Μια
παρέα πολύχρωμη, όπως και να έχει το πράγμα κατεβαίνοντας κάποιο δρόμο με τον Άνταμ Μούραντ ντυμένο με σμόκιν από την κορυφή μέχρι τα νύχια, το είχε
δανειστεί από τον Σαμ χτες βράδυ για να μπορέσει να πάει σε κάποια πρεμιέρα με
εισιτήρια δωρεάν από το γραφείο του – τραβάμε για του Ντάντε και την Μάσκα πάλι
– αυτή η Μάσκα, αυτή η παλιά βαρετή μάσκα συνέχεια – στου Ντάντε όπου μέσα στην
φασαρία και τον θόρυβο της κοινωνικής έξαψης και στο κουβεντολόϊ κύτταξα πολλές
φορές για να πιάσω το βλέμμα της Μαρντού και να παίξουμε με τα μάτια αλλά αυτή
φαινόταν να μην το θέλει, αφηρημένη, μελαγχολική – δεν μου ήταν πια αφοσιωμένη
– άρρωστη από την όλη κουβέντα μας, με τον Μπρόμπεργκ να ξανάρχεται και άλλες
μεγάλες συζητήσεις και εκείνον τον ειδικό βλαβερό ομαδικό ενθουσιασμό που
υποτίθεται ότι αισθάνεσαι όταν σαν την Μαρτνού βρίσκεσαι με ένα αστέρι της
ομάδας ή θέλω να πω έστω ένα μέλος εκείνου του αστερισμού, πόσο αηδιαστικό,
κουραστικό θα πρέπει να ήταν γι’ αυτήν να είναι υποχρεωμένη να εκτιμήσει το
κάθε τι που λέγαμε, να θαυμάζει ακόμα και την τελευταία εξυπνάδα από τα χείλη
του ενός και μοναδικού η νεώτερη εκδήλωση του ίδιου παλιού μονότονου μυστήριου
της προσωπικότητας του μεγάλου Κάτζα – φαινόταν πράγματι αηδιασμένη, και
κυτάζοντας στο άπειρο.
Έτσι
αργότερα όταν μέσα στο μεθύσι μου κατάφερα να φέρω τον Πάντυ Κόρντοβαν στο
τραπέζι μας και μας προσκάλεσε όλους στο σπίτι του για να πιούμε κι’ άλλο (ο
συνήθως απρόσιτος κοινωνικά Πάντυ Κόρντοβαν πράγμα που οφειλόταν στην γυναίκα
του που πάντα ήθελε να γυρίζει σπίτι μόνη μαζί του, ο Μπάντυ Πόντ είχε πει,
«Είναι πολύ ωραίος δεν μπορώ να τον κυττάξω,» ψηλός, ξανθός βαρύς με γερά
σαγόνια αργοκίνητος κάου – μπόϋ της Μοντάνα, μιλώντας αργά, κινώντας αργά τους
ώμους του) η Μαρντού δεν εντυπωσιάστηκε, επειδή πάντως ήθελε να απομακρυνθεί
από τον Πάντυ και από όλους τους άλλους υποχθόνιους του Ντάντε, που τους είχα
ξαναενοχλήσει φωνάζοντας πάλι στον Ζυλιέν, «Ελάτε εδώ, πάμε όλοι στο πάρτυ του
Πάντυ να έρθει και ο Ζυλιέν,» και μόλις το άκουσε ο Ζυλιέν πετάχτηκε πάνω και
έτρεξε πίσω στον Ρος Βαλλενστάϊν και στους άλλους στο δικό τους κύκλωμα, με την
σκέψη, «Θε μου αυτός ο φοβερός Πέρσπηντ με έχει ξεκουφάνει και προσπαθεί να με
σύρει πάλι στα ανόητα στέκια του, εύχομαι να βρεθεί κάποιος να τον βάλει στη
θέση του.» […]
– Εγώ σέρνω την Μαρντού κάτω σε ένα ταξί για να βιαστούμε να πάμε στον Σαμ και όλη αυτή η νύχτα του άγριου κόσμου που στριφογυρίζει και αυτή με την αδύναμη φωνή της που την ακούω να διαμαρτύρεται από πολύ μακριά, «Μα Λήο, καλέ μου, θέλω να πάω σπίτι και να κοιμηθώ.» - «Ωχ, να πάρει ο διάολος.» και δίνω την διεύθυνση του Σαμ στον ταξιτζή, αυτή λέει ΌΧΙ, επιμένει, δίνει το Χέβενλυ Λέην, «Πήγαινε με πρώτα εκεί και πήγαινε μετά στον Σαμ» αλλά είμαι στ’ αλήθεια σοβαρά δεσμευμένος από το γεγονός ότι αν την πάω πρώτα στο Χέβενλυ Λέην τι ταξί δεν θα τα καταφέρει ποτέ να φτάσει στο μπαρ που περιμένει ο Σαμ προτού κλείσει, έτσι μαλώνω, φωνάζουμε ανακατωμένα διαφορετικές διευθύνσεις στον ταξιτζή που περιμένει όπως γίνεται στον κινηματογράφο, αλλά ξαφνικά, με εκείνην την κόκκινη φλόγα την ίδια κόκκινη φλόγα (λόγω έλειψης μιας καλύτερης εικόνας) πετάγομαι από το ταξί και βγαίνω έξω και να ένα άλλο, πηδάω μέσα, δίνω τη διεύθυνση του Σαμ και βάζει μπρος για να με πάει – η Μαρντού αφημένη μέσα στην νύχτα, μέσα σ’ ένα ταξί, άρρωστη, και κουρασμένη, και εγώ σκοπεύοντας να πληρώσω το δεύτερο ταξί με το δολλάριο που εμπιστεύτηκε στον Άνταμ για να της πάρει ένα σάντουιτς αλλά μέσα στην αναστάτωση ξεχάστηκε και το έδωσε σε μένα για της το επιστρέψω – φτωχή Μαρντού γυρνάει μόνη στο σπίτι, πάλι, και ο μανιακός μεθύστακας έχει φύγει.
– Εγώ σέρνω την Μαρντού κάτω σε ένα ταξί για να βιαστούμε να πάμε στον Σαμ και όλη αυτή η νύχτα του άγριου κόσμου που στριφογυρίζει και αυτή με την αδύναμη φωνή της που την ακούω να διαμαρτύρεται από πολύ μακριά, «Μα Λήο, καλέ μου, θέλω να πάω σπίτι και να κοιμηθώ.» - «Ωχ, να πάρει ο διάολος.» και δίνω την διεύθυνση του Σαμ στον ταξιτζή, αυτή λέει ΌΧΙ, επιμένει, δίνει το Χέβενλυ Λέην, «Πήγαινε με πρώτα εκεί και πήγαινε μετά στον Σαμ» αλλά είμαι στ’ αλήθεια σοβαρά δεσμευμένος από το γεγονός ότι αν την πάω πρώτα στο Χέβενλυ Λέην τι ταξί δεν θα τα καταφέρει ποτέ να φτάσει στο μπαρ που περιμένει ο Σαμ προτού κλείσει, έτσι μαλώνω, φωνάζουμε ανακατωμένα διαφορετικές διευθύνσεις στον ταξιτζή που περιμένει όπως γίνεται στον κινηματογράφο, αλλά ξαφνικά, με εκείνην την κόκκινη φλόγα την ίδια κόκκινη φλόγα (λόγω έλειψης μιας καλύτερης εικόνας) πετάγομαι από το ταξί και βγαίνω έξω και να ένα άλλο, πηδάω μέσα, δίνω τη διεύθυνση του Σαμ και βάζει μπρος για να με πάει – η Μαρντού αφημένη μέσα στην νύχτα, μέσα σ’ ένα ταξί, άρρωστη, και κουρασμένη, και εγώ σκοπεύοντας να πληρώσω το δεύτερο ταξί με το δολλάριο που εμπιστεύτηκε στον Άνταμ για να της πάρει ένα σάντουιτς αλλά μέσα στην αναστάτωση ξεχάστηκε και το έδωσε σε μένα για της το επιστρέψω – φτωχή Μαρντού γυρνάει μόνη στο σπίτι, πάλι, και ο μανιακός μεθύστακας έχει φύγει.
Λοιπόν,
σκέφτομαι, αυτό είναι το τέλος – τελικά μπόρεσα να κάνω αυτό το βήμα και μα τον
θεό την πλήρωσα καλά γιαυτά που μου έχει κάνει – έπρεπε να γίνει και αυτό είναι
– πλοπ.
Δεν είναι καλά να ξέρεις τον χειμώνα
που έρχεται
και πως η ζωή θα γίνει λίγο
πιο ήσυχη – και θα είσαι σπίτι
γράφοντας και τρώγοντας καλά και
θα
περνάμε ευχάριστες νύχτες
αγκαλιασμένοι
ο ένας με τον άλλον – και είσαι
σπίτι
τώρα, ξεκούραστος και τρώγοντας
καλά γιατί
δεν θα έπρεπε να λυπάσαι τόσο
πολύ – και νοιώθω
καλύτερα όταν ξέρω πως είσαι
καλά.
και
Γράψε μου ότι νάναι,
Σε παρακαλώ να είσαι καλά
Η Φλίλη σου
Και με την αγάπη μου
Και Ω
Και με Αγάπη για Σένα
ΜΑΡΝΤΟΥ
Σε παρακαλώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου