Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Albert Camus, Ο Ξενος

” Τότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να φάω για βράδυ.

Έκλεισα το παράθυρο μου και γυρίζοντας είδα μέσα στον καθρέπτη μιαν 
άκρη του τραπεζιού όπου η λάμπα οινοπνεύματος γειτόνευε με κάτι κομμάτια
ψωμί. Σκέφτηκα ότι ήταν κι αυτή μια Κυριακή τραβηγμένη απ’ τα δόντια, ότι
η μαμά ήταν τώρα θαμμένη, ότι θα ξαναπήγαινα στη δουλειά, κι ότι, τελικά, 
δεν έχει αλλάξει τίποτα. 

Το βράδυ ήρθε και με βρήκε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να την
παντρευτώ. Είπα ότι μου ήταν αδιάφορο κι ότι θα μπορούσαμε να το κάναμε
 αν ήθελε.

Τότε ήταν που όλα σα να τρεμόσβησαν. Η θάλασσα έφερε μια πνοή πυκνή και 
διάπυρη. Μου φάνηκε πως ο ουρανός άνοιγε ολόκληρος πέρα ως πέρα για να 
πέσει μια βροχή από φωτιά. Ολόκληρη η ύπαρξη μου τεντώθηκε κι έσφιξα 
σπασμωδικά το χέρι μου πάνω από το περίστροφο. Η σκανδάλη υποχώρησε, 
άγγιξα τη γυαλιστερή κοιλιά της κάνης, κι εκεί, μέσα στον κρότο τον ξερό 
μαζί κι υπόκωφο, άρχισαν όλα. Τίναξα από πάνω και τον ήλιο. Κατάλαβα ότι 
είχα καταστρέψει την ισορροπία της μέρας, την έξοχη σιωπή μιας παραλίας
 όπου ήμουν ευτυχισμένος.  Τότε, τράβηξα άλλες τέσσερις φορές πάνω σ’ ένα
 κορμί ακίνητο όπου οι σφαίρες βυθιζόντουσαν χωρίς να φαίνεται τίποτα. Κι 
ήταν σα να χτυπούσα, με τέσσερις σύντομους χτύπους, την πόρτα της 
δυστυχίας.

Και στους έντεκα μήνες που κράτησε αυτή η ανάκριση, μπορώ να πω ότι 
απορούσα με τον εαυτό μου γιατί ποτέ δεν είχα χαρεί τόσο πολύ κάτι άλλο, 
όσο αυτές τις σπάνιες στιγμές όπου ο ανακριτής με συνόδευε ως την πόρτα 
του γραφείου του χτυπώντας με στον ώμο και λέγοντας μου με ύφος 
εγκάρδιο. “Τέλος για σήμερα, κύριε Αντίχριστε”.

Κι όμως, τον πρώτο καιρό που με φυλακίσανε, το πιο σκληρό ήταν ότι 
σκεφτόμουνα σαν ελεύθερος άνθρωπος.

Τότε κατάλαβα ότι ένας άνθρωπος που θα ‘χε ζήσει παρά μια και μοναδική 
ημέρα, θα μπορούσε χωρίς δυσκολία να ζήσει εκατό χρόνια μέσα σε μια φυλακή.

“Ναι” βροντοφώναξε, “κατηγορώ αυτόν τον άνθρωπο ότι κήδεψε μια μητέρα 
έχοντας την καρδιά ενός εγκληματία”.

Για να φτάσουν όλα σε μια τελείωση, για να αισθάνομαι λιγότερο μόνος, δε 
μου μένει παρά να ευχηθώ να έρθουν πολλοί θεατές τη μέρα που θα 
εκτελεστώ και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους.”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου