Για όσους έχουν την παραμικρή αμφιβολία για το μεγαλείο της ποίησης της Κικής Δημουλά που «τρομοκρατημένη από την ύπαρξη, παίρνει εκδίκηση από τη γλώσσα για κάθε απουσία, κάθε μοναξιά, κάθε φόβο της ζωής», ιδού ένα μικρό, πολύ μικρό δείγμα:
Περιμένω λίγο
νὰ σκουρήνουν οἱ διαφορὲς καὶ τ᾿ ἀδιάφορα
κι ἀνοίγω τὰ παράθυρα. Δὲν ἐπείγει
ἀλλὰ τὸ κάνω ἔτσι γιὰ νὰ μὴ σκεβρώσει ἡ κίνηση,
Δανείζομαι τὸ κεφάλι τῆς πρώην περιέργειάς μου
καί τὸ περιστρἐφω. Ὄχι ἀκριβῶς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κόλακες
τῶν φόβων, τὰ ἀστέρια.Ὄχι ἀκριβῶς καλησπερίζω.
Στερεώνω μὲ βλεμμάτινη κλωστὴ
τ᾿ ἀσημένια κουμπάκια τῆς ἀπόστασης
κάποια ποὺ ἔχουν ξηλωθεῖ τρέμουνε καὶ θὰ πέσουν.
Δὲν ἐπείγει. Τὸ κάνω μόνο γιὰ νὰ δείξω στὴν ἀπόσταση
πόσο εὐγνωμονῶ τὴν προσφορά της.
Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπόσταση
θὰ μαραζώνανε τὰ μακρινὰ ταξίδια
μὲ μηχανάκι θὰ μᾶς ἔφερναν στὰ σπίτια
σὰν πίτσες τὴν ὑφήλιο ποὺ ὀρέχτηκε ἡ φυγή μας.
Θὰ ἤτανε σὰν βδέλλες κολλημένα
πάνω στὰ νιάτα τὰ γεράματα
καί θὰ μὲ φώναζαν γιαγιὰ ἀπ᾽ τὰ χαράματά μου
ἐγγόνια μου καὶ ἔρως ἀδιακρίτως.
Καί τί θὰ ἦταν τ᾿ ἄστρα
δίχως τὴν ὑποστήριξη ποὺ τοὺς παρέχει ἡ ἀπόσταση,
Ἐπίγεια ἀσημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
νὰ ρίχνει ἐκεῖ τίς στάχτες του ὁ ἀρειμάνιος πλοῦτος
νὰ ἐπενδύει ὁ θαυμασμὸς τὴν ὑπερτίμησή του.
Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπόσταση
στὸν ἑνικὸ θὰ μᾶς μιλοῦσε ἡ νοσταλγία.
Οἱ σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
μὲ τὴν πληθυντικὴ ἀνάγκη μας
μοιραῖα τότε θ᾿ ἀφομοίωναν
τὴν ἀλανιάρα γλώσσα τῆς συχνότητας.
Βέβαια, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπόσταση
δὲν θά ῾τανε σὰν ἄστρο μακρινὸ ἐκεῖνος ὁ πλησίον
θὰ ῾ρχόταν στὴν πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυὸ βήματα θ᾿ ἀπέχανε τὰ ὄνειρα
ἀπὸ τὴ σκιαγράφησή του,
Ὅπως κοντά μας θὰ παρέμενε
ἡ ὕστατη φευγάλα τῆς ψυχῆς,
Πρὸς τί ἡ τόση περιπλάνηση. Χῶρος
κενὸς ὑπάρχει. Ἐμεῖς θὰ κατεβαίναμε
νὰ ζήσουμε στὸ ὑπόγειο κορμί μας
κι ἐκείνη μὲ τὸν μύθο της καὶ τὰ συμπράγκαλά του
θὰ μετεμψυχωνότανε σὲ σῶμα.
Ἂν δὲν ὑπῆρχες ἐσὺ ἀπόσταση
θὰ πέρναγε πολὺ εὐκολότερα
πιὸ γρήγορα ἑν μιᾷ νυκτὶ ἡ λήθη
τὴ δυσκολη παρατεταμενη ἐφηβεία της
αὐτὸ ποὺ χάριν εὐφωνίας ὀνομάζουμε μνήμη.
Ὄχι ἀκριβῶς μνήμη. Στερεώνω
μὲ βλεμμάτινη κλωστὴ ὁμοιώσεις
ἔχουν ξηλωθεῖ τρέμουνε καὶ θὰ πέσουν.
Ὄχι ἀκριβῶς στερεώνω. Δουλικὰ περιστρέφομαι
γύρω ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς κόλακες τοῦ χρόνου ποὺ
χάριν συντομίας τοὺς όνόμασα μνήμη.
Ὄχι ἀκριβῶς μνήμη. Ἀνεφοδιάζω διάττοντες
μὲ παρατεταμένη ἐκμηδένιση. Ἐπείγει.
[Η Εφηβεία της Λήθης, 1994]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου