Να ‘μαστε λοιπόν, γυμνές ερωμένες,
όμορφες στα μάτια μας – κι αυτό φτάνει –
τα φύλλα των βλεφάρων μας τα μόνα μας σκεπάσματα,
ξαπλώνουμε καταμεσής της μαύρης νύχτας.
Όμως ξέρουν για μας, ξέρουν,
οι τέσσερις γωνιές, και η σόμπα δίπλα μας.
Επιδέξιες σκιές κι αυτές επίσης ξέρουν,
Το τραπέζι ξέρει, μα μένει σιωπηλό.
Τα φλιτζάνια μας ξέρουν μέχρι πάνω
γιατί κρυώνει το τσάι.
Κι ο γέρο-Σουίφτ μπορεί με σιγουριά να πει
ότι το βιβλίο του έχε μπει στην άκρη.
Ακόμη και τα πουλιά έχουν γνώση:
τα είδα να γράφουν στον ουρανό
θρασύτατα και φανερά
το ίδιο αυτό όνομα με το οποίο σε φωνάζω.
Τα δέντρα; Μπορείς να μου εξηγήσεις
το ακαταπόνητο ψιθύρισμά τους;
Και ο αγέρας μπορεί να ξέρει, μου λες,
το πώς, είναι μυστήριο.
Μια νυχτοπεταλούδα μάς ξάφνιασε μεσ’ από τις γρίλιες,
τα φτερά της χνούδια πούπουλα.
Η σιωπηλή της πορεία – κοίτα πώς φτερουγίζει
σ’ ένα επίμονο πηγαινέλα.
Ίσως βλέπει εκεί που τα μάτια μας αποτυγχάνουν
με ενός εντόμου την έμφυτη οξυδέρκεια.
Ποτέ δεν διαισθάνθηκα, ούτε εσύ μπορούσες να πεις
πως οι καρδιές μας φωτοβολούσαν στο σκοτάδι.
Από τη συλλογή "Άνθρωποι πάνω στη Γέφυρα", 1986
Μετάφραση: Ευαγγελία Καριοφυλλίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου