Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Κοσμάς Πολίτης - Εκάτη (απόσπασμα)



Η 'Εκάτη' του Πολίτη είναι ένα από τα τρία βιβλία του που αναζητούν και πραγματεύονται οι ήρωες των την αυθεντική ζωή. Παρακάτω ακολουθεί ένα απόσπασμα- δείγμα της εξαιρετικής λυρικής του γραφής.



[...] 
       Ανέβηκε στην κάμαρά του αμέσως μόλις έφαγε. Δίχως ν'ανοίξει τα παραθυρόφυλλα ξάπλωσε στο κρεβάτι έτσι ντυμένος όπως βρέθηκε, στα σκοτεινά.
       Λαχταρούσε να τον πάρει ο ύπνος, να κοιμηθεί βαθιά, να μην τον τυρρανούνε οι συλλογές. Νά 'τανε χειρώναχτας, ένας εργάτης - αυτοί μονάχα έχουν το προνόμιο να πέφτουν μονοκόμματοι στον ύπνο, το μόνο προνόμιο που δεν θα τους αφαιρεθεί ποτέ. Μα δεν είναι παρά ένας κακόμοιρος ζητιάνος ανάμεσα σ'ένα πλήθος φτωχό που δεν έχει να του δώσει ούτ'ένα ψίχουλο απ'ό,τι αυτός ζητά. Καταλάβαινε ωστόσο την αμαρτία του: άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί στα εξωτερικά πράγματα της ζωής - όλ'αυτά που τώρα πια δεν έχουν σημασία - προδίδοντας τόσον καιρό την εσωτερική του αλήθεια. Καλά που κανένας δεν υποπτεύθηκε την προδοσία του. Φαντάστηκε τον εαυτό του να τον δείχνουν με το δάχτυλο, τα παιδιά στο δρόμο να βγάζουν τη γλώσσα τους μια πήχη έξω και να τον κοροϊδεύουν...
       Το μισόφωτο διστάζει πίσω από τις χαραμάδες του παραθυρόφυλλου, παραμονεύει. Σιγά σιγά ξεχωρίζουν οι δοκοί του ταβανιού, σαλεύουν σε λεπτομέρειες καταπληχτικές, απίθανες... Μια ριπή φωτερή στέγνωσε τους ίσκιους πάνω στον τοίχο, έπειτα τη ρούφηξε κι αυτή ο σουβάς. Οι θόρυβοι του σπιτιού είχανε σταματήσει, αφουγκραζόντανε κι αυτοί δίχως ανάσα. 
       Έκλεισε τα μάτια του. Ο νους του ανεβοκατεβαίνει, μια αρπαγή του αδρ΄χνει το μυαλό, το σέρνει εδώ κι εκεί, το ξετινάζει. 
       Έφτασε η μεγάλη στιγμή, αυτή που αναζητούσε η ψυχή - και που η ζωή τού τη στερούσε ώς τώρα. Η τροχιά της ζωής του, η μόνη τροχιά που αγνοούσε - μια δυσκολόφταστη κι έσχατη μάθηση, η ελλειπτική που μια σιμώνει, μια ξεμακραίνει από ένα ήλιο που η θέση του ήτανε από πάντα ορισμένη μέσα στη ζωή του, σύμφωνα με τον όγκο και την κίνηση των άλλων κόσμων... Μα τώρα πια την ανακάλυψε πραγματικά. Ίσως να ξαγρυπνάει κι εκείνη, τρεις πόρτες παρακάτω, στη μέση του διαδρόμου. 
        Ξέσπασε μέσα του μια φλόγα, η επιθυμία τού έζωσε τις λαγγόνες. Τι θέλει, τι ζητάει το πλάσμα τούτο που κάνει την εντύπωση να δίνεται ακόμα και σ'όποιον έτυχε να προφέρει και μόνο τ'όνομά του; Κάτι πάντα δίνουνε τα μάτια της από τον εαυτό της. Ατενίζει τη ζωή με μια κατανόηση πιο βαθιά, έξω από νόμους ηθικούς - κάτω από τη γαλήνια παρουσία της κρύβει έναν οργασμό έτοιμο να ξεσπάσει ανεξάρτητ' από κάθε νόμο φυσικό. Μερικά βήματα και θα συντελεστεί ο κύκλος της ζωής, η ολοκλήρωση. Δικό του πλάσμα, τη γέννησε ο πόθος του, την έπλασε η θέλησή του. Σχέδια για το μέλλον; Ολοκλήρωση;... Χα-χα-χα-χα!
         Έκανε να σηκωθεί μα ξανάπεσε ανήμπορος για κάθε κίνηση. Κάτι γελούσε στις τέσσερις γωνιές όπως το βράδυ εκείνο στο καφενεδάκι. Έκλεισε τα μάτια του να μην ακούσει το γέλιο. Όχι, όχι, να μείνει ανέγγιχτη, μια μακρινή και ήσυχη φωνή, σαν μια πυθία που μάντεψε το αίνιγμα της ψυχής του. Να σου δροσίζει με την ανάσα της το μέτωπο, ένα σγανό νανούρισμα η φωνή της, και η ματιά της να βυθίζει στον αργό παλμό του απείρου....  Τα ματόφυλλά του βαραίνανε ολοένα, η ονειροπόληση γίνηκε ασυναίσθητη. [...]

(Ύψιλον / Βιβλία, 1990)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου