Περπατούσα στο δρόμο την ψυχρή εκείνη νύχτα του φθινοπώρου.
Βάδιζα μόνος έχοντας ανάψει το πρώτο μου τσιγάρο χαζεύοντας τον καπνό που
ανέβαινε και ψήλωνε στα χείλη μου. Δεν μπορώ να πω πως ήταν η τυχερή μου μέρα.
Ναι δεν λέω πάντοτε ένιωθα γερός, δυνατός, ψηλός ίσα με ένα βουνό, μα τούτη τη
στιγμή είχα αδειάσει τόσο που μετά βίας στεκόμουν στα πόδια μου. Έχω υπάρξει
και καλύτερα λοιπόν, αυτό είναι σίγουρο. Τη νύχτα αυτή που περπατούσα μάζευα
ότι δυνάμεις είχα να ισορροπήσω. Όμως περίεργο που είναι! Οι σκέψεις, η σύγχυση
που είχα δεν με άφηναν. Τότε συμβαίνει κάτι το πραγματικά απροσδόκητο. Κάτι που
με έκανε να τρομάξω. Μπροστά μου ήρθε και στάθηκε ένα τεράστιο μαύρο νέφος.
Τρόμαξα τόσο που έπεσα κάτω.
-Τι θες από εμένα; (το ρώτησα).
-Εγώ είμαι το πελώριο σκότος. Είμαι η ύπαρξη που δεν ξέφυγε
κανείς από εμένα; Το κτήνος που η τροφή του έγινε η καρδιά των απελπισμένων.
Είμαι το πελώριο σκότος που ευχαρίστηση μου είναι να βλέπω τα μεγάλα τέρατα να
ξυπνούν. Και τότε, τότε πες μου εσύ άνθρωπε ποια διέξοδο βρίσκεις;
Σηκώθηκα όρθιος και είπα στο πλάσμα:
-υποτάξου.
-Με την ιδιότητα ποιανού;
-Υποτάξου στην αγάπη, (είπα και από την τσέπη μου έβγαλα το
σύμβολο της αγάπης). Γονάτισε.
-Γονάτισα.
-Πες μου άθλιο πλάσμα, πες μου τι είναι αυτό που σε πολεμά,
τι σε νικά και τι σε σκοτώνει;
-Άνθρωπε φτωχέ και ανήμπορε, με πολεμά στα αλήθεια ο
άνθρωπος που απαλλάχθηκε από τους φόβους του. Ο άνθρωπος που δεν φοβάται την
μοναξιά με τραυματίζει. Αυτόν δεν μπορώ να τον δελεάσω με τις άθλιες σχέσεις
των ανθρώπων. Το ψέμα δεν το φοβάται γιατί μάταιο μοιάζει εφόσον μόνος είναι.
Ούτε την ψεύτικη αγάπη που με περηφάνια την σερβίρω. "Σήμερα" μάθατε
να μιλάτε αχόρταγα για την αγάπη. Όμως δεν προσδιορίσατε ποτέ πως την
μεγαλύτερη αγάπη σας την δείξατε στο χρήμα. Αγαπήσατε τα υλικά, τα γήινα. Την
επιφάνεια και την ρηχότητα που σας αξίζει. Το δε πνεύμα ας γελάσω. Τάξατε
πολλά. Όλα λόγια. Στην πράξη όμως πάντα το συμφέρον.
-Συνέχισε...
-Με δένει και με νικά ο άνθρωπος που δεν φοβάται τον θάνατο.
Μεγάλη η πλάνη περί αθανασίας. Δες τους ανθρώπους πως γυρίζουν. Πως αρέσκονται
όλα να τα καταστρέφουν, να τα γκρεμίζουν και να τα διαλύουν. Αξιολύπητοι που
είναι. Ακόμα δεν κατάλαβαν πως δεν θα ζουν για πάντα. Και μόλις βρεθούν στο
θλιβερό μονοπάτι του τρόμου, τότε εκεί εγώ θα τους περιμένω.
Τέλος τρέμω και πεθαίνω στον άνθρωπο που ξέρει να αγαπά. Να
θυσιάζεται στο "όνομα" της. Τούτοι ευτυχώς είναι λίγοι.
Με μεγάλη μου δυσαρέσκεια άκουσα τα παραπάνω.
-Χάσου άθλιο πλάσμα. Καταραμένο να είσαι. Και έσκασε στον
αέρα αφού πρώτα μετατράπηκε σε αμέτρητα σώματα φιδιών, σκορπιών και άλλων
ζωυφίων τα οποία τρύπωσαν σε κάθε γωνία της πόλης.