Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Κ. Π. Καβάφης - Che fece .... il gran rifiuto



Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του. 



(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)




Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ντ. Τόμας - Το χέρι που υπέγραψε




Το χέρι που υπέγραψε, ερήμωσε μια πόλη∙
πέντε ηγεμόνες δάχτυλα δεκάτισαν ανάσα,
διεύρυναν την σφαίρα των νεκρών και χώρισαν μια χώρα∙
οι πέντε βασιλιάδες,
οδήγησαν στο θάνατο τον έναν βασιλιά.

Το μέγα χέρι έρχεται στην κατηφόρα του ώμου,
τα δάχτυλα παθαίνουν κιμωλία∙
χήνας φτερό σταμάτησε το φονικό
που είχε σταματήσει ομιλία.

Το χέρι υπέγραψε συνθήκη, γέννησε πυρετό,
θέρισε η πείνα κι έπεσε ακρίδα∙
μέγα το χέρι που έχει τόση εξουσία
στον άνθρωπο, με τ’ όνομά του ορνιθοσκαλισμένο.

Μετρούν νεκρούς οι πέντε βασιλιάδες, μα δε διώχνουν
την κρούστα της πληγής, το μέτωπο δεν πιάνουν∙
χέρι θεσπίζει το έλεος, χέρι τα ουράνια∙
δεν έχουν δάκρυα τα χέρια για να κλάψουν.


Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Ηλέκτρα Λαζάρ - Τούτο το δωμάτιο ξέρει





Τούτο το δωμάτιο ξέρει
πόσες θηριωδίες 
σκεπάστηκαν 
και μόνη τον πόνο
να μην εκδηλώσει
το δωμάτιο τούτο
Κι αν μπορούσα την αϋπνία
να χτίσω στα σκεπάσματα
σε τοίχους           δόξα
                            ουρανούς
που έψελνα αργά τα βράδια
κι ας μην έπασχα 
από κλεισούρα
Πόσες φορές με έτρεμαν
τα Χερουβείμ
για να αποσύρω την 
τυραννία κάτω
από το φως
Τι άλλο περισσότερο θες
κι αν ο έρωτας σκονίζεται
μέσα από κάθε φθόγγο
Γι'αυτό κι έπεφτα άρρωστη
πλένοντας μπράτσα στήθη και μυαλό
κι ακόμη περισσότερο 
διόρθωνα τα τετράδια μου 
σε κάθε τελευταίο χάραγμα
που λαθροπατούσε
μέσα
σε τούτο το δωμάτιο
Μελαγχολία που αυξάνει
και γλυκές φωνές σωπάσαν
τι άλλο περισσότερο θες 
κρεμασμένοι απ'το ταβάνι
όλοι οι μόσχοι που 
επιστρέψαν
Ολοκαυτώματα που τριγυρνάνε 
απόψε 
και ευπρόσδεκτη οσμή αμαρτίας
Ρούχα βρίσκονται μαζί μου
κι ένοχο το χώμα που 
με σκεπάζει
Τούτο το δωμάτιο ξέρει 
πώς να σπείρω
και να εφάπτομαι αιωνίως
πως εγκλωβισμένη 
πάνω απ'τα τετράδια 
κατάξηρη 
θα φορτωθώ με θρήνο
Αλίμονό σου Μωάβ! 
Όταν δεν ξημερώνει 
και που δεν χωρά γυναίκα εδώ μέσα
όταν άφωνη 
ο σταυρός χύνεται
κι άλλος δεν βλέπει    έξω από μένα
Όταν μένω με λίγα 
κι όσο με ραίνουν χάπια αλκοόλ και
φλέγματα
πού να χωρέσει ο χρόνος 
ανάξιο ταμπλό που 
με σκεπάζει
μονάχη 
και όσο περνά η νύχτα
αδειάζω πάνω στο ακάνθινο παρόν μου 
λέξεις λέξεις   λέξεις     λέξεις         πτώματα
ανείπωτες μαρμαρυγές 
Τούτο το δωμάτιο ξέρει
άφωνο
αναίσθητο
κι όσο μια στιγμή ολόφωτο 
πως δεν θα αντέξω για πολύ. 


Άτιτλο - Χριστόφορου Κανδρεβά



Περπατούσα στο δρόμο την ψυχρή εκείνη νύχτα του φθινοπώρου. Βάδιζα μόνος έχοντας ανάψει το πρώτο μου τσιγάρο χαζεύοντας τον καπνό που ανέβαινε και ψήλωνε στα χείλη μου. Δεν μπορώ να πω πως ήταν η τυχερή μου μέρα. Ναι δεν λέω πάντοτε ένιωθα γερός, δυνατός, ψηλός ίσα με ένα βουνό, μα τούτη τη στιγμή είχα αδειάσει τόσο που μετά βίας στεκόμουν στα πόδια μου. Έχω υπάρξει και καλύτερα λοιπόν, αυτό είναι σίγουρο. Τη νύχτα αυτή που περπατούσα μάζευα ότι δυνάμεις είχα να ισορροπήσω. Όμως περίεργο που είναι! Οι σκέψεις, η σύγχυση που είχα δεν με άφηναν. Τότε συμβαίνει κάτι το πραγματικά απροσδόκητο. Κάτι που με έκανε να τρομάξω. Μπροστά μου ήρθε και στάθηκε ένα τεράστιο μαύρο νέφος. Τρόμαξα τόσο που έπεσα κάτω.

-Τι θες από εμένα; (το ρώτησα).
-Εγώ είμαι το πελώριο σκότος. Είμαι η ύπαρξη που δεν ξέφυγε κανείς από εμένα; Το κτήνος που η τροφή του έγινε η καρδιά των απελπισμένων. Είμαι το πελώριο σκότος που ευχαρίστηση μου είναι να βλέπω τα μεγάλα τέρατα να ξυπνούν. Και τότε, τότε πες μου εσύ άνθρωπε ποια διέξοδο βρίσκεις;

Σηκώθηκα όρθιος και είπα στο πλάσμα:
-υποτάξου.
-Με την ιδιότητα ποιανού;
-Υποτάξου στην αγάπη, (είπα και από την τσέπη μου έβγαλα το σύμβολο της αγάπης). Γονάτισε.
-Γονάτισα.
-Πες μου άθλιο πλάσμα, πες μου τι είναι αυτό που σε πολεμά, τι σε νικά και τι σε σκοτώνει;

-Άνθρωπε φτωχέ και ανήμπορε, με πολεμά στα αλήθεια ο άνθρωπος που απαλλάχθηκε από τους φόβους του. Ο άνθρωπος που δεν φοβάται την μοναξιά με τραυματίζει. Αυτόν δεν μπορώ να τον δελεάσω με τις άθλιες σχέσεις των ανθρώπων. Το ψέμα δεν το φοβάται γιατί μάταιο μοιάζει εφόσον μόνος είναι. Ούτε την ψεύτικη αγάπη που με περηφάνια την σερβίρω. "Σήμερα" μάθατε να μιλάτε αχόρταγα για την αγάπη. Όμως δεν προσδιορίσατε ποτέ πως την μεγαλύτερη αγάπη σας την δείξατε στο χρήμα. Αγαπήσατε τα υλικά, τα γήινα. Την επιφάνεια και την ρηχότητα που σας αξίζει. Το δε πνεύμα ας γελάσω. Τάξατε πολλά. Όλα λόγια. Στην πράξη όμως πάντα το συμφέρον.

-Συνέχισε...

-Με δένει και με νικά ο άνθρωπος που δεν φοβάται τον θάνατο. Μεγάλη η πλάνη περί αθανασίας. Δες τους ανθρώπους πως γυρίζουν. Πως αρέσκονται όλα να τα καταστρέφουν, να τα γκρεμίζουν και να τα διαλύουν. Αξιολύπητοι που είναι. Ακόμα δεν κατάλαβαν πως δεν θα ζουν για πάντα. Και μόλις βρεθούν στο θλιβερό μονοπάτι του τρόμου, τότε εκεί εγώ θα τους περιμένω.

Τέλος τρέμω και πεθαίνω στον άνθρωπο που ξέρει να αγαπά. Να θυσιάζεται στο "όνομα" της. Τούτοι ευτυχώς είναι λίγοι.

Με μεγάλη μου δυσαρέσκεια άκουσα τα παραπάνω.

-Χάσου άθλιο πλάσμα. Καταραμένο να είσαι. Και έσκασε στον αέρα αφού πρώτα μετατράπηκε σε αμέτρητα σώματα φιδιών, σκορπιών και άλλων ζωυφίων τα οποία τρύπωσαν σε κάθε γωνία της πόλης.

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Τ. Μαστοράκη - Τα ενδύματα



Τα τεκμήρια έμεναν πάντοτε στου φονέως τον κήπο, ξεσκισμένα από 
τέλειο φάσγανο, σαν προικιά βουλιαγμένα στα έλη, σαν να τα ’σπειρε 
κάποιος αλόγιστα στο φευγιό του απάνω.

Πελερίνες, μετάξια και δίμιτα, με την αίγλη που έπρεπε τότε, χλιαρές 
αλλαξιές που ποτίστηκαν μυρωδιές και θορύβους, ζιπουνάκια λευκά 
και στηθόπανα μ’ αραιές μαχαιριές και φεστόνια, και τα εύθραυστα 
εκείνα ενδύματα που τα λέγαν το πάλαι ποτέ καμιζόλες.

Ονειρώδεις οι θάνατοι και ο δράστης αθώος. Μ’ ένα τραύμα τυφλό, 
σαν παράθυρο που πατιόταν μονάχα τις νύχτες.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Μ. Μπρεχτ - Σε σκοτεινούς καιρούς





Δε θα λένε: Tον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της
ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Tον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.

Δε θα λένε: Tον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου
ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: Tον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.

Δε θα λένε: Tον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Tον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν
ενάντια στους εργάτες.

Mα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;
(1937)


Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Και ζήσανε αυτοί καλά, Κατερίνα...



Δεν έχω σκοπό και καμία διάθεση να μιλήσω για τη συγκεκριμένη ποιήτρια, να γράψω πόσο καλή και οργισμένη ήταν, πόσο... πόσο, και πάει λέγοντας. Και μόνο που μου περνάει από το μυαλό να το κάνω, βάζω τα γέλια- ποιά είμαι εγώ να μιλήσει για την συγκεκριμένη; Ας μιλήσουνε τα ποιήματά της γι'αυτήν... 
Για την Κατερίνα Γώγου που σαν σήμερα- 3 Οκτώβρη 1993- αυτοκτόνησε... 




Ποιός είναι ο λόγος της ποίησης 
που βγαίνει απ' το ποιώ 
και που σημαίνει πράττω
Ζητάω την απάντηση 
απ' τους ακινητοποιημένους

(Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών)


Πάει. Αυτό είταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε 
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους 
βρώμικα τζάμια 
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω 
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα. 
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ. 

(Ιδιώνυμο)


Σηκώθηκε με προσοχή
πήρε το καλώδιο της ψήστρας
τόσφιξε καλά στο λαιμό του άντρα της
κι έγραψε κάτω από την ερώτηση 
του φεμινιστικού κινήματος: ΈΠΝΙΞΑ ΕΝΑΝ.
Ύστερα πήρε το 100 και μέχρι νάρθουν 
κοίταξε το ωροσκόπιό της στη ΓΥΝΑΙΚΑ. 

(Τρία κλικ αριστερά)


Καμιά φορά τύχαινε - τώρα πάνε κι αυτά
έβλεπα και κανά όνειρο - πως ερχόσουνα λέει
την κοπάναγες απ' τη μάντρα
κι έλεγες άντε ρε Κατερίνα άντε και μας ρημάξανε
ό,τι έγινε έγινε σήκωσε το κεφάλι 
ύστερα μπερδευόσουνα με τον πατέρα μου
μετά μπερδευόντουσαν κάτι άγρια χόρτα
και μια μπουλντόζα που' ριχνε τα παράνομα
κοίτα να δεις... 
και τ' όνειρο είχε κι αυτό κακό τέλος 
σκέψου τώρα στη ζωή πας λάκισες και συ
κι έκατσα κι είδα όλες τις ελληνικές ταινίες
που παίζουνε την Κυριακή
και μένα ρημαγμένη αλλά ζόρικη 
να πέφτω μ' ακρίβεια στις ρόδες του φορτηγού
πάλι και πάλι και πάλι και πάλι. 

(Ξύλινο παλτό)


Πίσω από γαλακτερό αέρα πηχτό
και φθαρμένες κουρτίνες
βαριές βυσσινιές 
ξυπνάω... ζω... κοιμάμαι... έχω πεθάνει; 
Από δω
δεν μπορώ άλλο να δω
παρά φτέρες ψηλές 
εκλάμψεις χιονιού 
κι επιταφίων ουρές 
Κάπου μακριά υπάρχει η πόλη.
Φύσηξε
Φύσηξε
Τόμας Ντύλας
Ρεμπώ
αυτό τον πράο λαό
πίσω από τριανταφυλλιές 
αυτή η πολύ νεαρή νεκρή
μ' ένα στεφάνι ηρωίνης κοιμάται...

(Απόντες)


Αυτή κλαίει
θέλει να φύγει από δω
απ' την πνιγμένη λίμνη 
η άγκυρα που της κάρφωσαν στο λαιμό
δεν την αφήνει να προχωρήσει.

(Νόστος)



ΡΙΞΑΤΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ;

Ω!Ω!Ω! Το Παρίσι!
Οι χαριτωμένες δεσποινίδες 
οι καλόγουστες κυρίες 
όλες αυτές οι θεσπέσιες υπάρξεις 
μπορέσανε - ω, σταματήσανε όλες 
στον ίδιο ακριβώς χρόνο.
Τι ευγενικό!
Τα δάκρυα της βροχής 
δε σβήνανε τις άψογα, προσεχτικά
βαμμένες βλεφαρίδες 
από την εποχή - θυμάμαι καλά- 
της δολοφονίας του Μαρά. 
Τώρα δεν μπορώ να καταλάβω
τι χρειάζεται η λέξη "δολοφονία"
σ' ένα θαυμαστικό ύπνο
που θέλω να γράψω σαν μαθήτρια 
προς το λαμπρό Παρίσι. 

Στο μετρό καθιστοί και όρθιοι
δεν έδειχναν τίποτα.
Ούτε αν είχαν κάτι στο νου
ή τι έκαναν το χθεσινό πτώμα 
της νύχτας. 
Η πόλη των μουσείων και των τεχνών 
έδινε τις λύσεις της εύκολα. Μουσική.
Ζωγραφική. Γλυπτική. Ποίηση. 
Και ο έρωτας. 
Σωσίβιο για τις μειονότητες
σκέφτηκε, πώς φτάσανε κολυμπώντας 
έως τον Σηκουάνα
για να χωθούν, στην καλύτερη περίπτωση 
σε κιλοτάκι της Σανέλ - 

Δε λέω τίποτα.
Είναι για όλους γνωστά.
Μιλάω για το θέμα προσφοράς - ζήτησης. 
Δεν έχω τίποτα πια με τους νταβατζήδες.
Έχω με τις πουτάνες.
Χωρίς τις δεύτερες δεν έχουνε λόγο ύπαρξης 
οι πρώτοι. Όλων των ειδών λέω. 

Τα ποταμόπλοια με βροχή σταθερά πάνω στο νερό.
Προχωρούσαν. Και οι οδηγοί τους με τη σειρήνα σφύριζαν 
... ήμουνα όμορφη
τρελή και μεθυσμένη... 
Αλήθεια, παιδιά, ευγενικές δεσποινίδες του Μπαχ
αριστοκρατικές κυρίες
τυχοδιώκτες - 
Ε, κύριοι 
ρίξατε μια ματιά εκεί πίσω από το φράχτη
στον κήπο
μήπως άρχισε να ανθίζει το πτώμα; 

(Με λένε Οδύσσεια)