Τον πρόλαβαν εκεί στο ρέμα μιάμιση ώρα όξω απ΄ το χωριό. Δεν τον έβγαλαν τα κότσια να σκαλώσει πιο ψηλά, μέσα στο λόγκο, όπου σκόρπισαν κι οι άλλοι χωριανοί. Γέρος άνθρωπος, τι να σου κάνει. Κι αυτό που βάδισε πολύ του ήταν. Μέσα στην αναμπουμπούλα εκείνο τ΄ ανοιξιάτικο πρωινό που τα καραούλια κι οι σύνδεσμοι σήμαναν τον κίνδυνο κοντινό, άλλες φροντίδες κι άλλες έγνοιες έδερναν τον καθένα κι όλους: Τα παλικάρια πήραν με τα ζα να διώξουν τα πολεμεφόδια κι άλλα τρέξαν σύνδεσμοι και άδραξαν ακόμη και τα όπλα για βοήθεια του στρατού. Οι άλλοι, κοίταζε να κρύψει ο καθένας ό,τι - ό,τι, κι ο καθένας με τον πόνο του. Τα κορίτσια τις προίκες, ο νοικοκύρης της φαμίλιας το ψωμί και η νοικοκυρά τα σιγύρια της. Κι άμα το τελευταίο καραούλι σφύριξε και βάρεσε η καμπάνα ό,τι πρόλαβε ο καθένας πρόλαβε. Όλοι πια χυθήκαν όξω απ΄ το χωριό εκείθε που έδειξαν οι υπεύθυνοι: Άντρες με φορτωμένα ζα, γυναίκες με μωρά, παιδόπουλα φοβισμένα, όλοι φεύγαν.
Έρχονταν ο φασισμός! …
Μα ο μπάρμπα–Βασίλης ξέμεινε στα χαμηλά. Ποιος να προσέξει πια τους γέρους τέτοια ώρα…
***
Έφαγε όλη του τη ζωή απάνω κει στα πετροβούνια της Γορτυνίας, ιδροκοπώντας να γονιμέψει μια σποριά ξερότοπο για να τα βγάλει πέρα με τη φαμελιά του. Ο Μήτσος του, ο μόνος γιος που τούμεινε, δεκαοχταχρονίτικο παλικάρι κι αν είχε βγάλει το σχολειό με άριστα και τον παινεύαν οι δασκάλοι, όμως έμενε ακόμα κει κι έβοσκε τα 5-10 γίδια του σπιτιού. Τι να του κάμει; Έδωκε πήρε πια με τον πολιτικό που είχε κι έλεγε πως ψήφιζαν το σόι τους πάππου προς πάππου. Έλπισε να του βόλευε κάπου το παιδί για να μπορέσει να σπουδάξει. Μα δε βαριέσαι… Πρέπει να κόβει το μαχαίρι σου πολύ για να σου κάμουνε δουλειά εφτούνοι οι μπαγαπόντηδες. Εφτούνου του έρμου άμα τέλειωσαν τα ψέματα του κλείσαν και την πόρτα.
— Α, να όψεσαι καταραμένο χρέος κι οι αρρώστιες που με φάγατε! … — έλεγε ο μπαρμπα-Βασίλης. — Κι απέ δεν προσκύναγα εγώ ποδιές.
Και πως να βάλει άλλο χρέος ο έρμος, που για τούτο το πρώτο θέλαν να του πάρουν κιόλας το χωράφι οι θεομπαίχτες… βαρύ πράμα το χρέος και δε βγαίνει εύκολα…
Πήρε πια τα μάτια του το δόλιο το παιδί και τράβηξε για την Πρωτεύουσα. Κι από τότε ούτε το ξανάειδανε. Τους έγραψε στην αρχή τα βάσανά του, μα ύστερα το πήρε ο πόλεμος… Κι από τότε ζουν στο φτωχικό με το μαράζι. Ούτε τον ξανάειδαν.
***
… Τους είδε τώρα που ζυγώναν κι είπε, πάει… Τόσα ήταν τα ψωμιά μου. Μαρμάρωσε κει δα ώσπου τους ένιωσε από πάνω του.
— Σήκω απάνω, γέρο Κ…, και τέσσερα χέρια τον έστησαν ορθό. — Δε μας θες εμάς, ε; Στάσου και θα ιδείς... κι ετοιμάστηκαν...
Μα δεν τόκαμαν. Είχαν ξεθυμάνει από το γιόμα στο χωριό. Και πάνω στην ώρα τους ερχόταν τούτος δω παραγγελιά. Ο αέρας δε μύριζε καλά. Η νύχτα είναι τρόμος μέσα σε τούτα τα βουνά κι έπρεπε να βγουν νωρίς στο δρόμο… Εκεί στη δημοσιά που πρόσμεναν οι μηχανές τους…
Τον έβαλαν λοιπόν μπροστά κι η φάλαγγα εκίνησε ξανά. Πού και πού ξαμολάνε και καμιά ριπή στους θάμνους της πλαγιάς. Τίποτα δε φαίνεται μα η σιωπή είναι πάντα φοβερότερη…
Από τα πρώτα κιόλας βήματα κάτι κλώτσησε μέσα του. Και μισή ώρα τώρα που περπατούσε όλο και φουντώνει και φουντώνει. Και του πνίγει το λαιμό. Δεν ξέρει πως μα τούτη την ώρα βρήκε να γυρίσει στο μυαλό του όλη του η ζωή… Και προ πάντων τούτα ταναθεματισμένα τρία χρόνια…
… Είχε ρθει και στα βουνά η μαυρίλα της σκλαβιάς. Οι κοκορόφτεροι του Ιμπέρο ρήμαζαν τα δόλια τα χωριά. Και μάζευαν τον κόσμο για τις φυλακές… μα ήρθε και κείνη η άνοιξη του 43. Και λες ύστερα από ένα μυστικό δείπνο άστραψε η φλόγα, σήμανε η ανάσταση στο Μοριά. Βρόντηξε το καριοφίλι απ΄ τα Καλάβρυτα ως τη Μάνη. Κι έφυγε πανιασμένη η τυραννία και η προδοσία για τις πολιτείες. Κι ήρθαν εκείνα τα ξεφτέρια… γιόμισαν τα βουνά στρατό… Κι άλλαξε ο τόπος κι ο ντουνιάς. Άλλες σειρές, άλλα πράματα. Που να τα χωρέσει ο νους όσα δεν έμαθε μι΄ αλάκερη ζωή… Θυμάται μόνο κείνη τη νυχτιά: Δίπλα στο παραγώνι έστριβε το τσιγάρο του αυτός, κι αντίκρα ο ξένος στέγνωνε… Ήταν ο ξένος της βραδιάς… που δεν ήταν ξένος…
Από νωρίς τα είχαν πει στον καφενέ με το χωριό κι ένα σωρό ντιβέλια γύριζαν στο νου… Δε μπορούσε να χωνέψει τέλος πάντων: Γιατί δεν έριχνε ντουφέκια πια ο Εγγλέζος… που θα τον λιώναμε στο πι και φι τον Γερμανό… Γιατί έρχονται ρωμιοί και καίνε τα χωριά… Και τούτοι πάλι δω απάνω τι σου λένε. Αντίχριστους τους έλεγαν και δεν πειράξαν ούτε κονοστάσι. Και ρχόνται οι άλλοι και μας καιν τις εκκλησιές… Ληστές τους λέγανε και τούτοι μόνο σβύσαν την κλεψιά. Κι η αγάπη, κι η ομόνοια και το δίκιο πούναι τώρα στο χωριό… Κι η θυσία ολονών για τον αγώνα… Που άλλοτε που σκοτωνόμαστε για μια παλάμη τόπο…
Κι ήθελε λοιπόν να μάθει γιατί τάχα; Τόσον καιρό οι άλλοι δε μπορούσανε να βάλουν τούτη τη σειρά. Τόσοι γραμματικοί, σοφοί, τρανά κεφάλια. Δεν ήξεραν να βάλουν τούτη τη σειρά; Κι αφήνανε τους κλέφτες να ρημάζουν τα χωριά. Κι είχαν τους χωριανούς να χάνονται στα δικαστήρια. Και μόνο φόρους θέλανε. Κι αντί για φως έστελναν τους χωροφυλάκους… Γιατί, γιατί τάχα; Κι ήθελε να μάθει μονομιάς, Και ρώταγε τον ξένο σα μικρό παιδί, αυτός… Αυτός που είχε πάνω του σοφία 80 χρονών μοναχά… Κι ο ξένος γελαστός τον άκουγε και γλυκομίλητος του τάκανε ύστερα λιανά… Κι είπε γιατί σκλαβωθήκαμε. Και γιατί βγήκαν τούτοι στα βουνά. Και γιατί ακολούθησε ο λαός… Κι άφηκε τις μιζέριες τις παλιές… Και φαγωμάρες… και κλεψιές… Γιατί κυβέρναγε πια ο ίδιος! Αυτός που πολέμαε για τη λευτεριά. Που ξαναβρήκε πάλι το λαμπρό εαυτό του ύστερ΄ από εκατόν τόσα χρόνια που τον παίδευε η Σκουριά… Η Σκουριά που τώρα έστελνε τη φωτιά της απ΄ την Πολιτεία στριμωγμένη.
Τέλειωσε κλείνοντας το μάτι:
— Κι άμα λες εφτούνα, μπάρμπα, θα γελάει ο Θοδωρής…
— Ο Θοδωρής… ποιος, ο γέρος;
— Ναι ο πατριώτης σου. Μπορεί να μας ακούει… Αυτός την ήξερε τη Σκουριά καλά…
— Και θα γίνουνε, παιδί μου, εφτούνα;
— Γιατί όχι; Δυο φορές πληρώνουμε αίμα. Δεν ταξίζει;
— Και δεν θάχει ο κόσμος χρέητα;
— Δεν θάχει χρεοφειλέτες να τον γδέρνουν. Κι άμα ορίζει ο καθένας το δικό του γεια χαρά στους δουλεφτάδες… Λέφτερη δουλειά που δεν την κλέβουν θρέφει δέκα σήμερα. Όλοι θα γινούμε αφέντες.
Αφέντης κι ο μπάρμπα-Βασίλης; Αμ εγώ κι η γριά μου το φάγαμε το ψωμί μας… είπε αναστενάζοντας. Λέγαμε για κείνο το καψερό μην έρθει…
…………………………………………………………………………………………………...............
Μια τσαρουχοκλωτσιά τον έφερε στη γη.
— Ε, διαβολόγερε! Κοιμήθηκες; Πούθε θα πάμε, δεξιά ή ζερβά; Νυχτώσαμε.
Γύρισε πίσω δαγκωμένος. Άλλος άνθρωπος. Η Σκουριά… να τι έστελνε η Σκουριά…
Κάτω απ΄ τα πυκνά φρύδια, πάνω στην παράξενη γυαλάδα των ματιών αντιφεγγίστηκε με μιας ο λάμπαδος που υψώνονταν ακόμη απ΄ το χωριό. Κι ύστερα η κάπνα πέρασε σα σύννεφο από μπρος κι έφερε τη σκοτεινιά.
— Δεξιά ή ζερβά; … ζερβά θα είναι. Κάτι είχε νοιώσει εκείθε από νωρίς. Εκείθε από τη ρεματιά.
Εμπρός λοιπόν! … Ζερβά θα πάμε αφεντικά. Ζερβά καπεταναίοι μου. Εδώθε είναι ο δρόμος του Θεού. Σας πάω στο πι και φι και σίγουρα, να δείτε…
Μπήκε μπρος ανάλαφρος. Και είχε ισιώσει το καμπούρικο κορμί. Είχε ψηλώσει ο γέροντας λες κι ήταν τα βουνά της δυναστεμένης γης. Έτρεχε σαν παληκαρόπουλο μπροστά. Κι ακλούθαε το μπουλούκι μες στη ρεματιά.
Ο ήλιος έγερνε να μη δει τη συμφορά…
Ξάφνου ακούστηκε μια ριπή… Ε, κι άναψεν ο τόπος. Και στοίχειωσαν οι πέτρες μονομιάς. Και ξέρναγαν ως και τα δεντρά φωτιά…
Πάει το μπουλούκι…
— Αχαχάαα και γιόρταζεν ο γέρος…
Και χόρευε τρελός μες στη φωτιά.
— Βρωμοφάρα… σας έδειξα το δρόμο μια φορά… Σας έφερα στη σιγουριά… Αμ κάτι αξίζει κι ένας γέρος σαν ανοίξει τα στραβά…
Άλλη μια ριπή και πάει κι ο γέρος θερισμένος κάτω… Απ΄ τους οχτρούς; Απ΄ τους δικούς; Ποιος ξέρει…
Μα το χαμόγελο δεν έσβησε απ΄ τα χείλη. Αγκάλιασε την ιδρωποτισμένη γη του. Τον αγκάλιασε κι αυτή. Και καρτερεί. Πόσο θα καρτερεί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου