Γεννημένος το 1895 (δύο χρόνια πριν τον Καρυωτάκη), ο Τάκης Παπατσώνης θα εμϕανιστεί στα νεοελληνικά γράμματα από πολύ νεαρή ηλικία. Σε ηλικία 33 χρονών, φεύγει για το Άγιο Όρος όπου θα μείνει εκεί κάποιους μήνες. Η ποίηση του Παπατσώνη εμποτισμένη από την χριστιανική συνείδηση και τον μοντερνισμό τρέχει διακριτικά πάνω στις ράγες του σήμερα. Μονίμως ξαφνιασμένος επιθυμεί να μας μεταδόσει όλο το εικονοστάσιο των σκέψεων και συναισθημάτων του. Παρακάτω μία επιλογή από τα αναρίθμητα ποιήματά του που περιγράφουν το πασχαλινό συναίσθημα.
ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
(Σχεδίασμα)
Λουλουδιασμένη Κούκλα, μαρόττα των τρελών.
Χρώματα χτυπητά, σε συννεφώδη μέρα.
Γυναίκες αξιοδάκρυτα ωραίες, κουρελούδες,
ξεδιάντροπες, μ’ ένα γαρύφαλο στο αυτί,
μουρμουρίζουν το τραγούδι τους, μασώντας τις κοτσίδες.
Κίτρινα, κόκκινα, πράσινα χρώματα,
μορφές χαλκές, πύρινα μάτια. Ένα μωρό
στα λεμονιά βαλμένο, κρατάει κούκλα λουλουδάτη
με το στεφανάκι της, καθώς τρελός επίσημα
κρατάει την μαρόττα του. Η μέρα συννεφώδης,
η συνοδεία είναι όλο και πρόλογος εντάφιος.
Οχτώ μέρες είναι πριν από το Ευλογημένο
Σάββατον· είναι τούτο σήμερα το δήθεν ήσυχο,
τούτο που κρύβει όλη την εντάφια κίνηση.
Οχτώ μέρες μετά, τ’ άλλα λουλούδια, οι βιολέττες,
οριστικά επίσημες και θλιβερές,
σταυροί καθιερωμένοι, θλίψη ενθρονισμένη
εντός ναών· σήμερα ακόμα περιοδεύει
το Είδωλο της Θλίψεως με ομάδα Εθνικών!
Οι ειδωλολάτρισσες γυναίκες, κρατώντας κουκλί
από πανιά κουρέλια με το στεφανάκι,
προλέγουν – αιώνιες μάντισσες αυτές οι γύφτισσες,
την Εβδομάδα της Θρησκείας! Στα δρομάκια,
στις αυλές, στις συνοικίες, σκόρπιο χύθηκε
χρώμα δυνατό. Ακατάρτιστη θλίψη.
Ακατάρτιστη, συγκεχυμένη προφητεία
πραγμάτων μεγάλων, που δεν είναι τρόπος νους να ιδεί
παρά έτσι, στις παρόδους, από γυναίκες της Γυφτιάς.
Οι Λιτανείες της Πέμπτης πούρχεται, της Μείζονος,
με το Νιπτήρα, τα Έλαια και τη διαλείπουσα Λειτουργία της,
προφητευμένες, έτσι, στις παρόδους από σπέρματα Γυφτιάς.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Ο Ενιαυτός], εκδ. Ίκαρος, 1988)
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Τρεις Καλογέροι εβαίνανε τη χαραυγή στη στράτα
για ν’ ανασάνουν του πρωιού τ’ αεράκια τα μοσχάτα·
και στο μισόφωτο, γλυκά γλυκά, σαν Υμνωδία
αγγέλων, σκόρπισε θαμπή μιαν άγια μυρωδία,
που κάθισε απαλά, ως λυγμός, στα κούφια μεσοκάρδια
των Καλογέρων, που διψάαν για τέτοια όμορφα χάδια·
λιγώνουνται οι ταλαίπωροι, κι αγιάζουν, και φιλούσιν
τους ώμους τους, νομίζοντας πως, τάχα, ιερουργούσιν
πασχαλινές Αγάπες, και, δίχως ορμή ανασαίνουν
το στάλαγμα της μυρωδίας, και το μεταλαβαίνουν.
Κι ευθύς ο γεροντότερος σιγηλά καβαλάει
κάποιο γαϊδούρι, που έβοσκε στον Κάμπο εκεί πλάι,
και η ακολουθία των άλλων δυο, ίδιο αγιαστό κοπάδι,
διαβαίνουν με τον Σεβαστόν Ηγούμενον ομάδι,
όσο που φτάνουν σοβαρά, επισκοπικά, στο Φρούριο,
στο Μοναστήρι, πούν’ μακριά από κάθε τι καινούργιο,
και με σφυράκια ολάργυρα βροντάν τη στέρεα πόρτα
(που ανοίγουν τα δυο φύλλα της, και στέκουνται ολόρθα,
γιγαντωμένα), και στρατοί Μαυροφόρων Οσίων
τιμώσι τον Ηγούμενον, με κλάδους των Βαΐων.
Και ύστερα, καθώς είν’ λευκοί από την πολλή νηστεία,
σφαλάν την Πύλη, κι αρχινάν την ιεροτελεστία.
Τι δεν οραματίζεται τινάς σε κεια τα βάθη,
που μέλλουνται να θρηνηθούν πιστά τα τίμια Πάθη.
Θυμιατά, Αξαφτέρυγα, Λάβαρα, σ’ έναν γύρον
Διακόνους, φέρνοντας το Φως των Δικηροτρικήρων,
και Στέμματα χρυσάργυρα, και πένθιμα Ωμοφόρια,
(βελούδα, με κεντήματα λευκών ανθών), – και χώρια
τις μελωδίες από τις Άρπες, και από τα Βιολίνα,
και από το Θείον Όργανον, ή από τ’ απλά Κλαρίνα,
ή απ’ τις φωνές των δυο Χορών, που κλαίνε αληθινά
ψέλνοντας το θριαμβευτικό και πένθιμο Ωσαννά!
………………… Μετά, στα Εσπερινά,
αφού τελειώσει η τελετή των πράσινων Βαΐων,
τα ορναμέντα κρύβουσι, και ψέλνουν το Νυμφίον.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Ο Ενιαυτός], εκδ. Ίκαρος, 1988)
ΒΑΪΑ
Στο τεφρό Σπήλαιο, πόχουμε για Ερημητήρι,
πήραν μιαν άλλη χροιάν οι Ακολουθίες.
Να, οι Προσευχές, που από γλυκό Λιβανιστήρι
παρ’ από στόματα, μας περιρρέουν, πιο θείες.
Και τα δοξαστικά χλωρά κλαριά Φοινίκων,
τιμητικά της ζωντανής θεϊκιάς Ουσίας,
μορφήν ελάβαν μυστική στον τεφρόν οίκον
λαβάρων τίμιων, βελουδένιας Ικεσίας.
Να η Λιτανεία, που προχωρεί, με ποια αρμονία,
δισταχτική, μην την εβρεί τίποτα ξένος,
κακός αχός, και ταραχτεί η αγνή Θυσία,
και ταραχτεί, σε απόσκιαν άκρια, ο Εσταυρωμένος.
Να η Λιτανεία, θυμητικής τέτοιας μανίας.
Μα όπου η αλόη, και όπου η χολή, τώρα ύμνος, αίνος.
Και όπου κορόιδον, ύμνος, αίνος. Της Θυσίας
το Θύμα και το Σέβασμα ο Εσταυρωμένος.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Ο Ενιαυτός], εκδ. Ίκαρος, 1988)
ΔΕΙΛΙΝΟ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟ ΦΑΛΗΡΟ
Φύγε, κακό ζώο, από κοντά μου,
που εγώ, μαζεύω αγριοβιολέτες.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Αναβαθμοί προς Παρνασσόν], εκδ. Ίκαρος, 1988)
ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΕΙΠΝΟΝ
Aestatem
et Ver, tu plasmasti. Σε σύγχυση έρχονται
πάλιν οι Ώρες. Και ενώ απέχει ακόμη τόσους μήνες
της φλογερής αμπέλου η συγκομιδή· ενώ το στάγμα
είναι μακριά, το ευώδες, του οίνου, σήμερα, πριν το
γέρμα,
συναντούμε στο στρατί του Αμπελώνα εξαίφνης
το ερύθημα του ιματίου σου. Πώς, καθημαγμένος,
έρχεσαι, άνθρωπε, με βυσσινιές κηλίδες απʼ το Πατητήρι;
Πού βρήκε πάλιν τον καρπόν, αρχή του απρίλη,
και πάτησε ο μονογενής μου; Και όμως το χρώμα
πυρώνει του χιτώνα σου αιμάσσον· και όμως οι απόπνοιες,
στη διάβασή του που κυλούν, απόπνοιες Σταφυλής·
και ως έρχεται καταντικρύ του δύοντα ήλιου, με τα πορφυρά,
αλκή επιδείχνει εκεινού που αχνίζει ακόμη
από χυμούς Βοτρύων και που επιστρέφει
στο σπίτι, πρι διαβάσει, για κατάπαψή του.
Ομνύω, πως πληγές δεν είναι, ουδʼ αίμα σου, ό,τι σε
βάφει.
Και μολονότι ορθώς ερρήθη, πως από πληγών σου
εμείς ιάθημεν, συνδυάζει εντούτοις η ευσταθής
πρόοδο σου και η δόξα της γραμμής του ήλιου, που
ακολουθείς,
εικόνες που έπονται του Τρυγητού, Τρυγητού αφθόνου,
όταν το γέννημα πατιέται και ο χυμός του,
κάτι περσότερο παρά ευώδης, κυλά, ζωηρός
και κόκκινος, και μεταγγίζεται στις διψαλέες
από την κάψαν άγριου θέρους στέρνες,
να γίνει της τρυφής το δώρημα, το πλήρωμα του Ποτηρίου.
Και ας συγκεράννυνται, ιδέα του αίματος, κατά το ρήμα
σου,
με ιδέα του οίνου· εμείς χρεωστούμε το θεσπέσιο γεγονός
σε εσπερινή συνάντησή σου, τότες που επίστρεφες από
Αμπελώνα
παράκαιρα, ως εκ θαύματος, καρποφορήσαντα, παράκαιρα
συγκομισθέντα, παράκαιρα δουλεμένο.
Αλλʼ αν εσύ έχεις το κράτος και συμμιγνύει
τις Εποχές που μόνος σου όρισες, εμείς, ως χτίσματα,
και την παράκαιρη τούτη σύμμιξην, ομού με τʼ άλλα,
in coena domini, με την κατάνυξη που πρέπει,
τελετουργούμε,
αλλά και πάλι, όταν οι Ώρες το καλαίνουνε
όταν με τον Κανόνα πια, και όξω του θαύματος,
καρπός Αμπέλου έρθει τη γης να επισκεφθεί,
θα σου μνησθούμε, μέσα στο καύμα, –θα σου στηθεί
διʼ ημών γιορτή μεγίστη, που τα ουράνια Γεννήματα,
Σίτος και Οίνος, θα δοξασθούν όξω του πάθους, όξω
αιμάτων:
μέσα στο τρίξιμο του Τζίτζικα και στο άναμμα του Πεύκου,
πάλι θα ρεύσει ο Οίνος, που, τώρα, αόριστα
μάς στέλνεται η ανευωδιά του με τις Βιολέτες.
Όμως τι κάθουμαι και ανιστορώ, σε ώρα του πάθους,
αλλότρια λόγια. Ό,τι και αν λέγω, εικόνες,
αναμίξ, προφητείες με τʼ αναγνώσματα, κλαυθμηρισμοί,
δεν είναι αρμόδια. Δεν το βαστώ και θα το κράξω, όποιον
χιτώνα,
όσο ποικίλο, και αν φορείς και ο Μέγας Ήλιος
όποια και αν αίγλη σού προσδίδει, σε όποια Κελλάρια
πάμπλουτα και αν έχεις βουτηχθεί, όμως αιμάσσεις.
Πολυκαλά την ξεύρω την κατάπαψη και το είδος της.
Τι σε περίμενε, σαν γύρισες από τον Τρύγο.
Έλα, στην ερημιά που σε συνάντησα· δώσε Κηλίδα
του ιματίου σου στα χείλη με περιπάθεια να την στραγγίξω.
Του πόνου δώσε κοινωνία στο διαβάτην, όχι της τρυφής.
Θρόμβους, που απλώσανε σε αυτό το ιμάτιο και το
κηλιδώσαν,
δώσε τους και κατεύνασέ με· μη τους λυπάσαι.
Και μετασκεύασε, στου Αμπελώνα τα μονοπάτια
που σε συνάντησα, το κούφιο εκείνο, σε ρώση, και το
άδειο,
που η στέρησή σου γεννούν εντός μου, της αρρωστίας.
Κηλίδα του χιτώνα σου άφες με να γευθώ,
κηλίδες άθλιες ιδικές μου να σβεσθούν.
Ου φίλημα σοι δώσω, καθάπερ Εκείνος.
Το μόνο που έμαθα, είναι των αρρήτων
καταδότης πλέον να μην είμαι· το δε μυστήριο,
που μου έφθασε ως τις ακοές, δεν διαλαλώ,
κρατώ του εαυτού μου· και την Κηλίδα, που ζητώ,
την θέλω του εαυτού μου. Να πιω και να βοήσω
που έπαθες, που κεντήθης, που λαβώθης,
που, κατάκριτος, έφθασες μέχρι τα κατώτατα της συντριβής,
εκεί αψηλά στημένος, Αμπέλι θεόρατο, περιπλεγμένο
με Κούτσουρο, στην πιο μεγάλη ανύψωση, τότες που
ιερουργεί,
όχι Ιερέας, όχι Επίσκοπος, όχι ο της Ρώμης Πρώτος,
αλλά ο Γεχωβά, σφαγιαστής του σπλάχνου του υπέρ αναξίων.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Ο Ενιαυτός], εκδ. Ίκαρος, 1988)
IN
PARASCEVE
H τελευταία καμπάνα σήμερον ηχεί, σμήνος πουλιά
που προσπετάν. Ψυχή του Μέλους η περίκλειστη
στην φύση του Μετάλλου, εγκαταλείπει
σήμερα για πολύ τον όρθιο Περιστερεώνα της.
Τραβά προς αψηλά. Αφού έδωσε το περισσό της·
αφού έμαξε τα πόδια του Ενοικούντος,
από το μύρο ακόμη υγρά – πούθε ειλημμένο!
τραβά να μεταδώσει τώρα τα βουβά
μηνύματα, έξω του Πύργου της του συνήθους.
Άλλοτε κόμη σκόρπισε γυνή για νʼ απομάξει
τα πόδια ανθρώπου αξίου. Την κόμη εκείνη
που ο άνεμος φουντώνει και που, ανεμιζόμενη,
δείχνει το υπέροχο του όντος και το περισσό.
Αυτή η περίσσεια, αυτή η υπερβολή,
το άχρηστο τούτο πλούτος, σούρθη και δόθη
σε πόδια δεόμενα. Indigent pedes
dominci
superfluam hanc caritatem.
Αλλά τα πόδια φύγαν. Και το μάκτρο τώρα
πετά ναν τάβρει. Εντύθη Μέλος πράξη της συμπάθειας,
η πράξη πόκλεινε το σφόγγισμα. Και καθώς είναι
το Μέλος φτερωτό, συμπόνια συνεπήρε
και τραβά νʼ ακολουθήσει τον φυγόντα στην ερημιά του.
Τούτο είναι το ιστορικό, που απομείναμεν
εμείς με το βουβό μας τριήμερο, με ψόφους
κροτάλων, γήινα πράγματα, δίχως απήχηση,
στεγνά, δίχως φτερά, να προσδοκούμε
σάλπισμα μέγα, της Εξαναστάσεως, ξανά,
το ηχηρότατο, με απόδοσην εντός των διαστημάτων
και με κατοίκησην εκ νέου του ερημωμένου
Περιστερεώνα από το περισσόν και το υπερβάλλον,
του οποίου εντούτοις τόσο δεόμεθα.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Ο Ενιαυτός], εκδ. Ίκαρος, 1988)
ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ
Μάτην φυλάσσεις τον
τάφον, κουστωδία.
Ου γαρ καθέξει
τύμβος αυτοζωίαν.
(Από το Τυπικό της
Μεγάλης Εκκλησίας)
Το Μόσκο τον τιμιώτατο, το σπάνιο Ροδόσταμα
σού κόμισα στον τάφο σου, κατά το πούχα τάμα.
Ξεβούλωσα τη Λήκυθο, και ρέει το πηχτό Μύρο.
–Μα, έλα που η Πέτρα η λαξευτή, σφαλνάει το Θεό μου γύρω.
Μα και την πλέρια την Υδρία των άφθονων Κλαυμάτων
την ξεσκεπάζω, και οι λυγμοί παίρνουν μορφή αρωμάτων.
Όλες οι θλίψεις οι γλυκειές, γενήκαν πικριές Κρήνες
και ίδιες Πηγές φαρμακερές, τεφρές, οι ωραίες οδύνες.
Δε θα κατέρθει Όρνιο και Αιτός, για να σε συναπάρει
από τη Σταυρική Ομορφιά. Κακό σε κλείει σουδάρι.
Τα γένη των Πετούμενων δεν έχουν τι να κάνουν,
παρεχτός, πλάι στην Πέτρα σου, λυπηρά νʼ ανασάνουν.
–Μα όχι. Τον τάφον έραναν αι Μυροφόροι μύρα,
και πλάι μʼ αυτές κιʼ εγώ μαζί περμένω το Σωτήρα.
Γιατί όφθηκα όραμα να σειέται η ασπράδα του Μνημάτου
και του θανάτου να χαλνάν τʼ αρχοντικά τα κάτου.
Και ο Αμνός, το Σφάγιο, να γενεί με μιας Λαμπρής
Λεοντάρι,
που, του απλωμένου πριν Νεκρού, να μη δειχτεί σημάδι.
Τη στιλβωμένη τη Ρομφαία κρατάει ο Αναστημένος,
και πανοπλίαν αγγελική, χαρμόσυνα ενδυμένος –
τον αντικρύζω ονειρευτά, με ορθά της Πίστης μάτια,
να μου σαλπίζει τη Δροσιά στα καημένα μου μάτια.
Και μετεωρίζομαι έξαλλος, μπροστά σε Νόμους ξένους,
κατανυσσόμενος με Ειρμούς, Μεγαλυνάρια και Αίνους.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Ο Ενιαυτός], εκδ. Ίκαρος, 1988)
ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Η Παναγία με τη ρομφαία στα σωθικά εθρήνει
και τάβλεπε όλα σκοτεινά από την πικρήν οδύνη.
Που ο Άγγελός της στις φωτιές παράδερνεν, ο Γιος της,
των παρανόμων ταπεινός και πράος και γλυκός Σώστης.
Και εμείς, οι ευγενικοί θνητοί, φριχτά ας ταπεινωθούμε
με το φαρμάκι της Νηστείας και τέφραν ας λουσθούμε.
Και η θλίψη μας, μακριά από κάθε γήινα ζιζάνια,
ας υψωθεί ως κερί λιγνό, χλωμό, προς τη Μετάνοια.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Ο Ενιαυτός],
εκδ. Ίκαρος, 1988)
ΕΝΑ ΠΑΣΧΑ
Ω μακαρία νυχτιά μέσα στο χρόνο,
ξεμονάχιασμα ψυχών στη φυλακή
την πρώτη του Όρθρου και πλουτισμός
των κρεμάμενων άστρων, λες και θέλουν,
πριν σβήσει σε αχνές εωθινές, να δείξουν
πόσες δυνάμεις ξαγρυπνάν για μας.
Συμμαζωχτόν, εκεί δα, στη ρίζα της ελιάς,
ένα δέος το σαλίγκαρο πριν την ώρα ξυπνά
και τεντώνει τα κέρατα με αδημονία
να εξακριβώσει, τι παραλλάζει απόψε.
Τέτοια γαλήνη, τέτοια απανεμιά.
Μονάχα αν καταπόθηκε με μιας
για πάντα η καταβόθρα του θανάτου
θα εξηγιόταν η μαγεύτρα αυτή νυχτιά.
Φαντάσου κι’ αν κανένας μέγας Θεός,
κρατώντας σύνεργα της παντοδυναμίας Του,
βάλθηκε, κινημένος από συμπόνια,
τα έγκατα της μαυρίλας να τρυπήσει,
να καταργήσει αυτόν τον Τρωγλοδύτη
που μας θερίζει ωμά χιλιάδες χρόνους.
Στα θάμνα έπεσε ο Βέγας!
Να, η Πυγολαμπίδα,
και το σκοτάδι το πλουτίζει ένα σμαράγδι.
Πώς κύλησε στο μαύρο χάος, πυρήνας
μιας δημιουργίας η σιωπηλή αναγάλλια
με τα πλουμίδια της, μικρούλα λυχνία.
Ένα νεράκι κελαρύζει λίγο πέρα
κι’ έρχεται, σαν να επλέχτη ο κέλαδός του
στο νύχτιο αυτό τοπίον της παρηγόριας·
αλλά και μιαν ανευωδιά, σαν πρώιμου ρόδου,
άτονα μύρα, έτσι δειλά, αναδίνει,
κι’ ένας παλμός σταχτής φτεροκοπά
το νυχτοπούλι, συντροφιά κι’ αυτό κρατώντας.
Όσο για τ’ άλλα, όλα σωπαίνουν· το αεράκι
δεν ήρθε· ανασασμός άλλος, κανείς,
εξόν τα λίγα αυτά ιερά στοιχεία
δεν ξαλαφρώνει κανένα βαρύ στήθος.
Όλα είναι ακόμη φοβισμένη ευδαιμονία.
Όλα είναι ακόμη θάμπος κι’ έκσταση.
Όλα είναι καλωσύνη και ξεκούραση.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Κατευθυνθήτω], εκδ. Ίκαρος, 1988)
ΤΟ ΝΕΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΔΟΥ
Στρώνεται πάλι της χαράς το τραπέζι,
στρώνεται με λινά· η πνευματικότητα,
το κάνει όλο ν' αστράφτει, να λαμποκοπά.
Νύφη είναι, η λαμπροφορεμένη, όλο λουλούδια;
Σπιθίζουνε τα κρύσταλλα, σαν να τρυπά
το φως, που μελιχρά κεριά του στέλνουν.
Η είσοδο της γυναίκας, η είσοδό μου
τελείται με σιωπή μοναστηρίσια.
Κι' αν η κόρη χαρούμενη μπαίνει,
αν της ροδίζει το πρόσωπο το γέλιο,
είναι έτσι αγνή, που δεν χαλνά τον ύμνο.
Παίρνοντας το ψωμί στα δάχτυλά μου
να κόψω, να μοιράσω σ' έναν έναν,
ακούω την κόρη, πρώτη, ν' ανακράζει,
σαν το πουλί, δίχως συγκρατημό:
"Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω..."
Κι' οι τρεις μαζί με μια φωνή ενωμένη
"ζωήν χαρισάμενος" προφέρομεν, ενώ τα ποτήρια
γεμίζω με το κόκκινο κρασί προς όλους.
Ας είναι η δόξα του Θεού μεγάλη,
που ξαναφούντωσε για μας τούτη τη ζέστα
στην καρδιά του σπιτιού μας πάλι εφέτος
σε μια νύχτα του τόσο εαρινή.
Σα γεύομαι το δείπνο τούτο εντούτοις
και σαν αντλώ κρασί της ευφροσύνης
τα περασμένα βλέπω να σιμώνουν.
Αχ, το τραπέζι μας δεν είναι συνθεμένο
καθώς το ξέραμε· μια θέση μένει
τώρα αδειανή και λίγο λίγο πέφτει
μια σκιά και γνώριμη κι' υπόμονη
και πικραμένη και χαϊδευτικιά κι' αγαπημένη
και κάθεται στη θέση που είχε πάντα.
Αναστημένη να την πω, δεν είναι αλήθεια.
Ζωντανή στην ψυχή μας παρουσία
βέβαια και είναι· αλλά πως δεν νοθεύει
τη χαρά τώρα η πνοή της που έχει γίνει
για όλους μας σκιά θαμπή, δεν είναι αλήθεια.
Κι' είναι μητέρας τούτη η σκιά η θαμπή.
Απλώθη ένα παράπονο κι' επιμένει.
Όσο το Πάσχα αν είναι έτσι τερπνό·
όσο αν φυσάει τέτοιο γλυκόπνοο πνεύμα·
όσο αν λουλούδια η γης ξαναφορτώθη·
όσο πουλιά κι' απόψε αν ξαγρυπνούνε·
όσο αν βουίζει αγάπη το τραπέζι μας·
όσο αν η αγάπη του Χριστού μας ζώνει·
όσο αν Ετούτος νίκησε κι' εγέρθη,
- μητέρας είναι τούτη η μαύρη σκιά,
- μητέρα λείπει εφέτος απ' το δείπνο,
που αλλού γιορτάζει, όχι με μας, απόψε.
(Εκλογή Α΄και Β΄Ursa Minor [Κατευθυνθήτω], εκδ. Ίκαρος, 1988)