-
Εγώ, μην γελάσεις αφεντικό, φαντάζουμαι το Θεό απαράλλαχτο σαν και
μένα. Μόνο πιο αψηλό, πιο δυνατό, πιο παλαβό· κι αθάνατο. Κάθεται σε
μαλακές προβιές χουζουρεμένα, κι η παράγκα του είναι ο ουρανός. Όχι από
γκαζοτενεκέδες, σαν τη δικιά μας, παρά από σύννεφα. Κρατάει στο δεξό του
χέρι όχι σπαθί, όχι ζυγαριά, αυτά τα εργαλεία είναι για τους φονιάδες
και τους μπακάληδες· ο Θεός κρατά ένα μεγάλο σφουγγάρι σα σύννεφο της
βροχής. Δεξά του η Παράδεισο, ζερβά του η Κόλαση. Έρχεται η κακομοίρα η
ψυχή, τσίτσιδη, γιατί έχασε το κορμί της και τουρτουρίζει. Ο Θεός την
κοιτάζει και γελάει κάτω από τα μουστάκια του· μα καμώνεται τον
μπαμπούλα . «Έλα εδώ της λέει, και χοντραίνει την φωνή του, έλα εδώ,
καταραμένη!» Και πιάνει την ανάκριση. Πέφτει η ψυχή στα πόδια του Θεού.
«Αμάν! του φωνάζει: ήμαρτον!» Και δώστου, να λέει, να λέει τα κρίματά
της. Λέει, λέει, δεν έχουν τελειωμό. Κι ο Θεός βαριέται, χασμουριέται.
«Σώπα πια, της φωνάζει, με ξεκούφανες!» Και φαπ! δίνει με το σφουγγάρι
και σβήνει όλες τις αμαρτίες. «Ξεκουμπίσου στην παράδεισο! της κάνει.
-Πέτρο, βαλ' την και τούτη μέσα την κακομοίρα!»
Γιατί θα πρέπει να ξέρεις, αφεντικό, ο Θεός είναι άρχοντας μεγάλος· κι αυτό θα πει αρχοντιά: να συχωρνάς!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου