"Άθλιε! Εσύ τον σκότωσες, και δεν ήταν εραστής μου. Δεν τον ήξερα... ποτέ δεν τον είχα δει… Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ήταν νέος, ευχάριστος... αθώος. Και τον σκότωσες, άθλιε!"
Κι έπεσε λιπόθυμη. Άλλα μέσα σ’ αυτόν τον ελαφρό θάνατο, στα σκοτάδια του, ένιωσε να είναι τυλιγμένη, την ίδια ώρα, από φρίκη κι από ηδονή. Κάπως ήρθε στον εαυτό της. Οι βαριές της βλεφαρίδες φανέρωναν το άσπρο των ματιών της, ο λαιμός της φούσκωνε, τα χέρια της ζητούσαν τον εραστή της. Τον έσφιξε στα μπράτσα της μέχρι να τον πνίξει, του έχωσε τα νύχια της στη σάρκα του, και του έδωσε το πιο άφωνο, το πιο βουβό, το πιο μακρύ, το πιο οδυνηρό και το πιο ηδονικό φιλί.
Τον αγαπούσε με όλη της τη σάρκα, και όσο πιο φοβερός της φανερωνόταν, σκληρός, φρικτός, όσο τον έβλεπε να σκεπάζεται όλο και περισσότερο με το αίμα των θυμάτων του, τόσο ένιωθε πείνα και δίψα γι’ αυτόν.
... Δίκαζαν μέσα στον πυρετό και μέσα στην υπνηλία που τους έφερνε η περίσσια εργασία, δίκαζαν κάτω από την υποκίνηση των έξω, και τις διαταγές του κυρίαρχου, κάτω από τις φοβέρες που τους έριχναν οι ξεβράκωτοι και οι πλέχτρες που στοιβάζονταν στους εξώστες και στον κοινό χώρο, δίκαζαν σύμφωνα με τεκμήρια παράφρονα και με έγγραφα φρενιασμένα, μέσα σ’ έναν αέρα βρώμικο πού βάραινε τη σκέψη, έκανε τ’ αυτιά να βουίζουν και να χτυπούν οι κρόταφοι, και πάνω στα μάτια έριχνε ένα πέπλο όλο αίμα. Αόριστες φήμες κυκλοφορούσαν στο πλήθος, για τους ενόρκους που είχαν διαφθαρεί από το χρυσάφι των κατηγορουμένων».
Με φόντο τα συνταρακτικά γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης, ο νομπελίστας Γάλλος συγγραφέας Ανατόλ Φρανς, μας δίνει στο βιβλίο του «Οι Θεοί Διψούν» μιαν εξαιρετικά βίαιη και απομυθοποιητική εικόνα των βαθύτερων κινήτρων πού ενεργοποιούν τους ανθρώπους, σπρώχνοντας τους στον ερωτά ή τον θάνατο.
Κι έπεσε λιπόθυμη. Άλλα μέσα σ’ αυτόν τον ελαφρό θάνατο, στα σκοτάδια του, ένιωσε να είναι τυλιγμένη, την ίδια ώρα, από φρίκη κι από ηδονή. Κάπως ήρθε στον εαυτό της. Οι βαριές της βλεφαρίδες φανέρωναν το άσπρο των ματιών της, ο λαιμός της φούσκωνε, τα χέρια της ζητούσαν τον εραστή της. Τον έσφιξε στα μπράτσα της μέχρι να τον πνίξει, του έχωσε τα νύχια της στη σάρκα του, και του έδωσε το πιο άφωνο, το πιο βουβό, το πιο μακρύ, το πιο οδυνηρό και το πιο ηδονικό φιλί.
Τον αγαπούσε με όλη της τη σάρκα, και όσο πιο φοβερός της φανερωνόταν, σκληρός, φρικτός, όσο τον έβλεπε να σκεπάζεται όλο και περισσότερο με το αίμα των θυμάτων του, τόσο ένιωθε πείνα και δίψα γι’ αυτόν.
... Δίκαζαν μέσα στον πυρετό και μέσα στην υπνηλία που τους έφερνε η περίσσια εργασία, δίκαζαν κάτω από την υποκίνηση των έξω, και τις διαταγές του κυρίαρχου, κάτω από τις φοβέρες που τους έριχναν οι ξεβράκωτοι και οι πλέχτρες που στοιβάζονταν στους εξώστες και στον κοινό χώρο, δίκαζαν σύμφωνα με τεκμήρια παράφρονα και με έγγραφα φρενιασμένα, μέσα σ’ έναν αέρα βρώμικο πού βάραινε τη σκέψη, έκανε τ’ αυτιά να βουίζουν και να χτυπούν οι κρόταφοι, και πάνω στα μάτια έριχνε ένα πέπλο όλο αίμα. Αόριστες φήμες κυκλοφορούσαν στο πλήθος, για τους ενόρκους που είχαν διαφθαρεί από το χρυσάφι των κατηγορουμένων».
Με φόντο τα συνταρακτικά γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης, ο νομπελίστας Γάλλος συγγραφέας Ανατόλ Φρανς, μας δίνει στο βιβλίο του «Οι Θεοί Διψούν» μιαν εξαιρετικά βίαιη και απομυθοποιητική εικόνα των βαθύτερων κινήτρων πού ενεργοποιούν τους ανθρώπους, σπρώχνοντας τους στον ερωτά ή τον θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου