Είμαι γελοίος άνθρωπος. Τώρα με λένε τρελό. Αυτός θα ήταν ανώτερος τίτλος, αν δεν
έπαυα να είμαι γελοίος για τους ανθρώπους. Μα τώρα πια δεν θυμώνω, γιατί όλοι είναι
αρκετά «ευγενικοί μαζί μου, και όταν με κοροϊδεύουν, είναι, θάλεγες, ακόμα πιο ευγενικοί.
Ευχαρίστως θα γελούσα μαζί τους, όχι τόσο με τον εαυτό μου, όσο για να τους είμαι
ευχάριστος, αν δεν ένοιωθα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίβομαι που βλέπω πως δεν
γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που εγώ την γνωρίζω. Τι σκληρό που είναι να την
γνωρίζεις μόνο εσύ! Μα δεν θα καταλάβουν. Όχι, δεν θα καταλάβουν.
Άλλοτε, υπόφερα πολύ που φαινόμουν γελοίος. Δεν φαινόμουν, ήμουν. Πάντα μου ήμουν
γελοίος και ξέρω πως σίγουρα θα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα ήμουν και δε θα ήμουν
επτά χρονών όταν έμαθα πως ήμουν γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο Πανεπιστήμιο — κι
όσο σπούδαζα, τόσο μάθαινα πως ήμουν γελοίος. Κι έτσι, φαίνεται πως όλη η
πανεπιστημιακή μου επιστήμη, υπήρχε μόνο και μόνο για να μου αποδείξει και να μου
εξηγήσει, όσο την εμβάθυνα, πως ήμουν γελοίος. Και με τη ζωή μου έγινε το ίδιο όπως και
στην επιστήμη μου. Χρόνο με το χρόνο, αποκτούσα όλο και περισσότερο τη βεβαιότητα πως
απ' όλες τις απόψεις φαινόμουν γελοίος. Παντού και πάντα, όλοι με κορόιδευαν μα
κανένας δεν θα μπορούσε να υποπτευθεί πως αν υπήρχε ένας άνθρωπος στον κόσμο που
ήξερε καλύτερα απ' όλους πως ήμουν γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ. Έτσι, ένιωθα
κάτι σαν πείσμα διαπιστώνοντας πως κανένας δεν το υποπτευόταν. Σ' αυτό φταίω εγώ,
γιατί πάντα η περηφάνια μου μ' εμπόδιζε να ομολογήσω το μυστικό μου. Κι αυτή η
περηφάνια όλο και μεγάλωνε όσο περνούσαν τα χρόνια, κι αν παρασυρόμουν κι
αναγνώριζα μπροστά σε οποιοδήποτε πως είμαι γελοίος, νομίζω πως το ίδιο βράδυ
θάσπαζα το κεφάλι μου με μια πιστολιά. Πόσο υπόφερα, όταν ήμουν έφηβος και
σκεφτόμουν πως δεν θα μπορούσα ν' αντέξω και θα τ' ομολογούσα ξαφνικά στους φίλους
μου. Μα σαν έγινα παλικάρι, μ' όλο που κάθε χρόνο που περνούσε βεβαιωνόμουν
περισσότερο για την τρομερή μου ιδιορρυθμία, κατάφερα, όσο νάναι, να ησυχάσω. Κι
αυτό, γιατί ακριβώς ως και τότε αγνοούσα το πώς και το γιατί. Ίσως εξ αιτίας της απέραντης
μελαγχολίας που γέμισε την ψυχή μου ένα γεγονός πολύ ανώτερο από τον εαυτό μου,
δηλαδή η πεποίθηση που είχε εδραιωθεί μέσα μου, πως εδώ‐κάτω τίποτα δεν έχει
σημασία. Αυτό το υποπτευόμουν από πολύ καιρό, μα ξαφνικά βεβαιώθηκα εντελώς και
ολοκληρωτικά γι' αυτό: ξαφνικά ένοιωσα πως θα μου ήταν αδιάφορο αν υπήρχε ο κόσμος ή
δεν υπήρχε τίποτα πουθενά. Άρχισα να καταλαβαίνω και να νοιώθω πως κατά βάθος δεν
υπήρχε τίποτα για μένα. Ως τα τότες, μου φαινόταν πάντα πως υπήρχαν πολλά πράγματα
πριν από μένα. Κι εκείνη τη στιγμή άρχισα ν' αντιλαμβάνομαι πως δεν υπήρχε τίποτα πριν ή
μάλλον πως μόνο φαινόμενα υπήρχαν. Σιγά‐σιγά απόκτησα την πεποίθηση πως ποτές δεν
υπήρχε τίποτα. Και τότε, έπαψα να εξοργίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μην
τους προσέχω πια. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν στα πιο μικρόχαρα γεγονότα της ζωής:
παραδείγματος χάρη, τύχαινε καμιά φορά, καθώς περπατούσα στο δρόμο, να σκοντάφτω
πάνω στους ανθρώπους. Όχι επειδή ήμουν απορροφημένος από καμιά σκέψη, αφού τότες
δεν σκεφτόμουν πια τα πράγματα που θάπρεπε να σκάφτομαι: αδιαφορούσα για όλα. Να
είχα τουλάχιστον στα χέρια μου την λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Κι
ένας Θεός ξέρει πόσα και πόσα προβλήματα είχαν παρουσιαστεί στο μυαλό μου! Μα
επειδή αδιαφορούσα για το κάθε τι, είχα πετάξει και τα προβλήματα.
Fyodor Dostoyevsky
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου