηρότητα.
Ήδη αυτή η υιοθέτησις εγένετο πανηγυρική. Η μήτηρ μου εφόρεσε διά πρώτην φοράν τα γιορτερά της και μας ωδήγησεν εις την εκκλησίαν καθαρούς και κτενισμένους, ως εάν επρόκειτο να μεταλάβωμεν. Μετά το τέλος της λειτουργίας, εστάθημεν όλοι προ της εικόνος του Χριστού, και αυτού, εν μέσω του περιεστώτος λαού, ενώπιον των φυσικών αυτού γονέων, παρέλαβεν η μήτηρ μου το θετόν αυτής θυγάτριον εκ των χειρών του ιερέως, αφού πρώτον υπεσχέθη εις επήκοον πάντων, ότι θέλει αγαπήσει και αναθρέψει αυτό, ως εάν ήτο σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών της.
Η είσοδός του εις τον οίκον μας εγένετο ουχ ήττον επιβλητική και τρόπον τινά εν θριάμβω. Ο πρωτόγερος του χωρίου και η μήτηρ μου προηγήθησαν μετά του κορασίου, έπειτα ηρχόμεθα ημείς. Οι συγγενείς μας και οι συγγενείς της νέας αδελφής μάς ηκολούθησαν μέχρι της αυλείου ημών θύρας. Έξωθεν αυτής ο πρωτόγερος εσήκωσε το κοράσιον υψηλά εις τας χείρας του και το έδειξεν επί τινας στιγμάς εις τους παρισταμένους. Έπειτα ηρώτησε μεγαλοφώνως·
― Ποιος από σας είναι ή εδικός ή συγγενής ή γονιός του παιδιού τούτου περισσότερον από την Δεσποινιώ την Μηχαλιέσσα κι’ από τους εδικούς της;
Ο πατήρ του κορασίου ήτον ωχρός και έβλεπε περίλυπος εμπρός του. Η σύζυγός του έκλαιεν ακουμβημένη εις τον ώμόν του. Η μήτηρ μου έτρεμεν εκ του φόβου μήπως ακουσθή καμμία φωνή – Εγώ! – και ματαιώση την ευτυχίαν της. Αλλά κανείς δεν απεκρίθη. Τότε οι γονείς του παιδίου ησπάσθησαν αυτό διά τελευταίαν φοράν και ανεχώρησαν μετά των συγγενών των. Ενώ οι εδικοί μας μετά του πρωτογέρου εισήλθον και εξενίσθησαν παρ’ ημίν.
Από της στιγμής ταύτης η μήτηρ μας ήρχισε να επιδαψιλεύη εις την θετήν μας αδελφήν τόσας περιποιήσεις, όσων ίσως δεν ηξιώθημεν ημείς εις την ηλικίαν της και εις καιρούς πολύ ευτυχεστέρους. Ενώ δε μετ’ ολίγον χρόνον εγώ μεν επλανώμην νοσταλγών εν τη ξένη, οι δε άλλοι μου αδελφοί εταλαιπωρούντο κακοκοιμώμενοι εις τα εργαστήρια των “μαστόρων”, το ξένον κοράσιον εβασίλευεν εις τον οίκον μας, ως εάν ήτον εδικός του.
Οι μικροί των αδελφών μου μισθοί θα εξήρκουν προς ανακούφισιν της μητρός, εφ’ ω και τη εδίδοντο. Αλλ’ εκείνη, αντί να τους δαπανά προς ανάπαυσίν της, επροίκιζε δι’ αυτών την θετήν της θυγατέρα και εξηκολούθει εργαζομένη προς διατροφήν της. Εγώ έλειπον μακράν, πολύ μακράν, και επί πολλά έτη ηγνόουν τι συνέβαινεν εις τον οίκον μας. Πριν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη, ως εάν ήτον αληθώς μέλος της οικογενείας μας.
Ο γάμος αυτής, όστις φαίνεται επίτηδες επεσπεύθη, υπήρξεν αληθής χαρά των αδελφών μου. Οι δυστυχείς ανέπνευσαν, απαλλαγέντες από το πρόσθετον φορτίον. Και είχον δίκαιον. Διότι η κόρη εκείνη, εκτός ότι ποτέ δεν ησθάνθη προς αυτούς αδελφικήν τινά στοργήν, επί τέλους απεδείχθη αχάριστος προς την γυναίκα, ήτις περιεποιήθη την ζωήν αυτής με τοσαύτην φιλοστοργίαν, όσην ολίγα γνήσια τέκνα εγνώρισαν.
Είχον λόγους λοιπόν οι αδελφοί μου να είναι ευχαριστημένοι και είχον λόγους να πιστεύσουν, ότι και η μήτηρ αρκετά εδιδάχθη εκ του παθήματος εκείνου.
Αλλ’ οποία υπήρξεν η έκπληξίς των, όταν, ολίγας μετά τους γάμους ημέρας, την είδον να έρχεται εις την οικίαν, σφίγγουσα τρυφερώς εις την αγκάλην της εν δεύτερον κοράσιον, ταύτην την φοράν εν σπαργάνοις!
– Το κακότυχο! ανεφώνει η μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικώς επί της μορφής του νηπίου, δεν το έφθανε πως εγεννήθη κοιλιάρφανο, μόν’ απέθανε και η μάνα του και το άφηκε μέσ’ στη στράτα! Και, ευχαριστημένη τρόπον τινά εκ της ατυχούς ταύτης συμπτώσεως, επεδείκνυε το λάφυρόν της θριαμβευτικώς προς τους ενεούς εκ της εκπλήξεως αδελφούς μου.
Το υιικόν σέβας ήτο πολύ, και η αυθεντεία της μητρός μεγάλη, αλλ’ οι πτωχοί αδελφοί μου ήσαν τόσον απογοητευμένοι, ώστε δεν εδίστασαν να υποδείξουν ευσχήμως πως εις την μητέρα των, ότι καλόν θα ήτο να παραιτηθή του σκοπού της. Αλλά την εύρον αμετάπειστον. Τότε εδήλωσαν φανερά την δυσαρέσκειάν των και τη ηρνήθησαν την διαχείρισιν του βαλαντίου των. Όλα εις μάτην.
– Μη μου φέρετε τίποτε, έλεγεν η μήτηρ μου, εγώ δουλεύω και το θρέφω, σαν πως έθρεψα και σας. Και όταν έλθη ο Γιωργής μου απ’ τη ξενιτειά, θα το προικίση και θα το πανδρέψη. Αμ’ τι θαρρείτε! Εμένα το παιδί μου με το υποσχέθηκε. – Εγώ, μάνα, θα σε θρέψω και σένα και το ψυχοπαίδι σου. – Ναι! έτσι με το είπε, που νάχη την ευχή μου!
Ο Γιωργής ήμην εγώ. Και την υπόσχεσιν ταύτην την είχον δώσει αληθώς, αλλά πολύ προτήτερα.
Ήτο καθ’ ην εποχήν η μήτηρ μας ειργάζετο διά να θρέψη την πρώτην μας θετήν αδελφήν καθώς και ημάς. Εγώ την συνώδευον κατά τας διακοπάς των μαθημάτων, παίζων παρ’ αυτή, ενώ εκείνη έσκαπτεν ή εξεβοτάνιζεν. Μίαν ημέραν διακόψαντες την εργασίαν επεστρέφομεν από τους αγρούς φεύγοντες τον αφόρητον καύσωνα, υφ’ ου ολίγον έλειψε να λυποθυμήση η μήτηρ μου. Καθ’ οδόν κατελήφθημεν υπό ραγδαιοτάτης βροχής, εξ εκείνων, αίτινες συμβαίνουσι παρ’ ημίν συνήθως, μετά προηγηθείσαν υπερβολικήν ζέστην ή λαύραν, καθώς την ονομάζουν οι συντοπίται μου. Δεν ήμεθα πλέον πολύ μακράν του χωρίου, αλλ’ έπρεπε να διαβώμεν ένα χείμαρρον, όστις πλημμυρήσας εκατέβαινεν ορμητικώτατος. Η μήτηρ μου ηθέλησε να με σηκώση εις τον ώμον της. Αλλ’ εγώ απεποιήθην.
– Είσαι αδύνατη από τη λιποθυμία, τη είπον. Θα με ρίψης μέσ’ στον ποταμό.
Και εσήκωσα τα φορέματά μου και εισήλθον δρομαίος εις το ρεύμα, πριν εκείνη προφθάση να με κρατήση. Είχον εμπιστευθή εις τας δυνάμεις μου πλέον ή ό,τι έπρεπε. Διότι πριν σκεφθώ να υποχωρήσω, τα γόνατά μου ελύγισαν, οι πόδες μου έχασαν το στήριγμά των, και, ανατραπείς, παρεσύρθην υπό του χειμάρρου ως κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτική κραυγή φρίκης είναι παν ό,τι ενθυμούμαι εκ των μετά ταύτα. Ήτον η φωνή της μητρός μου, ήτις ερρίφθη εις τα ρεύματα διά να με σώση.
– Πώς δεν έγεινα αιτία να πνιγή και εκείνη μετ’ εμού, είναι θαύμα. Διότι ο χείμαρρος εκείνος έχει κακήν φήμην παρ’ ημίν. Και όταν λέγουν περί τινος «τον επήρε το ποτάμι», εννοούν ότι επνίγη εις αυτόν τούτον τον χείμαρρον.
Και όμως η μήτηρ μου λιγόθυμος καθώς ήτο, κατάκοπος, βεβαρημένη από επαρχιακά φορέματα, ικανά να πνίξουν και τον δεξιώτερον κολυμβητήν, δεν εδίστασε να εκθέση την ζωήν αυτής εις κίνδυνον. Επρόκειτο να με σώση, και ας ήμην εκείνο της το τέκνον, το οποίον προσέφερεν άλλοτε εις τον Θεόν ως αντάλλαγμα αντί της θυγατρός της.
Όταν έφθασεν εις τον οίκον και με απέθεσε χαμαί από τον ώμον της, ήμην ακόμη παραζαλισμένος. Διά τούτο, αντί να αιτιαθώ την απρονοησίαν μου διά το συμβάν, απέδωκα αυτό εις τας εργασίας της μητρός μου.
– Μη δουλεύεις πια, μάνα, τη είπον, ενώ εκείνη μ’ ενέδυε στεγνά φορέματα.
– Αμ’ ποιος θα μας θρέφη, παιδί μου, σαν δεν δουλεύω εγώ; – Ηρώτησεν εκείνη στενάξασα.
– Εγώ, μάνα! εγώ! – τη απήντησα τότε μετά παιδικού στόμφου.
– Και το ψυχοπαίδι μας;
– Κ’ εκείνο εγώ!
Η μήτηρ εμειδίασεν ακουσίως, διά την επιβλητικήν στάσιν, ην έλαβον προφέρων την διαβεβαίωσιν ταύτην. Έπειτα διέκοψε την ομιλίαν επειπούσα·
– Αμ’ θρέψε δα πρώτα τον εαυτό σου και ύστερα βλέπουμε.
Δεν παρήλθε πολύς καιρός και απηρχόμην εις τα ξένα.
Η μήτηρ βεβαίως ουδ’ εσημείωσε καν την υπόσχεσιν εκείνην. Εγώ όμως ενθυμούμην πάντοτε, ότι η αυταπάρνησίς της μοι εχάρισε διά δευτέραν φοράν την ζωήν, την οποίαν τη ώφειλον. Διά τούτο είχον την υπόσχεσιν εκείνην επί της καρδίας μου, και όσον εμεγάλωνα, τόσω σπουδαιότερον ενόμιζα τον εαυτόν μου υποχρεωμένον προς εκπλήρωσίν της.
– Μη κλαίγης μητέρα, τη είπον αναχωρών. Εγώ πηγαίνω πια να κάμω παράδες. Έννοια σου! Από τώρα και να πάγη θα σε θρέφω και σένα και το παραπαίδι σου. Αλλά, ακούεις; Δεν θέλω πια να δουλεύης!
Δεν ήξευρον ακόμη ότι δεκαετές παιδίον όχι την μητέρα, αλλ’ ουδέ τον εαυτόν του δεν δύναται να θρέψη. Και δεν εφανταζόμην, οποίαι φοβεραί περιπέτειαι με περιέμενον και πόσας πικρίας έμελλον ακόμη να ποτίσω την μητέρα μου διά της ξενιτείας εκείνης, δι’ ης ήλπιζον να την ανακουφίσω.
Επί πολλά έτη όχι μόνον βοήθειαν, αλλ’ ουδέ μίαν επιστολήν κατώρθωσα να τη στείλω. Επί πολλά έτη παρεμόνευεν εις τους δρόμους, ερωτώσα τους διαβάτας μη με είδον πουθενά.
Πότε τη έλεγον, ότι εδυστύχησα εν Κωνσταντινουπόλει και ετούρκευσα.
– Να φάνε τη γλώσσα τους που τώβγαλαν! – απεκρίνετο η μήτηρ μου. Αυτός που λένε, δεν μπορεί να ήτον το παιδί μου! – Αλλά μετ’ ολίγον εκλείετο περίτρομος εις το εικονοστάσιόν μας, και προσήχευτο διακρυρροούσα προς τον Θεόν, διά να με φωτίση να επανέλθω εις την πίστιν των πατέρων μου.
Πότε τη έλεγον, ότι εναυάγησα εις τας ακτάς της Κύπρου, και επαιτώ ρακένδυτος εις τους δρόμους.
– Φωτιά να τους κάψη, απεκρίνετο εκείνη. Το λεν από τη ζούλια τους. Το παιδί μου θενάκανε κατάστασι και πά’ στον Άγιο Τάφο.
Αλλά μετ’ ολίγον εξήρχετο εις τους δρόμους, εξετάζουσα τους διαβατικούς επαίτας, και μετέβαινεν όπου ηκούετο κανείς καραβοτσακισμένος με την θλιβεράν ελπίδα ν’ ανακαλύψη εν αυτώ το ίδιόν της τέκνον, με την πρόθεσιν να δώση εις αυτόν τα στερήματά της, όπως τα εύρω εγώ εις τα ξένα από τας χείρας των άλλων.
Και όμως, οσάκις επρόκειτο περί της θετής αυτής θυγατρός, τα ελησμόνει όλα ταύτα και εφοβέριζε τους αδελφούς μου, ότι ελθών εγώ από τα ξένα θα τους εντροπιάσω διά της γενναιότητός μου, και θα προικίσω και θα υπανδρεύσω την κόρην της εν πομπή και παρατάξει.
– Ε; Αμ’ τι θαρρείτε! Εμένα το παιδί μου με το υποσχέθηκε! Ας έχη την ευχή μου!
Ευτυχώς αι κακαί εκείναι ειδήσεις δεν ήσαν αληθείς. Και όταν, μετά μακράν απουσίαν, επέστρεψα εις τον οίκον μας, ήμην εις θέσιν να εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου, ως προς την μητέρα μου καν, η οποία ήτο τόσον ολιγαρκής. Ως προς το ψυχοπαίδι της όμως δεν μ’ εύρε τόσον πρόθυμον, όσον ήλπιζεν. Απ’ εναντίας μόλις είχον φθάσει και εξεφράσθην εναντίον της διατηρήσεώς του, προς μεγίστην της μητρός μου έκπληξιν.
Είναι αληθές ότι δεν ήμην κυρίως εναντίος της αδυναμίας της μητρός μου. Την προς τα κοράσια κλίσιν της την εύρισκον σύμφωνον προς τα αισθήματα και τους πόθους μου.
Τίποτε άλλο δεν επεθύμουν περισσότερον, παρά να εύρω επιστρέφων εις τον οίκον μας μίαν αδελφήν, της οποίας η φαιδρά μορφή κ’ αι συμπαθητικαί φροντίδες να εξορίσουν από της καρδίας μου την εκ της μονώσεως μελαγχολίαν, και να εξαλείψουν από της μνήμης μου τας κακοπαθείας όσας υπέστην εν τη ξένη. Προς ανταλλαγήν εγώ θα επροθυμούμην να τη διηγώμαι τα θαυμάσια των ξένων χωρών, τας περιπλανήσεις και τα κατορθώματά μου, και θα ήμην πρόθυμος να τη αγοράζω ό,τι αγαπά· να την οδηγώ εις τους χορούς και τας πανηγύρεις· να την προικίσω, και τέλος να χορεύσω εις τους γάμους της.
Αλλά την αδελφήν ταύτην την εφανταζόμην ωραίαν και συμπαθητικήν, ανεπτυγμένην και έξυπνον, με γράμματα, με χειροτεχνήματα, με όλας εν γένει τας αρετάς όσας είχον αι κόραι των χωρών, όπου έζων μέχρι τότε. Και αντί τούτων τι εύρον; Ακριβώς το αντίθετον.
Η θετή μου αδελφή ήτον ακόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, και προ πάντων δύσνους, τόσον δύσνους, ώστε ευθύς εξ αρχής μ’ ενέπνευσεν αντιπάθειαν.
– Δος το πίσου το Κατερινιώ, έλεγον μίαν ημέραν εις την μητέρα μου. Δος το πίσου, αν μ’ αγαπάς. Αυτήν την φοράν σε το λέγω με τα σωστά μου! Εγώ θα σε φέρω μίαν άλλην αδελφήν από την Πόλι. Ένα εύμορφο κορίτσι, ένα έξυπνο, που να στολίση μίαν ημέρα το σπίτι μας.
Έπειτα περιέγραψα με τα ζωηρότερα χρώματα οποίον θα ήτο το ορφανόν, το οποίον έμελλον να της φέρω, και πόσον πολύ θα το ηγάπων.
Όταν ύψωσα τα βλέμματά μου προς αυτήν, είδον μετ’ εκπλήξεώς μου, ότι τα δάκρυά της έρρεον σιγαλά και μεγάλα επί των ωχρών αυτής παρειών, ενώ οι ταπεινωμένοι της οφθαλμοί εξέφραζον μίαν απερίγραπτον θλίψιν!
– Ω! είπε μετ’ απελπιστικής εκφράσεως. Ενόμισα ότι συ θα αγαπήσης την Κατερινιώ περισσότερον από τους άλλους, αλλά, απατήθηκα! Εκείνοι δεν θέλουν διόλου αδελφήν, και συ θέλεις μίαν άλλην. Και τι φταίγει το φτωχό, σαν έγεινεν όπως το έπλασεν ο Θεός. Αν είχες μίαν αδελφήν άσχημην και με ολίγον νουν, θα την έβγαζες δι’ αυτό στους δρόμους, για να πάρης μιαν άλλην, εύμορφην και γνωστικήν;
– Όχι, μητέρα! Βέβαια όχι! απήντησα εγώ. Μα εκείνη θα ήτο παιδί σου, καθώς και εγώ. Ενώ αυτή δεν σου είναι τίποτε. Μας είναι όλως διόλου ξένη.
– Όχι! ανεφώνησεν η μήτηρ μου μετά λυγμών, όχι! Δεν είναι ξένο το παιδί! Είναι δικό μου! Το επήρα τριών μηνών από πάνω από το λείψανο της μάνας του· και οσάκις έκλαιγε, του έβαζα το βυζί μου στο στόμα του, για να το πλανέσω· και το ετύλιξα μέσ’ στα σπάργανά σας, και το εκοίμησα μέσ’ στην κούνια σας. Είναι δικό μου το παιδί, και είναι αδελφή σας!
Μετά τας λέξεις ταύτας, τας οποίας επρόφερεν ισχυρώς και μετ’ επιβλητικού τρόπου, ύψωσε την κεφαλήν αυτής και με παρετήρησεν ασκαρδαμυκτί. Επερίμενε προκλητικώς την απάντησίν μου. Αλλ’ εγώ δεν ετόλμησα να προφέρω λέξιν. Τότε εχαμήλωσε πάλιν τους οφθαλμούς και εξηκολούθησε με ασθενή φωνήν και θλιβερόν τόνον.
― Ε! τι να γείνη! Κ’ εγώ το ήθελα καλλίτερο, μα – η αμαρτία μου, βλέπεις, δεν εσώθηκεν ακόμη. Και το έκαμεν ο Θεός τέτοιο, διά να δοκιμάση την υπομονή μου, και να με σχωρέση. Ευχαριστώ σε, Κύριε!
Και ταύτα λέγουσα, έθηκε την δεξιάν επί του στήθους, ύψωσε τους οφθαλμούς αυτής πλήρεις δακρύων προς τον ουρανόν, και έμεινεν ούτως επί τινας στιγμάς σιγώσα.
– Κάτι θα έχης στην καρδιά, μητέρα, είπον τότε μετά τινος δειλίας. Μη θυμώνης!
Και λαβών εφίλησα την παγεράν αυτής χείρα προς εξιλέωσιν.
– Ναι! είπεν εκείνη αποφασιστικώς. Έχω κάτι εδώ μέσα βαρύ, πολύ βαρύ, παιδί μου! Ως τώρα το γνωρίζει μόνον ο Θεός και ο πνευματικός μου. Εσύ είσαι διαβασμένος και συντυχαίνεις καμμιά φορά σαν τον ίδιο τον πνευματικό, και καλλίτερα. Σήκω, κλείσε τη θύρα, και κάτσε να σε το ’πω, ίσως με παρηγορήσης ολίγο, ίσως με λυπηθής, και αγαπήσης το Κατερινιώ, σαν νάταν αδελφή σου.
Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδίαν μου εις μεγάλην ταραχήν. Τι είχε να μ’ εμπιστευθή η μήτηρ μου χωριστά από τους αδελφούς μου; Όλας τας κατά την απουσίαν μου δυστυχίας της μοι τας είχεν αφηγηθή. Όλον τον προτού της βίον τον εγνώριζον ωσάν παραμύθι. Τι ήτο λοιπόν αυτό που μας απέκρυπτε μέχρι τούδε; Που δεν ετόλμησε να φανερώση εις κανένα πλην του Θεού και του πνευματικού της;
Όταν επανήλθον να καθίσω πλησίον της, έτρεμον τα γόνατά μου εξ αορίστου αλλ’ ισχυρού τινος φόβου.
Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν, ως κατάδικος, όστις ίσταται ενώπιον του κριτού του με την συναίσθησιν τρομερού τινος εγκλήματος.
– Το θυμάσαι το Αννιώ μας; με ηρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικής σιωπής.
– Μάλιστα, μητέρα! Πώς δεν το θυμούμαι! Ήταν η μόνη μας αδελφή, κ’ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια μου.
– Ναι! με είπεν, αναστενάξασα βαθέως, αλλά δεν ήτο το μόνον μου κορίτσι! Εσύ είσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος από το Χρηστάκη. Ένα χρόνο κατόπι του έκαμα την πρώτη μου θυγατέρα.
Ήταν τότε κοντά, που επαντρολογιέτο ο Φωτής ο Μυλωνάς. Ο μακαρίτης ο πατέρας σου παράργησε το γάμο τους, ως που ν’ αποσαραντήσω εγώ, για να τους στεφανώσουμε μαζί. Ήθελε να με βγάλη και μένα στον κόσμο, για να χαρώ σαν πανδρευμένη, αφού κορίτσι δεν μ’ άφηκεν η γιαγιά σου να χαρώ.
Το πρωί τους στεφανώσαμε, και το βράδυ ήταν οι καλεσμένοι στο σπίτι τους· και επαίζαν τα βιολιά, και έτρωγεν ο κόσμος μέσα στην αυλή, κι’ εγύρνα η κανάτα με το κρασί από χέρι σε χέρι. Και έκαμεν ο πατέρας σου κέφι, σαν διασκεδαστικός που ήταν ο μακαρίτης, και μ’ έρριψε το μανδύλι του, να σηκωθώ να χορέψουμε. Σαν τον έβλεπα να χορεύη, μου άνοιγεν η καρδιά μου, και σαν νέα που ήμουνε, αγαπούσα κ’ εγώ το χορό. Κ’ εχορέψαμε λοιπόν· κ’ εχόρεψαν και οι άλλοι καταπόδι μας. Μα εμείς εχορέψαμε και καλλίτερα και πολύτερα.
Σαν εκοντέψανε τα μεσάνυχτα, επήρα τον πατέρα σου παράμερα και τον είπα· Άνδρα, εγώ έχω παιδί στην κούνια και δεν μπορώ πια να μείνω. Το παιδί πεινά· εγώ εσπάργωσα. Πώς να το βυζάξω μέσ’ στον κόσμο και με το καλό μου το φόρεμα! Μείνε συ, αν θέλης να διασκεδάσης ακόμα. Εγώ θα πάρω το μωρό να πάγω στο σπίτι.
– Ε, καλά, γυναίκα! είπεν ο σχωρεμένος, και μ’ επαπάρισε ’πα στον ώμο. Έλα, χόρεψε κι’ αυτό το χορό μαζί μου, και ύστερα πηγαίνουμε κ’ οι δύο. Το κρασί άρχησε να με χτυπά στο κεφάλι, και αφορμή γυρεύω κι’ εγώ να φύγω.
Σαν εξεχορέψαμε κ’ εκείνο το χορό, επήραμε τη στράτα.
Ο γαμβρός έστειλε τα παιχνίδια και μας εξεπροβόδησαν ως το μισό το δρόμο. Μα είχαμε ακόμη πολύ ως το σπίτι. Γιατί ο γάμος έγεινε στον Καρσιμαχαλά. Ο δούλος επήγαινε μπροστά με το φανάρι. Ο πατέρας σου εσήκωνε το παιδί, και βαστούσε και μένα από το χέρι.
– Kουράσθης, βλέπω, γυναίκα!
– Ναι, Μιχαλιό. Kουράσθηκα.
– Άιντε βάλ’ ακόμα κομμάτι δύναμι, ως που να φθάσουμε στο σπίτι. Θα στρώσω τα στρώματα μοναχός μου. Εμετάνοιωσα που σ’ έβαλα κ’ εχόρεψες τόσο πολύ.
– Δεν πειράζει, άνδρα, του είπα. Το έκαμα για το χατήρι σου. Αύριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Έτσι ήρθαμε στο σπίτι. Εγώ εφάσκιωσα κ’ εβύζαξα το παιδί, κ’ εκείνος έστρωσε. Ο Χρηστάκης εκοιμάτο μαζί με την Βενετειά, που την αφήκα να τον φυλάγη. Σε λίγο επλαγιάσαμε και μεις. Εκεί, μέσα στον ύπνο μου, μ’ εφάνηκε πως έκλαψε το παιδί. Το καϋμένο!, είπα, δεν έφαγε σήμερα χορταστικά. Και ακούμβησα στην κούνια του να το βυζάξω. Mα ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσα να κρατηθώ. Το έβγαλα λοιπόν, και το έβαλα κοντά μου, μέσ’ το στρώμα, και του έδωσα τη ρόγα στο στόμα του. Εκεί με ξαναπήρεν ο ύπνος.
Δεν ηξεύρω πόσην ώρα ήθελεν ως το πουρνό. Μα ’σαν έννοιωσα να χαράζη – ας το βάλω, είπα, το παιδί στον τόπο του.
Μα κει που πήγα να το σηκώσω, τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε!
Εξύπνησα τον πατέρα σου· το ξεφασκιώσαμε, το ζεστάναμε, του ετρίψαμε το μυτούδι του, τίποτε! – Ήταν απεθαμένο!
– Το πλάκωσες, γυναίκα, το παιδί μου! – είπεν ο πατέρας σου, και τον επήραν τα δάκρυα. Τότε άρχησα εγώ να κλαίγω στα δυνατά και να ξεφωνίζω. Μα ο πατέρας σου έβαλε το χέρι του στο στόμα μου και – Σους! με είπε. Τι φωνάζεις έτσι, βρε βώδι; – Αυτό με το είπε, Θεός σχωρέσ’ τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δεν με είπε. Κ’ εκείνη τη στιγμή με το είπε. – Ε; Τι φωνάζεις έτσι; Θέλεις να ξεσηκώσης τη γειτονιά, να πη ο κόσμος πώς εμέθυσες κ’ επλάκωσες το παιδί σου;
Και είχε δίκηο, που ν’ αγιάσουν τα χώματα που κοίτεται! Γιατί, αν το μάθαινεν ο κόσμος, έπρεπε να σχίσω τη γη να έμβω μέσα από το κακό μου.
Αλλά, τι τα θέλεις! Η αμαρτία είναι αμαρτία. Σαν το εθάψαμε το παιδί, κ’ εγυρίσαμεν από την εκκλησία, τότε άρχησε το θρήνος το μεγάλο. Τότε πια δεν έκλαιγα κρυφά. – Είσαι νέα, και θα κάμης κι’ άλλα, μ’ έλεγαν. Ως τόσον ο καιρός περνούσε, και ο Θεός δεν μας έδιδε τίποτα. Να! έλεγα μέσα μου. Ο Θεός με τιμωρεί, γιατί δεν εστάθηκα άξια να προφυλάξω το παιδί που μ’ έδωκε! Και εντρεπόμουνα τον κόσμο, και εφοβούμην τον πατέρα σου. Γιατί κ’ εκείνος όλο τον πρώτο χρόνο έκαμνε τάχα τον αλύπητο και μ’ επαρηγορούσε, για να με δώση θάρρος. Ύστερα όμως άρχησε να γίνεται σιγανός και συλλογισμένος.
Τρία χρόνια επέρασαν, χωρίς να φάγω ψωμί να πάγη στην καρδιά μου. Στα τρία χρόνια κ’ ύστερα γεννήθηκες εσύ. – Ήταν οι πολλαίς οι χάραις που επήγα.
Σαν εγεννήθηκες εσύ εκατάκατσεν η καρδιά μου, μα δεν ημέρεψε. Ο πατέρας σου σε ήθελε κορίτσι. Και μιαν ημέρα με το είπε.
– Κι’ αυτό καλώς μας ώρισε, Δεσποινιώ, μα ’γω το ήθελα κορίτσι.
Όταν επήγεν η γιαγιά σου στον Αγιοντάφο, έστειλα δώδεκα πουκάμισα και τρία Κωσταντινάτα, για να με βγάλη ένα σχωροχάρτι. Και, διες εσύ! Ίσα ίσα εκείνο το μήνα, που εγύρισεν η γιαγιά σου από τη Γερουσαλή με το σχωροχάρτι, εκείνο το μήνα εκακοψυχούσα την Αννιώ.
Κάθε λίγο και λιγάκι εφώναζα τη μανίτσα. – Έλα δα, κυρά, να διούμε· κορίτσι είναι; – Ναι, θυγατέρα, έλεγεν η μαμή. Κορίτσι. Δε βλέπεις; Δε σε χωρούν τα ρούχα σου! – Και να πια χαρά εγώ, σαν το άκουγα!
Σαν εγεννήθηκε το παιδί και βγήκεν αληθινά κορίτσι, τότε πια ήρθεν η καρδιά στον τόπο της. Το ωνομάσαμεν Αννιώ, το ίδιο το όνομα που είχε το σχωρεμένο, για να μην ’ποφαίνεται πως μας λείπει κανείς από το σπίτι. – Ευχαριστώ σε, Θεέ μου! έλεγα νύχτα και μέρα. Ευχαριστώ σε η αμαρτωλή, που εσήκωσες την εντροπή και εξάλειψες την αμαρτία μου!
Και είχαμε πια την Αννιώ σαν τα μάτια μας. Και εζούλευες εσύ, και έγεινες του θανατά από τη ζούλια σου.
Ο πατέρας σου σε έλεγε το αδικημένο του, γιατί σ’ απόκοψα πολύ νωρίς, και μ’ εμάλωνε καμμιά φορά, γιατί σε παραμελούσα. Κ’ εμένα η καρδιά μου ερράγιζε, σαν σ’ έβλεπα να χαλνάς. Μα, έλα που δεν εμπορούσα ν’ αφήσω την Αννιώ από τα χέρια μου! Εφοβούμην πως κάθε στιγμή μπορεί να της συμβή τίποτε. Και ο πατέρας σου ο μακαρίτης, όσο και αν μάλωνε κ’ εκείνος, την ήθελε πια να μη στάξη και την βρέξη!
Μα εκείνο το ευλογημένο, όσο περισσότερα χάδια, τόσο ολιγώτερην υγεία. Έλεγες πως εμετάνοιωσεν ο Θεός γιατί μας το έδωκε. Εσείς ήσασθε κόκκινα κόκκινα, και ζωηρά και σερπετά. Εκείνο, ήσυχο και σιγανό και αρρωστιάρικο! Όταν το έβλεπα έτσι χλωμό χλωμό, μου ήρχετο εις τον νου μου το πεθαμένο, και η ιδέα πως εγώ το εθανάτωσα άρχησε να ξανακυριεύη μέσα μου. Ως που μιαν ημέρα απέθανε και το δεύτερο!
Όποιος δεν το εδοκίμασε μοναχός του, παιδί μου, δεν ξεύρει τι πικρό ποτήρι ήταν εκείνο. Ελπίδα να κάνω άλλο κορίτσι δεν ήταν πλέον. Ο πατέρας σου είχ’ αποθάνει. Αν δεν ευρίσκετο ένας γονιός να με χαρίση το κορίτσι του, ήθελα πάρω τα βουνά να φύγω.
Αλήθεια που δεν εβγήκε καλόγνωμο. Μα όσο το είχα και το κήδευα και το κανάκευα, θαρρούσα πως το είχα δικό μου, και ξεχνούσα κείνο πώχασα, κ’ ημέρωνα τη συνείδησί μου.
Καθώς το λέγ’ ο λόγος, ξένο παιδί ’ναι παίδεψι. Μα για μένα η παίδεψι αυτή είναι παρηγοριά κ’ ελαφροσύνη. Γιατί όσο περισσότερο τυραννηθώ και χολοσκάσω, τόσο λιγώτερο θα με παιδέψη ο Θεός για το παιδί που πλάκωσα.
Γι’ αυτό –νάχης την ευχή μου– μη με γυρεύεις να διώξω τώρα την Κατερινιώ για να πάρω ένα παιδί καλόγνωμο και προκομμένο.
– Όχι, όχι, μητέρα! ανέκραξα διακόψας αυτήν ακρατήτως. Δεν γυρεύω τίποτε. Ύστερα απ’ όσα μ’ αφηγήθης, σε ζητώ συγχώρησι διά την ασπλαγχνίαν μου. Σε υπόσχομαι ν’ αγαπώ το Κατερινιώ σαν την αδελφή μου, και να μη της είπω τίποτε πλέον, τίποτε δυσάρεστο.
– Έτσι νάχης την ευχή του Χριστού και της Παναγίας! είπεν η μήτηρ μου αναπνεύσασα. Γιατί, βλέπεις, το πόνεσε η καρδιά μου το πολλακαμμένο, και δεν θέλω να το κακολογούνε. Ξέρω κ’ εγώ, μαθές; Της Τύχης ήτανε; Tου Θεού ήτανε; Τόσο κακή και ανεπιδέξια που είναι – την πήρα στσο λαιμό μου, ετελείωσε.
Η εκμυστήρευσις αύτη έκαμε βαθυτάτην επ’ εμού εντύπωσιν. Τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί, και εκατάλαβα πολλές πράξεις της μητρός μου, αι οποίαι πότε μεν εφαίνοντο ως δεισιδαιμονία, πότε δε ως αυτόχρημα μονομανίας αποτελέσματα. Το φοβερόν εκείνο δυστύχημα επηρέασε τόσον πολύ τον βίον της όλον, όσω μάλλον απλή και ενάρετος και θεοφοβουμένη ήτον η μήτηρ μου. Η συναίσθησις του αμαρτήματος, η ηθική ανάγκη της εξαγνίσεως και το αδύνατον της εξαγνίσεως αυτού – τι φρικτή και αμείλικτος Κόλασις! Επί εικοσιοκτώ τώρα έτη βασανίζεται η τάλαινα γυνή χωρίς να δυνηθή να κοιμίση τον έλεγχον της συνειδήσεώς της, ούτε εν ταις δυστυχίαις ούτε εν ταις ευτυχίαις της!
Αφ’ ης στιγμής έμαθον την θλιβεράν της ιστορίαν, συνεκέντρωσα όλην μου την προσοχήν εις το πώς ν’ ανακουφίσω την καρδίαν της, προσπαθών να παραστήσω εις αυτήν αφ’ ενός μεν το απρομελέτητον και αβούλητον του αμαρτήματος, αφ’ ετέρου δε την άκραν του Θεού ευσπλαγχνίαν, την δικαιοσύνην αυτού, ήτις δεν ανταποδίδει ίσα αντί ίσων, αλλά κρίνει κατά τους διαλογισμούς και τας προθέσεις μας. Και υπήρξε καιρός καθ’ ον επίστευον, ότι αι προσπάθειαί μου δεν έμειναν ανεπιτυχείς.
Εν τούτοις όταν μετά δύο ετών νέαν απουσίαν ήλθεν η μήτηρ μου να με ιδή εν Κωνσταντινουπόλει, εθεώρησα καλόν να κάμω υπέρ αυτής κάτι τι επιβλητικώτερον.
Εξενιζόμην τότε εν τω περιφανεστέρω της Πόλεως οίκω, εν ω έσχον αφορμήν να γνωρισθώ με τον Πατριάρχην, Ιωακείμ τον δεύτερον. Ενώ μίαν ημέραν σνεβαδίζομεν μόνοι υπό τας αμφιλαφείς του κήπου σκιάς, τω εξέθηκα την ιστορίαν κ’ επεκαλέσθην την επικουρίαν του. Το ύψιστον αυτού αξίωμα, το εξαίρετον κύρος, μεθ’ ου περιβάλλεται πάσα θρησκευτική του ρήτρα, έμελλεν αναμφιβόλως να εμπνεύση εις την μητέρα μου την πεποίθησιν της αφέσεως του κρίματός της. Ο αείμνηστος εκείνος γέρων επαινέσας τον περί τα θρησκευτικά ζήλον μου, μοι υπεσχέθη την πρόθυμον σύμπραξίν του.
Ούτω λοιπόν ωδήγησα μετ’ ολίγον την μητέρα μου εις το Πατριαρχείον διά να εξομολογηθή εις την Παναγιότητά του.
Η εξομολόγησις διήρκεσε πολλήν ώραν και εκ των νευμάτων και εκ των ρημάτων του Πατριάρχου εννόησα, ότι εχρειάσθη να διαθέση όλην την δύναμιν της απλής και ευλήπτου ρητορικής του, όπως επιφέρη το ποθητόν αποτέλεσμα.
Η χαρά μου ήτον απερίγραπτος. Η μήτηρ μου απεχαιρέτησε τον γεραρόν Ποιμενάρχην μετ’ ειλικρινούς ευγνωμοσύνης και εξήλθε των Πατριαρχείων τόσον ευχαριστημένη, τόσον ελαφρά, ως εάν ήρθη από της καρδίας αυτής μία μεγάλη μυλόπετρα.
Όταν εφθάσαμεν εις το κατάλυμά της, εξήγαγεν εκ του κόλπου της ένα σταυρόν, δώρον της Παναγιότητός του, τον εφίλησε και ήρχησε να τον περιεργάζεται, βυθιζομένη ολίγον κατ’ ολίγον εις σκέψεις.
– Καλός άνθρωπος, τη είπον, αυτός ο Πατριάρχης. Ορίστε; Τώρα πια πιστεύω, ότι ήλθεν η καρδιά σου στον τόπον της.
Η μήτηρ μου δεν απεκρίθη.
– Δεν λέγεις τίποτε, μητέρα; την ηρώτησα μετά τινος δισταγμού.
– Τι να σε πω, παιδί μου! απήντησε τότε σύννους καθώς ήτον· ο Πατριάρχης είναι σοφός και άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει όλαις ταις βουλαίς και τα θελήματα του Θεού, και συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!
Οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων και εγώ εσιώπησα.
[Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και άλλα διηγήματα, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006]