Ένας ποιητής που χάθηκε από τα γράμματα μέσα στον χρόνο είναι ο Γεώργιος Βερίτης. Οι φιλόλογοι μαζί με την εκκλησία τον κατέταξαν στην δυσκολοχώνευτη κατηγορία του "χριστιανού ποιητή" κι έτσι σιγά - σιγά εξαφανίστηκαν τα ποιήματά του, κυρίως γιατί αναφέρθηκαν και διαβάστηκαν πολύ (όπως και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης) κατά την περίοδο της Χούντας. Το σβήσιμο της δικτατορίας, έσβησε και ποιητές, όπως τον Βερίτη. Εντελώς ειρωνικά, ωστόσο, και σαν να το 'ξερε, υιοθέτησε το ονοματεπώνυμο αυτό (βαφτισμένος ως Αλέξανδρος Γκιάλας) που σημαίνει "σπορέας αληθινός". Απομένει από εμάς να βρίσκουμε αυτούς τους καλά κρυμμένους σπόρους και να τους φέρνουμε στην επιφάνεια, μέρες σαν κι αυτές. Ο Γεώργιος Βερίτης έγραψε για τις μέρες του Πάσχα με την παράδοση ακουμπισμένη στον έναν ώμο και την μελαγχολία στον άλλον.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Μεγάλη Πέμπτη, κι' έσκυψα γλυκά να σε φιλήσω,
σ' ένα φιλί, θερμό φιλί, τον πόνο μου να κλείσω.
Κι' εκεί π' ακούμπησ' απαλά στη θεία πληγή τα χείλη,
αλάλητα Σε ικέτεψα, στον κόσμο όσο θα ζήσω,
μπρος στο Σταυρό Σου να καή η ζωή μου σαν καντήλι.
ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ
Με την αυγή ξεκίνησαν και πάνε οι Μυροφόρες,
κι' είναι λουσμένες στ' ορθρινό το φως και χρώμα οι χώρες.
Κι' εσύ ψυχή μου ξάγρυπνη, το μονοπάτι παίρνεις,
κι' αντίς για νάρδο κι' άρωμα τα δάκρυά σου φέρνεις,
π' ανάβλυσαν θερμά - θερμά στης αγωνίας τις ώρες.
ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ
Γαλάζιο φως και χρυσαφί τον κάμπο έχει γεμίσει,
και στέλνει ρόδινο ασπασμό η Ανατολή στη Δύση.
Μα εσείς, Μαρίες ευλαβικές, Μαρίες πολύ θλιμμένες,
άλλο δεν έχετε στου νου το βλέμμα εμπρός κρατήσει,
παρά δικές Του θύμησες γλυκές κι' αγαπημένες.
Πάρτε με, κόρες της Σιών, στον ορθρινό σας δρόμο,
όλη τη νύχτα εσβήστηκα στη λύπη και στον πόνο.
Τον Λατρευτό μου ας ξαναδώ κι' ας είναι και στον τάφο
- κάποιαν ελπίδα ανάστασης μέσα μου πάντα θάχω.
Πάρτε με , Μυροφόρες μου, στον ορθρινό σας δρόμο!
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
Κι' ενώ τα δάκρυα της πικρά κυλάνε έξω απ' το μνήμα,
δίπλα προβαίνει ο κηπουρός και σταματάει το βήμα.
Σήκω, Μαρία, και σπόγγισε τα βουρκωμένα μάτια!
Ακόμη αν δεν ανέβηκε στα ονειρευτά παλάτια,
ροχθίζει γύρω του η χαρά σαν πελαγίσιο κύμα.
ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ, ΩΧΡΟΣ...
Σταυρωμένος, ωχρός, γυμνός, ματωμενος.
Μόνος.
Ολόγυρά σου άπλωσε τα
βαριά φτερά του ο πόνος.
Γιατί 'ναι πορφυρά τα ιμάτιά σου
και το ένδυμά σου ως από πατητού ληνού;
ΤΑ ΠΛΗΘΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑΝ...
Τα πλήθη που δεν μπόρεσαν να ιδούν το μυστικό Σου,
- το μυστικό που τόκρυβες σ' ανθρώπινη μορφή -
για να σου κάνουν πιο πικρόν, Ιησού το θάνατό Σου,
όταν θα κράξης το "Διψώ" στου λόφου την κορφή
θα σε ποτίσουε χολή και ξίδι θα σου δώσουν.
...Τα πλήθη! ω, ναι δεν μπόρεσαν να ιδούν το μυστικό Σου.
Μα ένας ληστής που ξεψυχά με πόνους στο πλευρό Σου,
μόνος αυτός της δίψας Σου το μυστικό θα νιώση,
και την ψυχή του σα δροσοσταλίδα θα Σου δώση.
____
Τα πάντα μέσα μου γιορτάζουν
κι' όλα Χριστός ανέστη κράζουν.
____
Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ
Η πλάση κλαίει. Μοιρολογάν οι αύρες μεσ' στα δάση.
Στ' αγγελοπάλατα οδυρμός και γόος έχει ξεσπάσει.
Τ' αηδόνια πάψαν στα κλαδιά και σκύψανε ν' ακούσουν.
Δάκρυα τα ρόδα στάξανε, τον θείο νεκρό να λούσουν.
Φούσκωσ' η οδύνη τη φτωχή καρδιά και πάει να σπάση!
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
Μεγάλο Σάββατο έφτασε, κι' ανάστα δε θα ψάλω!
Ό,τι πανώριο μέσα μου και θείο κι' ό,τι μεγάλο,
το μάρανεν ο δισταγμός, και πια άλλο δεν κρατώ
παρ' ένα κίτρινο κερί, από παληά σβηστό...
Μεγάλο Σάββατο έφτασε κι' ανάστα δε θα ψάλω!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Καμπάνες αναστάσιμες χτυπούν αλαργινά,
και μέσ' στο ροφοδέγγισμα της χρυσαυγής τ' Απρίλη
κάποιο αχολόγημα γλυκό κι ανάλαφρο περνά.
Πηδά η ψυχή μου σαν πουλί στα τρέμοντά μου χείλη,
κι' ένα ψαλμό πασχαλινό χαρούμενη αρχινά.
(Βερίτη, Γ., 2010. Άπαντα. εκδ. Η Δαμασκός)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου