Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Τζ. Πολίτη: Να μην επιστρέψει η λογοτεχνία στη μίμηση του παρελθόντος


Καιρός κρίσης. Κρίση... και αναζητούμε: αυτούς που κάποτε γράφανε- αυτούς που γράφουνε. Ποιός είναι ο ρόλος του συγγραφέα την εποχή αυτή που ακόμα και το βιβλίο μεταφράζεται σε λεφτά; Η σήψη των εκδοτικών οίκων που ξεκληρίζουν τους συγγραφείς και το έργο τους, όταν ένα βιβλίο μαυρίζεται ως μη εμπορικό και καταλήγει στα σκουπίδια, εξαιτίας της απάτης του best seller. 
Και έχουμε και τους άλλους, τους παλιούς που υποστηρίζουν ότι κυριαρχεί στις μέρες μας η λησμοσύνη του παλιού- επιστρέφουν, σήμερα, σε παρελθοντική γραφή. Όχι, δεν είναι επιστροφή, ούτε κυριαρχεί ο ρομαντισμός. Είναι αδιαφορία, είναι έλλειψη αυθεντικότητας, που εμποδίζει τη δημιουργία καθετί καινούργιου. Είναι λιποταξία. 

Αυτές ήταν λίγες σκέψεις από τις πάμπολλες που μου προκάλεσε το άκρως ενδιαφέρον άρθρο της Τζίνας Πολίτη που ακολουθεί...



1. Αρχίζω παραθέτοντας από δύο αγγλικά μυθιστορήματα του 18ου  αιώνα: στο πρώτο, συναντάμε την ακόλουθη αποστροφή: «Ω εσείς φτωχοί γραφιάδες που γράφετε για να τρώτε!»[1] Στο  δεύτερο συναντάμε την εξής διαπίστωση:  «για κάθε συγγραφέα που πετυχαίνει, εκατό άλλοι αποτυγχάνουν. Δεν μπορούν  να ζήσουν από το επάγγελμά τους. Είναι λοιπόν  αδιάφορο το πόσο γρήγορα πεθαίνει το έργο τους, αρκεί να μπορούν αυτοί οι ίδιοι να ζήσουν».[2]

Τα παραθέματα αυτά  οδηγούν στη σκέψη πως είναι αδύνατον να μιλήσουμε για τον συγγραφέα «σε περιβάλλον κρίσης» χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις υλικές συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης του έργου του. Κι από την άποψη αυτή,  θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο «συγγραφέας»,ο οποίος δεν διέθετε ίδιους  πόρους, λειτουργούσε ανέκαθεν σε «συνθήκες   κρίσης». Σε προηγούμενους αιώνες,  οι συνθήκες  λογοτεχνικής γραφής αλλά και παραγωγής του έργου εξαρτιόταν από κάποιο Πάτρωνα, η δε  κατανάλωση  από μια λίγο πολύ γνωστή κοινότητα αναγνωστών. Εξ  ου και οι κολακευτικές αφιερώσεις στον Πάτρωνα στο περικείμενο του βιβλίου, στο δε εσωτερικό του κειμένου  οι κολακευτικές αποστροφές του αφηγητή προς  στους αναγνώστες του.

Αργότερα, με την άνοδο της  αστικής τάξης,  όταν άρχισε να λειτουργεί η  εκδοτική «αγορά»  και η «εμπορευματοποίηση»  του ελεύθερου χρόνου, η απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και τους αναγνώστες  του άρχισε να διευρύνεται. Νέες συνθήκες  καθόριζαν τώρα την υλική παραγωγή και κατανάλωση του έργου:    οι εκδότες που επέλεγαν το συγγραφέα και το έργο, οι βιβλιοπώλες που το διαφήμιζαν, καθώς και  η νεόκοπη εμφάνιση  της δημοσιογραφικής κριτικής  στον τότε  ημερήσιο και περιοδικό  τύπο, η οποία διαμόρφωνε  την «κοινή γνώμη» και επηρέαζε τις πωλήσεις.   Οι νέες αυτές συνθήκες, που συνδέονταν άμεσα  με την  αγορά, διαμόρφωναν σε μεγάλο βαθμό   και τον ορίζοντα των λογοτεχνικών προσδοκιών του  ευρύτερου  αναγνωστικού  κοινού. Ας αναφέρω εδώ και  την ασυστολή  πειρατεία του έργου τους, πριν καθιερωθεί το copyright (1707), το οποίο και σπάνια  τους προστάτευε!

Οι «επαναστάσεις» στην παραγωγή και την εμπορευματική προώθηση του λογοτεχνικού προϊόντος, συνδέονται, όπως ξέρουμε,  με ευρύτερες οικονομικές και εργασιακές αλλαγές. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ τα όσα παραθέτει   ο Μαρξ το 1866 για τις συνθήκες της υλικής παραγωγής του συγγραφικού προϊόντος, βασιζόμενος  στις επίσημες  αναφορές κρατικών επιτροπών : «Η υπερβολική εργασία των ενηλίκων και ανηλίκων σε διάφορα τυπογραφεία…του Λονδίνου εξασφάλισε σε αυτή την εργασία το όνομα «σφαγεία». Η ίδια υπερβολική εργασία γίνεται και στη βιβλιοδεσία όπου τα θύματα σφαγής είναι ιδίως γυναίκες, κορίτσια και παιδιά. Δουλεύουν 14,  15  και 16 ώρες συνέχεια … με δύο ώρες μονάχα ανάπαυσης για το  φαγητό και τον ύπνο!»[3].

Αλλά και οι ίδιοι οι φτωχοί  συγγραφείς τελούσαν σε καθεστώς «δουλείας»! Έτσι,  όπως διαβάζουμε στο εξαίρετο μυθιστόρημα του George Gissing New Grub Street (1891) –  δρόμος  όπου οι εκδότες είχαν τις επιχειρήσεις τους, δεν ήταν  μόνο οι εξευτελιστικές αμοιβές που λάβαιναν οι συγγραφείς. Ήταν  και το γεγονός ότι οι νέες συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης  δεν άφηναν ανεπηρέαστη ακόμα  και τη μορφή και ποιότητα του έργου τους: τα μυθιστορήματα έπρεπε αναγκαστικά να αποτελούνται από τρεις ογκώδεις τόμους, και να ικανοποιούν  το γούστο της μαζικής κουλτούρας.

Στο μυθιστόρημα  αυτό του Gissing, βλέπουμε επίσης τη λειτουργία αυτού που  ο Pierre Bourdieu ονομάζει το «μικρόκοσμο του λογοτεχνικού πεδίου». Το πεδίο αυτό, επισημαίνει ο Bourdieu, είναι  ένας σχετικά αυτόνομος χώρος που δημιουργείται από μια ομάδα δρώντων, έργων και  φαινομένων  που συνιστούν τη λογοτεχνική πράξη. Είναι ένας χώρος οι δομές του οποίου ορίζονται από το σύστημα δυνάμεων που ενεργούν εντός του στη βάση  της αντιπαλότητας και του ανταγωνισμού. Στο σημείο αυτό, υπεισέρχεται και η  σχέση του κοινωνικού μικρόκοσμου του λογοτεχνικού πεδίου με τις δυνάμεις παραγωγής.[4]

Κι ας έρθουμε στο σήμερα, και δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα όπου η εκδοτική βιομηχανία, ευτυχώς, δεν έχει ακόμα  «εκσυγχρονιστεί»! Τεράστιοι, απρόσωποι εκδοτικοί οίκοι έχουν δημιουργηθεί  όπου ο συγγραφέας δεν έχει πλέον καμιά προσωπική πρόσβαση  σε αυτούς παρά μόνο μέσω μιας  νέας κατηγορίας εργαζομένων των «μεσαζόντων» ( agents)∙ λίστες  των «ευπόλητων» βιβλίων (best sellers), οι οποίες δεν αντανακλούν  αναγκαστικά την ποιότητα του έργου αλλά συνηθέστερα τη χειραγώγηση του «γούστου», δημοσιεύονται στον τύπο, ενώ η σειρά κατάταξης μεταβάλλεται καθημερινά, δημιουργώντας έτσι στη συνείδηση των αναγνωστών  την αίσθηση του εφήμερου και της «θνησιμότητας» των έργων∙ η καθιέρωση     του θεσμού   των ετήσιων βραβείων  και το γεγονός ότι στην Αγγλία, π.χ.,  πριν την τελική κρίση των επιτροπών,  τα κείμενα  μετατρέπονται σε κερδοσκοπικά  αντικείμενα αφού τα «φαβορί» παίζονται σε εταιρείες στοιχημάτων !

Αν σε αυτά προσθέσει κανείς  και   την  τρομακτική, οικονομική κρίση,  θα διαπιστώσει ότι  εντείνει  τον ανταγωνισμό, εξοντώνει τους βιβλιοπώλες και  τις μικρές εκδοτικές επιχειρήσεις και επηρεάζει όχι μόνο την έκδοση ή μη ενός λογοτεχνικού έργου, αλλά και τη μορφή και  το περιεχόμενό του! Μέσα σε  αυτές τις δύσκολες,  αγοραίες συνθήκες  παραγωγής και κατανάλωσης, βρίσκεται παγιδευμένος  σήμερα ο μοναχικός συγγραφέας!

2. Ας έρθουμε, όμως τώρα  στο δεύτερο θέμα μας, που αφορά τη μοναχικότητα   του συγγραφέα, πριν το έργο του  εμπλακεί στις υλικές συνθήκες  παραγωγής του. Τι  επιπτώσεις  μπορεί να έχει σε  αυτό η οικονομική κρίση; Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο περουβιανός συγγραφέας Mario Vargas Liossa, υποστήριξε ότι τα «μεγάλα τραύματα» όπως η τρέχουσα  οικονομική κρίση, είναι πολύ «διεγερτικά» γιατί «κεντρίζουν» και «γονιμοποιούν» τη λογοτεχνία.  Προέβλεψε δε  την αρχή μιας «καλής εποχής» για τη λογοτεχνική δημιουργία![5] Επιτρέψτε μου να έχω ορισμένες  αμφιβολίες. Γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη,   τα «μεγάλα τραύματα», όπως οι πόλεμοι και  οι οικονομικές και  κοινωνικές καταστροφές παίρνουν πολύ χρόνο πριν  ωριμάσουν, πριν βρουν την αντίστοιχη  έκφραση και μορφή  σε αυτό που ονομάζουμε  μεγάλη  λογοτεχνία. Αποτυπώσεις του «συρμού», επιδερμικές, περιγραφικές αναπαραστάσεις  της «κρίσης», στερεότυπα χαρακτήρων, πλοκής  και προβλέψιμων, μελοδραματικών  συμβάντων  μπορεί να παράγονται και να μοσχοπουλούν! Αλλά ως έκφραση και ως δομή με κανένα τρόπο δεν  αντιστοιχούν στο βάθος και το πολύμορφο κοινωνικό  φαινόμενο της κρίσης.

3. Κι εδώ, επιστρέφει  το θεωρητικό  ερώτημα που απασχόλησε τον μεγάλο Αμερικανό κριτικό της λογοτεχνίας  Edmund Wilson, ο οποίος, το 1932, δημοσίευσε μια σειρά  από βινιέτες με  τίτλο: Οι Αμερικανικοί Σπασμοί: τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κατάρρευσης (The American Jitters: the years of the great slump). Οι βινιέτες  αυτές αποτυπώνουν   τις συνθήκες  της ανεργίας, της πείνας, των αυτοκτονιών, των χαμένων καταθέσεων,  την εξαθλίωση των αστέγων, τις εξεγέρσεις  και την αστυνομική βία,  και μαζί, το   απρόσωπο  σύστημα  των τραπεζών, των ανώνυμων εταιριών, του χρηματιστηρίου, δυνάμεις η ευθύνη των οποίων δεν εντοπίζεται πουθενά, παρά έμμεσα   στην ιδεολογική «ηθικοποίηση» της κρίσης, την  οποία  το Σύστημα  αποδίδει  στην οκνηρία και την καταναλωτική έξη των πολιτών, καλλιεργώντας έτσι το αίσθημα της συλλογικής ενοχής και ευθύνης!  Αν δεν ήταν η απόσταση  του χρόνου, θα νόμιζε  κανείς πως ο Wilson περιγράφει  την πραγματικότητα που  ζούμε σήμερα!

Αναστοχαζόμενος την ανέμελη εποχή της επιβεβλημένης  ξέφρενης κατανάλωσης  των «Gay Twenties», που βρήκε  την τέλεια έκφραση  στο μυθιστόρημα του Scott Fitzgerald  Ο Μεγάλος Gatsby(1925), ο Wilson αναρωτήθηκε αν μπορούν πλέον οι συγγραφείς να ασχολούνται με τους λογοτεχνικούς  «πειραματισμούς» του  όψιμου μοντερνισμού, όταν εκατομμύρια ανθρώπων αντιμετώπιζαν την εξαθλίωση και το έθνος ήταν στο χείλος της καταστροφής.

Το  θεωρητικό  αυτό ερώτημα,  μαζί  με τη διαμάχη μεταξύ του Georg Lucacs   και του   Bertold  Breht, σχετικά με το αν η  ιδεολογία του Μοντερνισμού και της φορμαλιστικής πρωτοπορίας, σε αντίθεση με εκείνη του κριτικού ρεαλισμού, υπηρετεί, σε τελευταία ανάλυση, το σύστημα του Καπιταλισμού, καθώς  και εκείνη ανάμεσα στον  J.P. Sartre  και τον  Roland Barthes, σχετικά με το  αν το «κείμενο της ανάγνωσης» (texte lisible)  ή το «κείμενο της γραφής» (texte scriptible) είναι εκείνο που  απελευθερώνει και επαναστατικοποιεί  την  κριτική συνείδηση του αναγνώστη,  επανέρχεται   στην εποχή μας.

Τι πρέπει  λοιπόν να κάνουν οι συγγραφείς; Να αναστήσουν παλαιότερες μορφές της τέχνης τους; Το Ρεαλισμό, το Νατουραλισμό, την Ηθογραφία και τη  «Στρατευμένη» λογοτεχνία; Να διαγράψουν  την κληρονομιά του «Μοντερνισμού» και τους  μεταμοντέρνους «πειραματισμούς» ως μορφές έκφρασης η δομή των οποίων κρίνεται  εξ ορισμού ανίκανη να διαχειριστεί το  τεράστιο, ανθρωπιστικό  πρόβλημα  της οικονομικής και όχι μόνο  κρίσης;

Επιτρέψτε μου να δηλώσω πως θεωρώ  ότι   ο προβληματισμός αυτός είναι έωλος και  εκ των προτέρων καταδικασμένος. Γιατί,   κανείς δεν  κατέχει  την θεωρητική ή  τη θεσμική  «εξουσία»  ώστε  να υποδείξει  στους συγγραφείς (οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν συνιστούν ένα ομοιογενές  σώμα)  ποιο είναι το  κοινωνικό καθήκον τους  και πως πρέπει να γράφουν! Αυτή  είναι μια θέση η οποία  όχι μόνο  έρχεται σε αντίθεση, αλλά συμβάλει  στην ακύρωση  της μελλοντικής  διάστασης του   ιστορικού χρόνου.

Ζούμε σε μια εποχή όπου οι Κυρίαρχες Δυνάμεις επιστρέφουν την κοινωνία πίσω στις βάναυσες  εργασιακές, κοινωνικές και πολιτισμικές   μορφές σχέσεων  του 19ου αιώνα, με στόχο να  διαγράψουν  όλα όσα κατέκτησαν με τους αγώνες τους οι λαοί  της Ευρώπης.  Ας μην συμβάλουμε  λοιπόν άθελά μας ώστε να επιστρέψει  και η  λογοτεχνία στο καθεστώς μιας  ακόμα άθλιας μίμησης του παρελθόντος!  Η μεγάλη Λογοτεχνία, ως μορφή  συμβολικής αντίστασης στις  κατεστημένες καταστάσεις, τα στερεότυπα και τις κοινότοπες μορφές,  συναισθανόμενη  τα σημεία των καιρών, χάραζε  πάντοτε  νέους δρόμους έκφρασης. Αυτό, και όχι το χρηματιστηριακό,  ήταν και είναι  το μεγάλο, ανεκτίμητο  συμβολικό κεφάλαιο  της Ευρώπης. Το  οποίο, αν δεν καταστρέφεται, συστηματικά υποβιβάζεται  σήμερα από τις οικονομικές και «πνευματικές» ελίτ. Ας το προστατέψουμε. «Συγγραφείς όλης της Ευρώπης, ενωθείτε!»



Ευχαριστώ


[1] Εdward  Kimber, The youthful adventures 0f David Leare, London, 1757.

[2] Richard Griffith,Triumverate, London, 1764.

[3] Τάκης Μαστρογιαννόπουλος, Η Ανοδος και Πτώση των Εργατικών Διεθνών, Αθήνα: Τόπος, 2013, σς.367-8.

[4] Οι κανόνες της τέχνης: Γένεση και Δομή του Λογοτεχνικού Πεδίου. Μετ. Έφη Γιαννοπούλου, Αθήνα: Πατάκης, 2006.

[5] Latin American Herald Tribune, Feb. 15, 2014.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου