Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ αυτοβιογραφείται

Είναι σημαντικό και ταυτόχρονα σπουδαίο να διαβάζεις αυτοβιογραφίες από λογοτέχνες, να γίνεσαι μύστης της ιδιοσυγκρασίας τους, του χιούμορ και των προβληματισμών τους, χωρίς κανένας φανφαρόνος απ'αυτούς που μόνο ξέρουν να διαφημίζουν, να παραλλάσσουν το πρόσωπο, τον λογοτέχνη, τον άνθρωπο, το τέρας... 


Γεννήθηκα στις 9 Ιανουαρίου 1908 σ' ένα δωμάτιο με λακαρισμένα άσπρα έπιπλα που έβλεπε στη λεωφόρο Ρασπάιγ. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, η μητέρα μου είχε βγει από το μοναστήρι των Πουλιών. Στις αντιλήψεις τους το μέλλον μου ήταν σαφώς προδιαγεγραμμένο. Στα 20 μου θα παντρευόμουν, θα περνούσα μια ζωή μητέρας και κυρίας του κόσμου.

Πέρασα πολύ ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Είχα τη μετάληψη μου ιδιαιτέρως, εξομολογιόμουν, ήμουν πολύ ευσεβής. Ήθελα να αρέσω στον καλό Θεό και να έχω μια κατάλευκη αγνή ψυχή.

Αν και η μητέρα μου με πήγαινε στη λειτουργία πολλές φορές την εβδομάδα, ο πατέρας δεν πατούσε το πόδι του σε εκκλησία παρά μόνο για γάμους και κηδείες' χαμογελούσε όταν μιλούσαμε μπροστά του για τα θαύματα της Λούρδης.

Μέχρι τα 12-13 μου όλα κυλούσαν υπέροχα για μένα. Τα πράγματα χάλασαν λίγο όταν μπήκα στην εφηβεία. Έγινα άτακτη, ανάποδη και χοντροκέφαλη' είχα αποκτήσει κακές συνήθειες και τρωγόμουν με τα ρούχα μου. Από την άλλη μεριά όμως αναπτυσσόταν το κριτικό μου πνεύμα και όταν η μητέρα έλεγε «μη εκείνο, μη το άλλο» ή «αυτό έτσι είναι... γιατί έτσι!», δεν την υπάκουα ποτέ με τη θέλησή μου.

Και τελικά σ' ένα σημαντικό θέμα πήρα την απόφαση να μην υπακούω. Έλεγχαν με άκρα αυστηρότητα τα αναγνώσματά μου' όταν ο πατέρας μάς διάβαζε τον Αετιδέα, υπήρχαν σκηνές που τις πηδούσε. Θυμάμαι ακόμη ότι μέσα στον Πόλεμο των κόσμων του Ουέλς, η μητέρα μου είχε πιάσει μερικές σελίδες με καρφίτσες. Δεν τις έβγαλα. Όμως είχα μια εξαδέλφη που μου διηγήθηκε μ' έναν τρόπο αρκετά παράξενο μάλιστα, αυτό που υπήρχε μέσα στα απαγορευμένα βιβλία' μου φαινόταν παράλογο που οι μεγάλοι περιέβαλλαν με μυστήριο τόσο ασήμαντα πράγματα. Περνούσα τις διακοπές μου στη Λιμουζέν, σ' ένα ιδιόκτητο κτήμα του παππού από τη μεριά του πατέρα μου και στην εξοχή ξεμένα πάντα από αναγνώσματα. Υπήρχαν στη βιβλιοθήκη κάποιες δεμένες συλλογές της Πετίτ Ιλλουστρασιόν' μου υπέδειξαν τα κομμάτια που ήταν «για μένα» — π.χ. το Λε Μπουφόν του Ζαμακοΐς — και μου επέτρεψαν να πάρω τον τόμο στο δάσος όπου κατασκήνωνα για να διαβάσω. Μια ωραία ημέρα άρχισα να διαβάζω τα κομμάτια που δεν ήταν για μένα. Μπερνστάιν, Μπατάιγ... Και όταν επιστρέψαμε στο Παρίσι καταβρόχθισα όλη τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Μωπασάν, Μπουρζέ, Κλώντ Φαρρέρ, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου.

Δεν είχα καθόλου την εντύπωση ότι έκανα κάτι κακό, δεν περνούσε καν από το μυαλό μου ότι προσέβαλλα το Θεό. Πρέπει να πω ότι είχα τακτοποιήσει — με τον τρόπο μου — τις σχέσεις μαζί του. Συνέδεα την ηθική με την τυφλή πίστη. Έπρεπε να προσεύχεσαι, να αυτοσυγκεντρώνεσαι, να ζεις υπό το βλέμμα του Θεού, να κάνεις τα πάντα για να αισθανθείς την παρουσία του. Αλλά για τα υπόλοιπα, όπως τις αυθάδειές μου στην τάξη — γύρω στα 13 με 14 είχα γίνει τελείως απείθαρχη — ή τις ανυπακοές μου, έλεγα στον εαυτό μου ότι ο Θεός είχε ένα πολύ υψηλό πνεύμα για να μου κακιώνει. Ωστόσο ένα βράδυ στη Λιμουζέν έκανα μέσα μου μερικές ερωτήσεις. Ήταν μια πανέμορφη νύχτα, έβλεπα τ' αστέρια, άκουγα το κελάρισμα μιας κρήνης• το χώμα μοσχομύριζε. Είπα στον εαυτό μου: το ότι δεν υπακούς, το ότι λες ψέματα, είναι κι αυτά αμαρτίες. Και τότε μού έγινε μια αποκάλυψη απόλυτα εκθαμβωτική• ποτέ δεν απαρνιόμουν πράγματα που μ' ευχαριστούσαν επειδή δήθεν ο Θεός τα απαγόρευε. Άρα δεν πίστευα πια σ' εκείνον!

Εκείνη τη νύχτα απλά και μόνο βεβαιώθηκα για κάτι που είχε ήδη συμβεί. Δεν με κυρίευσε φόβος• είχα το παράδειγμα του πατέρα μου που κι αυτός δεν πίστευε. Μονάχα που δεν τόλμησα να μιλήσω γι' αυτό το θέμα σε κανένα- ήταν ένα μυστικό που βάραινε πολύ μέσα μου κι εγώ αισθανόμουν μόνη.

Ήταν εξαιτίας αυτής της μοναξιάς που αποκρυσταλλώθηκε η επιθυμία μου για γράψιμο. Γύρω στα 14 με 15 μου χρόνια πήρε μια σοβαρή μορφή. Μια από τις φίλες μου είχε ένα λεύκωμα όπου έπρεπε να σημειώσεις το αγαπημένο σου λουλούδι, τον αγαπημένο σου ποιητή καθώς κι αυτό που ήθελες να κάνεις στη μετέπειτα ζωή σου• στις πρώτες ερωτήσεις απαντούσα ό,τι μού κατέβαινε• αλλά στην τελευταία ήμουν ολωσδιόλου σοβαρή όταν έγραψα: θέλω να γίνω διάσημη συγγραφέας.



Simone de Beauvoir (1908-1986)


 τα αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό κείμενo
της Σιμόν ντε Μπωβουάρ "Πώς έγινα συγγραφέας"
είναι από την λέξη - τχ. 69/70, Νοέμβρης '87
(αφιερωματικό τεύχος στην σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία)Μετάφραση: Κώστας Πολέτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου