Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Α. Παπαδιαμάντης - Ο Καλόγερος




(1892)
Λέγεται ότι η ιστορία διαδραματίζεται στην Αθήνα και συγκεκριμένα στους Αγ. Αναργύρους. Ο Παπαδιαμάντης με ευφυέστατο και προσεκτικό τρόπο σκιαγραφεί την ηθική της εποχής, τα πάθη και τους καημούς της μικρο-κοινωνίας, έχοντας στο προσκήνιο τον - αληθινό κατά τ'άλλα νεωκόρο- καλόγερο Σαμουήλ. Το διήγημα αυτό γράφτηκε από τον Παπαδιαμάντη στην ηλικία των 58 του χρόνων. 
Παρακάτω ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα (από το τέλος του διηγήματος...) :




[...]

Την επαύριον προ μεσημβρίας, ο μοναχός Σαμουήλ μετέβη εις την  αρχιεπισκοπήν, όπου έμεινε περί την ημίσειαν ώραν. Ακολούθως αφού  ηρίστησε, περί την δείλην, επεσκέφθη την μίαν μετά την άλλην τας οικίας των  επιτρόπων και των ιερέων του ναού. Είτα καλέσας μυστηριωδώς ένα γείτονα  έχοντα κάρον, σχολάσαντα ενωρίς, του είπε ολίγας λέξεις, τας οποίας εκείνος  μετ’ εκπλήξεως ήκουσε.
-         Και γιατί τέτοια ώρα, γέροντα; τον ηρώτησε.
-         Θέλω να μη με μάθει κανείς, απήντησεν ο Σαμουήλ, και, σε  παρακαλώ, να  μην εβγεί απ’ το στόμα σου.
-         Και ξέρουν χαμπάρι οι πιτρόποι; ηρώτησε πάλιν ο άνθρωπος.
-         Μη σε μέλει, εγώ είμαι συνεννοημένος.
-         Και τι ανάγκη τον έχεις τον κόσμο, αν σε ιδούν τάχα κιόλας; επέμεινεν  ο  έχων το κάρον.
-         Ε! Δεν έχω ανάγκη τον κόσμο, έχω όμως ανάγκη τον εαυτό μου. Εγώ  το ξέρω  πλέον.
     Ο άνθρωπος δεν εφαίνετο πεισθείς.
-         Αν δε βαριέσαι, σύρε να ρωτήσεις στο σπίτι του επιτρόπου του κυρ  Γιάννη του Ρηγίτσα, για να βεβαιωθείς. Σε παρακαλώ μόνον, μην κάνεις λόγο αλλού  πουθενά έως αύριο.      Ο έχων το κάρον απεμακρύνθη, νεύσας διά της κεφαλής ότι θα υπάγει και  θα τηρήσει το μυστικόν.
     Μετ’ ολίγας στιγμάς, εφάνη η γραία Σασού ο εφιάλτης της προλαβούσης  νυκτός.
-         Πώς δε σε είδαμε σήμερα, Σαμουήλ; του λέγει.
-         Σι να κάμω; Είχα δουλειές κι έτρεχα, απήντησε ψυχρώς ο καλόγηρος.
-         Πού πήγες;
-         Πήγα στη μητρόπολη, κι αλλού, κι αλλού.
-         Πού αλλού;
-         Εδώ, εκεί, είπεν αθύμως ο καλόγηρος.
-         Σι πήγες στη μητρόπολη; Είναι καμμιά δουλειά;
-         Άλλη φορά σου λέγω, είπεν αλλού βλέπων ο καλόγηρος.
-         Έχεις, βλέπω, μυστικά, Σαμουήλ, είπεν η κοκκίνη γραία.
-         Σι μυστικά, βλοημένη, να έχω;... μα ως τόσο... άλλη φορά τα λέμε.
     Σην ιδίαν στιγμήν επέστρεφεν ο έχων το κάρον. Ένευσε μακρόθεν εις τον  καλόγηρον ότι επήγεν εις την οικίαν του επιτρόπου, ότι επληροφορήθη και δεν  είχε πλέον καμμίαν υποψίαν.
-         Μου είπαν ότι επαρέδωκες, είπε διά της φωνής, και είσαι νέτος.
-         σιουτ! ένευσε διά του δακτύλου εις το χείλος ο καλόγηρος.
     Η γραία ήκουσε την λέξιν του ανθρώπου, και έσπευσεν ευθύς ως  απεμακρύνθη ούτος να ερωτήσει τον καλόγηρον:
-         Σι επαρέδωκες, Σαμουήλ; Σι σου λέγει αυτός; Σι είσαι νέτος;
-         Δε λέει τίποτε, βλοημένη, απήντησεν ο καλόγηρος. Σάχα πως... παραδίνω...  δίνω λογαριασμό για το κερί της εκκλησιάς< εις τους επιτρόπους, κάθε μήνα.
-         Σαν αλλοιώτικος μου φαίνεσαι σήμερα, είπεν εν υποψία η κοκκίνη  γραία. Μη σου ήρθε καμμιά ιδέα να μας φύγεις, Σαμουήλ;
-         Να σας φύγω; Όχι! είπεν εντόνως ο καλόγηρος.
-         Κοίταξε, μη σε χάσουμε, γιατί σ’ εμάθαμε, καημένε Σαμουήλ, και θα  μας  κακοφανεί πολύ.
-         Σι λες, βλοημένη;... Δεν σου λέω, ημπορεί να φύγω, ύστερα από  καιρό... καθώς πολλές φορές σου είπα... μα εύκολα δεν φεύγει, βλέπεις, κανείς.
-         Γιατί σ’ επονέσαμε και μας πόνεσες, προσέθηκεν η γραία.
-         Αλήθεια, είπεν ο Σαμουήλ. Ας είστε καλά. Μα, καλόγερος, βλέπεις,  δεν μπορεί παρά να πάει στη μετάνοιά του μια μέρα...
-         Ύστερ’ από κάμποσα χρόνια, σα γεράσεις,  Σαμουήλ. 
-         Όποτε είναι θέλημα Θεού.
     Η γραία εσιώπησεν επ’ ολίγας στιγμάς και είτα είπε:
-         Σι όμορφα που περάσαμε ψες το βράδυ! Σα κορίτσια ευχαριστηθήκανε  πολύ απ’ τη συναναστροφή σου< Πότε πάλι θα μας έρθει, Σαμουήλ;
-         Ε! καμμιά βραδιά πάλι, να περάσουν ημέρες.
     Και η γραία , ιδούσα ότι η Κώσταινα την κατασκόπευεν απ’ αντικρύ με την  μικράν ηλακάτην της, απεμακρύνθη. 



* * *


     Σην βαθείαν νύκτα, κοντά τα μεσάνυκτα, εκρούσθη η θύρα του μικρού  κελλίου.
-         Καλόγερε! Πάτερ Σαμουήλ!
     Απάντησις δεν εδόθη.
-         Σαμουήλ! Πάτερ Σαμουήλ! Καλόγερε!
     Ουδέν σημείον ότι άκουσαν έσωθεν την επίκλησιν. Υως εις το παράθυρον  δεν υπήρχε.
-         Κάτι βαριά εκοιμήθηκε απόψε ο καλόγερος, είπεν ο κρούων την  θύραν. Να  μην το είχε τάχα των Κτιτόρων;
     Και ύψωσε τον φανόν ον εκράτει προς το παράθυρον του κελλίου, εφωτίσθη  δε τότε η όψις του, μεσήλικος ανδρός, ευτραφούς με ψαλιδισμένον το γένειον. 
Ήτο αυτός ούτος, ο κυρ Γιάννης Μανάφτης· εξηκολούθησε να κρούει  θορυβωδώς την θύραν ως και το παράθυρον του ισογείου οικήματος,  υποψιθυρίζων με τους οδόντας:
     «Σι προσήλθες, αδελφέ;» και πάλιν ήρχισε να φωνάζει δυνατά.
Αι φωναί και αι κρούσεις του κυρ Γιάννη έσχον αποτέλεσμα το να τρίξει  ελαφρώς έν παράθυρον γειτονικής οικίας, να διανοιγεί, και μία κεφαλή να  προβάλει διά του ανοίγματος. Ο κυρ Γιάννης ήκουσε τον ελαφρόν τριγμόν,  εστράφη, και διείδεν εις το σκότος την επιφανείσαν κεφαλήν.
-         Σι να έγινεν ο καλόγερος; ηρώτησε, μην επήγε πουθενά;
-         Σι τονε θέλεις; ηρώτησε γυναικεία φωνή.
     Ήτο η γειτόνισσα η Κώσταινα, άνευ της ηλακάτης, ήτις, κοιμωμένη από της  ογδόης, είχε χορτάσει τον ύπνον, κι εγερθείσα, ήλθεν εις το παράθυρον να ίδει  και ν’ ακούσει. Ο κυρ Γιάννης απήντησεν:
-         Η πεθερά μου κινδυνεύει, και είναι ανάγκη να την μεταλάβουμε.  Αλλά δεν  ξέρω πού να είναι ο καλόγερος.
-         Θα είναι στις παπαδιές, απήντησεν ετοίμως η Κώσταινα.
-         Ποιες παπαδιές; ηρώτησε μετά προσποιητής απορίας ο κυρ Γιάννης.
     Η κυρα-Κώσταινα δεν απήντησεν απ’ ευθείας, αλλά μετά βραχείαν σιγήν  επανέλαβε:
-         Ποιος ξέρει αν δεν τον έχουν κρυμμένον μέσα οι παπαδιές, μην τονε  ζηλέψει κανείς και τονε πάρει.
     -    Σι παπαδιές; Δεν καταλαβαίνω τι μου λες, κυρά, είπεν ο κυρ Γιάννης, 
όστις τουναντίον είχεν εννοήσει εξ αρχής, διότι κάτι ήξευρε περί της σχέσεως  την οποίαν υπηνίσσετο η από του παραθύρου γυνή.
-         Θα είναι χωσιά σου λέω, επέμεινεν η Κώσταινα. Βρόντα εκεί (δείξασα  την  θύραν της γραίας Σασούς) να μάθεις.
-         Δεν μπορώ να βροντώ στα ξένα σπίτια, είπεν ο κυρ Γιάννης.
-         Μεγάλη προσβολή θα τις κάμεις! είπεν η Κώσταινα· δεν ξέρεις, καλέ,  να  καμωθείς, να βρεις αφορμή πως τάχα, επειδής δε βρήκες τον καλόγερο, 
πίστεψες πως θα πήγε κάπου σε κανένα εξωκκλήσι, και θέλεις να ρωτήσεις τη  γριά, μην της άφησε το κλειδί της εκκλησιάς, ωσάν κλησάρισσα που είναι;
     Ο κυρ Γιάννης ο Μανάφτης εθαύμασε το σχέδιον της γυναικός. Εν τούτοις  εδίσταζε να το βάλει εις την πράξιν.
    -    Θα πάγω καλύτερα, είπεν, αφού επί στιγμήν εσκέφθη, να βροντήξω την  πόρτα του παπα-Παυλίνου, που κάθεται δω κοντά. Θαρρώ να είναι εφημέριος,  κι ίσως να έχει ο ίδιος το κλειδί, αν λείπει ο καλόγερος. Σέλος πάντων, ό,τι  είναι, θα ξέρει.
     Και ως είπεν, έκαμεν. Ο παπα-Παυλίνος, εφημέριος ων, ευρέθη έχων το  κλειδίον της εκκλησίας και απελθών μετέδωκε την κοινωνίαν εις την  ψυχορραγούσαν. Ο κυρ Γιάννης εντράπη να ερωτήσει τον ιερέα διατί το  κλειδίον ευρέθη, εξαιρετικώς την εσπέραν εκείνην, εις χείρας του, και τι έγινεν 
ο καλόγηρος. Μόνον δε το πρωί έμαθε, μεθ’ όλης της γειτονιάς ότι ο καλόγηρος  είχεν αναχωρήσει την εσπέραν εκείνην, παραιτήσας το επάγγελμα του  νεωκόρου.



* * *


     Σην δεκάτην ώραν της νυκτός, ο άνθρωπος με το κάρον είχεν έλθει  έμπροσθεν του κελλίου. Ο πάτερ Σαμουήλ είχεν ετοιμάσει, άμα ενύκτωσεν,  όλην την πενιχράν αποσκευήν του, και αφού την επεβίβασεν εις το κάρον,  ανέβη και αυτός. Εξεκίνησαν διά τον Πειραιά. Όλη η συνοικία εκοιμάτο, και  κανείς δεν τους είδεν, ειμή τινες αγυιόπαιδες, οίτινες υπέθεσαν ότι ο  καλόγερος επήγαινεν εις κανέν εξωκκλήσιον.
     Δεν είχεν ενδώσει εις τας πιέσεις των επιτρόπων, όπως μείνει επ’ ολίγας  ημέρας, μέχρις ου εύρωσι διάδοχόν του. Εβιάζετο να φύγει φοβούμενος μήπως  μετεμελείτο την επαύριον. Από της πρωίας εζήτησεν εκκλησιαστικόν  διαβατήριον από την αρχιεπισκοπήν. Οι επίτροποι κατεθλίβησαν διά την  αναχώρησίν του.
     Επεβιβάσθη εις το πρώτον ατμόπλοιον, το αποπλέον διά την Θεσσαλονίκην,  και με αίσθημα ανακουφίσεως, διά το οποίον ηπόρει και αυτός, επέστρεψεν εις  τον Άθωνα, εις την μετάνοιάν του.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου