Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Μέρος Α΄: Η Μεγάλη Εβδομάδα στην ποίηση (Κική Δημουλά)


Η Κική Δημουλά σχεδόν σε όλα της τα βιβλία γράφει για το βάρος της Μεγάλης Εβδομάδας, την μοναξιά της πασχαλιάτικης εξοχής, μας δίνει εικόνες σταματημένου χρόνου. Δείχνει τις καμπάνες του Όρθρου και των Εγκωμίων, το τρεχαλητό των οικογενειών, τις αναμμένες λαμπάδες και στην άκρη τον άνθρωπο της Μεγάλης Παρασκευής, μονάχο. Τον άνθρωπο αυτόν που δεν έχει πού να πάει, αλλά κυρίως δεν έχει λόγο για να πάει. 



 

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ


Το Όχι είναι δισύλλαβο:

βρέ-χει.

Ο Πιλάτος φοράει το μπλε του αδιάβροχο,

δεν βρίσκει ταξί,

οι συνειδήσεις συνωστίζονται

στον ίδιο μονόδρομο,

όλοι νίπτουν τας χείρας των,

μάλιστα τέτοιες μέρες.

Το Όχι είναι δισύλλαβο,

η ψιλή και η οξεία στο ο

κεντρώνει το Όχι, μονόγραμμα των ημερών.

Το παράθυρο είναι δίφυλλο,

η ψιλή και οξεία βροχή

το κεντρώνει,

μονόγραμμα στο κλειστό Όχι.

 

Οι καμπάνες οι πένθιμες

ανοίγουν αυλάκια στον αέρα,

χύνονται και ποτίζουν εκτεταμένες ατονίες

ωσότου κάποια απόσταση απότιστη

να τις απορροφήσει.

Οι καμπάνες, ασχέτως τού πένθιμες,

πάντοτε κάτι αποχωρίζουν,

πολλώ μάλλον οι πένθιμες.

Οι καμπάνες φορτώνουν

βαλίτσες στα πούλμαν,

τα τρένα τρέχουνε, ξεσκίζουν

και βάζουν κλήρο

στα ιμάτια των τοπίων.

 

Σταύρωσον, σταύρωσον

τα χέρια σου στο στήθος…

Τι άλλο να κάνω;

Ποιο μέτρο να κινητοποιήσω;

Πού ξέρω από πού

φεύγει το κάθε πράγμα;

Κάθε κατεύθυνση έχει το άλλοθί της.

 

Οι πασχαλιές εσταυρωμένες

σ’ ένα φθηνό ανθοδοχείο

εμψυχώνουν το άρωμα του θανάτου.

Τα μάτια σου

είναι οι δύο ληστές,

εκ δεξιών και εξ ευωνύμων.

 

Το Όχι είναι δισύλλαβο,

επιμένω

βρέ-χει.

Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν,

όπως ξεχειλίζουν τα ποτήρια

στα άλλα πάθη που εορτάζουμε.

 

Οί εκκλησίες ξεχειλίζουν

αγάπα τον πλησίον σου…

Απαίτηση,

που μες στη ρύμη και τη γλύκα των ψαλμών,

περνάει σαν εύκολη αγάπη

και χάνει τη θεία απανθρωπιά της,

το θείο ανεφάρμοστο.

 

Στην κοπιώδη πορεία τού δεηθώμεν

τα μεγάλα κεριά προχωρούν,

τα κεριά της δραχμής μένουν πίσω.

Τα μικρά κεριά κουράζονται εύκολα,

λυγίζουν και διεκτραγωδούν

το αντίτιμο τους.

Η ανισότης των κεριών

αναλιώνει μυσταγωγικά.

Ο θεός τους ο νεωκόρος

τα ρίχνει στον Καιάδα της ανατήξεως.

 

Ξεχειλίζουν οι εκκλησίες.

Δεν χωράω, δεν πειράζει.

Θα μάθω το τετέλεσται

από άλλη πηγή.

Πιο θετική

 

(Το λίγο του κόσμου, εκδ. Ίκαρος, 1971)

 

 

 

Η ΑΠΑΡΗΓΟΡΊΑ

Μεγάλη Εβδομάδα

 

Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,

διορατικά μυρίζουν

όταν κάτι δεν πάει καλά,

κάτι απογοητεύει πάλι.

 

Η Μεγάλη Εβδομάδα,

όπως στάζει κερί και τάμα

στη θρησκόληπτη ανάμνηση,

στην άθεη απουσία.

 

Η Κυριακή του Νυμφίου,

όπως αναστατώνει,

βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο

στις αφίξεις.

 

Οι διάφοροι Νυμφίοι,

που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,

κάποια διήμερη εκδρομή,

κάποια ευκολότερη θρησκεία

που την ασπάζονται.

 

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή

σε κάθε βήμα,

όπως κατασταλάζεις για το έθιμο,

έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.

 

Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,

περιμένουν αυγά και τσουρέκι.

 

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,

τα περιστύλια της υπομονής,

τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις

τον ετήσιο Ιούδα,

που αργεί να ’ρθεί

από το ράφτη, από τον κουρέα.

Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις

για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.

 

Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση

κι η απαρηγορία,

ο νηστικός της ήχος

όπως λιποθυμάει

στα εαρινά αρμόνια

των καθολικών απογευμάτων.

 

Οι αργίες,

οι αργοπορίες,

οι αγριότητες,

όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.

 

Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε

κι έφτιαξε τη ζωή του.

 

Η Μυροφόρος έλλειψις,

που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.

 

Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων

τη Μεγάλη Εβδομάδα

και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.

 

Η Αγία Επανάληψη,

η θαυματουργή,

η αχειροποίητος,

όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,

θαμμένη

σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,

σε κάποιο πρόγονό μας μέλλον.

Όπως την πιστεύω.

 

(Το λίγο του κόσμου, εκδ. Ίκαρος, 1971)

 

 

 

ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ ΙΝΑ ΕΙΣΕΛΘΩ ΕΝ ΑΥΤΩ

 

Ι.

 

Αγαπητέ Κύριε,

τυχαίνει να περνάτε τακτικά

μπρος απ' τις ώρες μου

κι εγώ να είμαι πάντα εκεί

και να σας βλέπω

όπως οφείλω να βλέπω

- μεγάλος κόπος για την όραση -

ό,τι περνάει.

 

Σας βλέπω,

προφταίνω το τρεχούμενο βλέμμα σας

- άρα δεν είναι όλα ξεροπόταμα -

μειδιάτε

- άρα υπάρχουν όχθες -

χαιρετάτε,

ήχος πετούμενος,

και περνάτε.

 

Εγώ, κύριε,

σας αποδίδω μάλλον

σε φαινόμενο αντικατοπτρισμού

και σε απόηχο ονείρων γυρολόγων.

 

Οι ώρες μου όμως σας πιστεύουν.

Μόλις φανείτε σταματάνε·

μες στα ρολόγια, μες στα δεδομένα,

μες στα οφθαλμοφανή,

μες στη ρευστή τους μοίρα,

σταματάνε,

καταμεσής στην αδειοσύνη τους,

κι εκείνο το σπαρακτικό

«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται»

για σας το λένε.

Δικαίως.

 

Γιατί

ενώ απλώς περνάτε

ενώ σχεδόν στ' αόρατα συγκαταλέγεστε

κάνετε εντούτοις ένα θαύμα:

τις γεμίζετε.

Πόσες φορές μάλιστα

«εν τω μέσω της νυκτός».

 

ΙΙ.

 

Ως το απόγευμα εκείνο

ποτέ δεν είχε ξανοιχτεί

στα βαθιά του προσώπου του.

Το κοίταζε μονάχα με απορία,

όπως κοιτάμε

ένα κλειστό, επ' άπειρον, παράθυρο.

Ήξερε μόνο πως τα μάτια του

ήταν πολύ μεγάλα,

και πως, σαν έβρεχε,

γινόταν της βροχής

η μυστική δίοδος.

 

Όμως, εκείνο το απόγευμα, ξανοίχτηκε.

Απέραντα ήτανε τα μάτια του.

Και πώς της φάνηκε

- εξ ουρανού στιγμή -

πώς της φάνηκαν άραγε

σαν δυο καινούριες πόλεις υπερούσιες,

άσπρα καμπαναριά ζωής γεμάτες

κι άπταιστους δρόμους προς τη μέρα,

ακιλήδωτη μέρα,

ίχνος Ιούδα πουθενά,

δύο παραθαλάσσιες πόλεις

με θάλασσα καλή

που μόνο φέρνει:

χαιρετισμούς από το νέο κόσμο

αδιάβαστα βιβλία

αδιάβαστους καιρούς

σχέδια να κοπούνε οι ώρες

σε θείο μέγεθος, κι άλλα, κι άλλες

πραμάτειες του ονείρου.

 

Κι ύστερα πώς της φάνηκε

ότι η φωνή του

ήταν ο ζωτικός, ο πρωινός, ο πρέπων θόρυβος

των πόλεων αυτών,

κι ακόμα

πως οι κινήσεις των χεριών του

τον ακύλιστο χρόνο κυλούσαν

στις πόλεις αυτές.

Έτσι της φάνηκε.

 

Ώσπου κατέβηκε η ομίχλη.

Αυτή η ανελέητη ομίχλη που εμφανίζεται συνήθως

στις φευγαλέες ονειρώδεις πόλεις

που οικοδομούμε ανερώτιστα

μέσα σε ξένα μάτια.

 

(Επί τα Ίχνη, εκδ. Ίκαρος, 1963)

 

 

 

 

ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΕΣ ΜΥΡΩΝ

 

Ακόμα νύχτα λέγεται εκτός εάν

εν λευκώ αισιοδοξείς. Από παντού

με χαιρετούν σκούρα μαντίλια ακυμαντότητας

χαμομηλιών αναπνοές κλεφτοφάναρες καθώς

κατευθύνονται προς την ευωδιά της ενορίας τους.

 

Ψηλόλιγνες χρυσαφιές βελόνες

μπηγμένες κατακόρυφα

στο τρεμουλιάρικο κορμί της αντανάκλασης

από αναμμένα ακόμα φώτα σπιτιών και καϊκιών

μοιάζουν στραβά κεράκια αναλιωμένα

σε χέρια αμαρτωλά επιφανειακών νερών.

 

Ταξιδεύω. Συγκρούσεις σταυρών·

παρακάμπτω διασχίζω το Μεγάλο Σάββατο

και τη μικρή μου χρήση ολοταχώς

για να προφτάσει ο πιστός προορισμός μου

κάποιαν ανάσταση ληστών προσδοκώμενων.

 

Θα σε υποστηρίξω.

 

(Χαίρε Ποτέ, εκδ. Ίκαρος, 1988)

 

 

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

 

Υπαίθριος καιρός.

Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.

Φορτωμένες.

Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.

Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες

οι λιποψυχίες μας.

 

Ατελής η ελαιογραφία.

Να ξαναδοκιμάσω.

 

Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.

Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαμιά

η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα.

Φύσει καταδότρια η αθωότης.

Αυτή δεν μας παρέδωσε

για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια

στην απώλειά της;

 

Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.

Τη θάλασσα.

 

(Χαίρε Ποτέ, εκδ. Ίκαρος, 1988)

 


ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

 

Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν

οι άγιες μέρες μεταξύ τους

κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου

 

όχι για να εισέλθω μολονότι

κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ

με προϋπηρεσία έντιμη μακρά

έξωθεν του Νυμφώνος.

 

Βγες άφοβα.

Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ

το φίλημα εκείνο που έριξες

από το ύψος ευγενέστατης ευχής

Καλή Ανάσταση

και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου

ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε

στο δίσκο του εθίμου;

ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα

περιγελαστική;

ήταν μια γενναιόδωρη έμπνευση

πτωχής αδιαφορίας;

 

Σε ρωτώ

γιατί δε είδα ταμπελίτσα

δεν είδα να αναγράφεται

το μέγεθος και η σύνθεση της θέρμης

ούτε και είδα τυπωμένη

τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά.

 

Ανώνυμο τελείως

λαθραίο δηλαδή το πώς να αισθανθώ.

 

(Χλόη Θερμοκηπίου, εκδ. Ίκαρος 2005)





ΠΑΣΧΑ ΠΡΟΣ ΣΟΥΝΙΟΝ

 

Η θάλασσα ψύχραιμη και ασύσπαστη

λες κι απ’ τις άκρες της σφιχτά

την έπιασ’ η στεριά και την τεντώνει.

Στην άκρη του γκρεμού,

που συγκρατεί το θέαμα,

ευωδιάζει ο ίλιγγος

κατρακυλούν αυτοκτονίες…

 

Αριστερά, η εποχή,

Σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.

Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,

έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.

Γιατί στεφάνι εκ πλαστικού

επάνω του ακόμη ξεχασμένο

το πάθος της σταυρώσεως παρατείνει.

Περί διαγενομένου του Σαββάτου,

Μαγδαληνής, Σαλώμης, και αρωμάτων

ιδέαν δεν έχει.

Σύμπτωσις:

Κι απ’ την καρδιά μου ο λίθος

ουκ αποκεκύλισται·

ην γαρ μέγας σφόδρα.

 

(Επί τα Ίχνη, εκδ. Ίκαρος, 1963)

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου