Τα τεκμήρια έμεναν πάντοτε στου φονέως τον κήπο, ξεσκισμένα από
τέλειο φάσγανο, σαν προικιά βουλιαγμένα στα έλη, σαν να τα ’σπειρε
κάποιος αλόγιστα στο φευγιό του απάνω.
Πελερίνες, μετάξια και δίμιτα, με την αίγλη που έπρεπε τότε, χλιαρές
αλλαξιές που ποτίστηκαν μυρωδιές και θορύβους, ζιπουνάκια λευκά
και στηθόπανα μ’ αραιές μαχαιριές και φεστόνια, και τα εύθραυστα
εκείνα ενδύματα που τα λέγαν το πάλαι ποτέ καμιζόλες.
Ονειρώδεις οι θάνατοι και ο δράστης αθώος. Μ’ ένα τραύμα τυφλό,
σαν παράθυρο που πατιόταν μονάχα τις νύχτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου