Γλυκιά μάνα είναι πολλές ώρες που πέφτει ομίχλη
ο ποταμός Ναβίλιο σκοτεινός σπάει στα τοιχώματα του
τα δένδρα φουσκώνουν από νερό καίγονται από χιόνι
Δε λυπούμαι στο Βορρά
και πολεμώ τον εαυτό μου.
Όμως συγγνώμη από κανένα δεν προσμένω
και είναι πολλοί αυτοί που μου χρωστάνε δάκρυα
σαν άντρας μ' άντρα.
Ξέρω πως είσαι ανήμπορη, πως ζεις
φτωχή σαν όλες τις μανάδες των ποιητών
και αγαπάς δίκαια και με μέτρο
τον ξενιτεμένο γιο σου. Σήμερα
Σου γράφω εγώ.
«Τελικά, θα πεις, ήρθαν δυο λέξεις από το παιδί
που έφυγε νύχτα σα φυγάδας
μ' ένα σακάκι και λίγους στίχους στη τσέπη.
Το δυστυχισμένο, τόσο άγριο, τόσο παράτολμο είναι
που κάποια μέρα θα μου το σκοτώσουν σε κάποιο μέρος».
Φυσικά θυμάμαι. Ήταν σε κείνον
το σταθμό τον άσημο με τα αργοκίνητα τρένα
που κουβαλούσαν μύγδαλα και πορτοκάλια
στο δέλτα του ποταμού Ιμέρα, γεμάτο κίσσες,
ευκάλυπτους και αλυκές.
Τώρα θέλω να σ' ευχαριστήσω
για την ειρωνεία που μου 'δωσες στα χείλη
το ίδιο απαλή με τη δικιά σου.
Αυτό το χαμόγελο με έσωσε
από κλάματα και πόνους μητέρα.
Και δεν πειράζει που αυτή τη στιγμή κλαίω
για σένα, για όλους που περιμένουν όπως εσύ
χωρίς να ξέρουν τι. Καλέ μου θάνατε,
μην την αγγίξεις. Μη σταματήσεις το ρολόι
να χτυπάει στης κουζίνας μας τον τοίχο.
Τα παιδικά μου χρόνια σμαλτώθηκαν
από τον ήχο της πλάκας του με τα ζωγραφιστά λουλούδια.
Μην της αγγίξεις τα μαραμένα της χέρια, την καρδιά της.
Αλλά ποιος ν' ακούει τάχατες ν' απαντήσει;
Ω, να λυπόσουνα θάνατε να 'χες ντροπή κάποια για τους γέρους
Γεια, σεβαστή, γλυκιά μου μάνα. Γεια σου.
Salvatore Quasimodo
(Από την ανθολογία Παζολίνι, Ουγγαρέτι, Κουαζίμοντο)
μτφ: Στέλιος Κάτσικας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου