Δε γέλασα ποτέ ποτέ κανένα
έτσι πού ή αλήθεια να χλωμιάσε
κι αδύνατη να γίνει ή διαφυγή μου.
Τον Άγιο Θωμά τον είδα μπρος μου
και χαίρω πού τον είδα. Βγήκα έξω,
τσιγάρα από το κιόσκι ν' αγοράσω.
Σούρουπο ήταν. Τα νέφη είχαν κατέβη
στην άσφαλτο κι ανάμεσα τους είδα
τον 'Aγιο Θωμά δίχως μια λάμψη
πού ντύνει την παραίσθηση, έτσι ακέριο,
ενσώματο στην ερημιά του δρόμου.
Ερχόταν κατεπάνω μου o Άγιος.
Κι όπως ένας πού σκέφτεται αδιάκοπα
αγαπημένο πρόσωπο και ξάφνου,
τη γωνιά στρίβοντας, το συντυχαίνει, έτσι
κι εγώ τον σύντυχα μπροστά μου.
Τον γνώρισα όπως την τοιχογραφία
στο νου μου έφερα την ώρα εκείνη βυζαντινής
μητρόπολης. Ήταν γέρος πολύ, θλιμμένος και
βασανισμένος, σχεδόν ρακένδυτος, με γένια και με
φρύδια, σμιχτά, μάτια θλιμμένα.
Είμαι ο Άγιος Θωμάς δε μου 'πε,
αλλά ποιος αμφιβάλλει πώς αυτός
ήταν άφου στο 'να του δάχτυλο
είχε μείνει αίμα πηχτό; Ποιος αμφιβάλλει;
Μοναδική ή στιγμή να 'μαι μπροστά του. Τον κοίταζα
πολύ και κείνος στάθη. Κι οι δυο μας δε μιλούσαμε, μα
'γώ βιάστηκα λίγο μη τον χάσω.
- Άγιε Θωμά, είμαι αγέρωχος απόψε,
γιατί νίκησα μέσα μου το θάνατο
το θάνατο πατήσας κι είμαι τώρα έξω
να βρω τσιγάρα ν' αγοράσω.. Άγιε Θωμά,
αναστήθηκα και να 'μαι. Εκείνος έκαμε μια κίνηση
ασυναίσθητα κοιτώντας το βαμμένο δάχτυλο, σε μένα
έτοιμος ν' ακουμπήσει. Κίνηση μονάχα.
Όμως τ' απόσυρε. Ήταν μια συνήθεια.
Τότες είδα την απιστία του πάλι
δισταχτική, μα βέβαιη, σαρκωμένη.
-Αναστήθηκα, του 'πα. Μέρωσα τον κόσμο.
Σήκωσα το κεφάλι, είπα τ' όχι πολλές φορές· Κοίταξε
τις πληγές μου. Να ο εμπτυσμός στο πρόσωπο μου,
δείγμα καλύτερο τι θέλεις; Να ή κεντημένη πλευρά μου.
Να το μάγουλο μου κατέρυθρο, πού έστρεψα. Το κέρδος
μοίρασα και το φθόνο σήκωσα στ' αλήθεια. Άγιε Θωμά,
σκληρές ήταν οι μέρες.
- Τα έθνη μάχονται, είπε. Σύρε να πεθάνεις. Τα έθνη
ψεύδονται. Κράξε την αλήθεια.
"Αν θες ν' αναστηθείς, πέθανε πρώτα.
- Πέθανε ο αδελφός μου, τον σταύρωσαν, το ίδιο είναι,
ο κόσμος υποφέρει αιχμάλωτος στα πάθη του, το ίδιο
είναι. Το παιδί διόλου δεν προφταίνει άντρας να γίνει,
ή κόρη να ωριμάσει κι ο άντρας να χαρεί τη
λευτεριά του. Το ίδιο είναι. Τι είναι σκληρός θάνατος,
το θάνατο να βλέπεις. Το ίδιο είναι,
Άγιε Θωμά, πολύ έχω πεθάνει... Κι έφυγε ξαφνικά.
Τα νέφη σπάσαν ωσάν σεντόνι κι έφυγε από μέσα.
Και τότε μες στη νύχτα ψάχνω να 'βρω πληγές μες στο
κορμί μου. Είδα αίμα. Δεν αναστήθηκα λοιπόν;
Το δάχτυλο μου βύθισα στις πληγές.
"Ω, αυτές υπάρχουν. Όμως ο Άγιος έφυγε.
Ούτε κατεδέχθη ν' αγγίσει τις πληγές.
Φώναξε μόνο:
- Πληγώσου κι άλλο, γιατί αυτό δε φτάνει.
(1957)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου