Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Απόσπασμα από τον «Ηλίθιο»




Κατά τις έξι, βρέθηκε στην πλατφόρμα της σιδηροδρομικής γραμμής για το Τσάρσκογε Σελό. Η μοναξιά τού έγινε γρήγορα αφόρητη. Μια καινούργια λαχτάρα πλημμύρισε ζεστά  την καρδιά του και για μια στιγμή φώτισε μ’ ένα λαμπρό φως το σκοτάδι όπου παράδερνε η ψυχή του. Πήρε ένα εισιτήριο για το Παυλόβσκ και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Μα, φυσικά, κάτι τον παραμόνευε κι αυτό ήταν κάτι πραγματικό κι όχι μια φαντασία, όπως ίσως είχε την τάση να νομίζει. Τη στιγμή σχεδόν που ανέβαινε στο βαγόνι, πέταξε ξαφνικά το εισιτήριο που μόλις είχε πάρει και ξαναβγήκε απ’ το σταθμό, σαστισμένος και σκεφτικός. Λίγο αργότερα, στο δρόμο, σαν κάτι να θυμήθηκε ξαφνικά, σαν κάτι να κατάλαβε αναπάντεχα, κάτι πολύ παράξενο, κάτι που τον ανησυχούσε από καιρό. Του ‘τυχε ξάφνου να συλλάβει συνειδητά τον εαυτό του σε μιαν ασχολία που συνεχιζόταν από ώρα τώρα κι όμως δεν την είχε προσέξει ακόμα ως αυτή τη στιγμή: ήταν κιόλας κάμποσες ώρες, από τότε ακόμα που ήταν στη Ζυγαριά πού ‘χε αρχίσει ξαφνικά να ψάχνει για κάτι γύρω του. Το ξέχναγε, για πολλήν ώρα μάλιστα, για ολάκερη μισή ώρα καμιά φορά, και ξαφνικά, ξαναγύριζε και κοίταζε μ’ ανησυχία γύρω του σα να ‘ψαχνε για κάτι.Μόλις όμως πρόσεξε πως κάνει αυτή τη νοσηρή, κι ως τα τότε εντελώς ασυναίσθητη κίνηση που από τόσην ώρα κιόλας τον είχε κυριέψει, θυμήθηκε ξάφνου και κάτι άλλο ακόμα που του προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον. Θυμήθηκε ότι τη στιγμή που πρόσεξε πως όλο και για κάτι ψάχνει γύρω του, στεκόταν στο πεζοδρόμιο, μπροστά σε μια βιτρίνα και περιεργαζόταν με μεγάλη περιέργεια τα εμπορεύματα. Ήθελε τώρα το δίχως άλλο να εξακριβώσει το εξής: είχε πράγματι σταθεί εδώ και πέντε λεπτά μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού ή μήπως του φάνηκε μονάχα; Μήπως είχε μπερδέψει τίποτα; Υπάρχει πραγματικά αυτό το μαγαζί και κείνο το εμπόρευμα; Γιατί είναι γεγονός πως νιώθει σήμερα τον εαυτό του αρκετά άρρωστο, νιώθει σχεδόν όπως ένιωθε παλιότερα, όταν άρχιζαν οι κρίσεις της παλιάς του αρρώστιας. Ήξερε πως αυτές τις προεπιληπτικές στιγμές γίνεται ασυνήθιστα αφηρημένος και συχνά μπερδεύει πράγματα και πρόσωπα – εκτός αν εντείνει ιδιαίτερα την προσοχή του όταν τα κοιτάζει. Μα υπήρχε κι ένας ιδιαίτερος λόγος που ήθελε τόσο πολύ να εξακριβώσει αν είχε πράγματι σταθεί λίγο πριν μπροστά στο μαγαζί. Ανάμεσα  στα πράγματα που ήταν εκτεθειμένα στη βιτρίνα του μαγαζιού, υπήρχε κι ένα αντικείμενο που το κοίταξε ιδιαίτερα και το ‘χε εκτιμήσει μάλιστα, λέγοντας μέσα του πως θ’ άξιζε εξήντα  ασημένια καπίκια – αυτό το θυμόταν, παρ’ όλη την αφηρημάδα και την ταραχή του. Κατά συνέπεια, αν αυτό το μαγαζί υπάρχει, σημαίνει πως είχε σταματήσει κυρίως για κείνο το αντικείμενο. Θα πει λοιπόν πως το αντικείμενο εκείνο είχε τόσο ενδιαφέρον ώστε τράβηξε την προσοχή του ακόμα και την ώρα που βρισκόταν σε μια τόσο καταθλιπτική σύγχυση, μόλις έχοντας βγει απ’ το σιδηροδρομικό σταθμό. Προχωρούσε κοιτάζοντας με θλίψη σχεδόν προς τα δεξιά κι η καρδιά του χτυπούσε ανήσυχα κι ανυπόμονα. Μα να το αυτό το μαγαζί επιτέλους! Είχε ξεμακρύνει κιόλας πεντακόσια βήματα από κει όταν του πέρασε η σκέψη να γυρίσει. Να και κείνο το αντικείμενο που έκανε εξήντα καπίκια: «και βέβαια εξήντα καπίκια, δεν αξίζει παραπάνω!» ξανασκέφτηκε τώρα και γέλασε. Γέλασε όμως υστερικά. Ένιωσε τρομερό βάρος στην ψυχή. Θυμήθηκε ολοκάθαρα τώρα πως εδώ ακριβώς, όταν στεκόταν μπροστά σ’ αυτή τη βιτρίνα, είχε γυρίσει ξάφνου κι είχε κοιτάξει πίσω του, ακριβώς όπως και λίγες ώρες πριν, τότε που έπιασε καρφωμένη πάνω του τη ματιά του Ραγκόζιν. Σαν βεβαιώθηκε πως δεν είχε κάνει λάθος (εδώ που τα λέμε, και πριν απ’ αυτή την εξακρίβωση δεν είχε καμιά αμφιβολία), παράτησε το μαγαζί και βιάστηκε να φύγει από κει. Όλα αυτά πρέπει να τα σκεφτεί το γρηγορότερο, το δίχως άλλο. Τώρα ήταν φανερό πως δεν ήταν φαντασία του κείνο που ένιωσε στο σταθμό. Ήταν φανερό πως του ‘χε συμβεί κάτι πραγματικό, κάτι που το δίχως άλλο είχε σχέση με την προηγούμενη ανησυχία του. Όμως, κατανίκησε και πάλι κάποια εσωτερική αηδία που δεν μπορούσε να της αντισταθεί: δε θέλησε να σκεφτεί και να εξετάσει τίποτα, δεν έκατσε να σκεφτεί τίποτα. Άρχισε να σκέφτεται εντελώς άλλα πράγματα.Ανάμεσα στ’ άλλα, άρχισε και σκεφτόταν πως στις επιληπτικές του κρίσεις, υπήρχε μια στιγμή, λίγο, ελάχιστα πριν απ’ το ξέσπασμά της (αν η κρίση τού ερχόταν την ώρα που ήταν ξύπνιος), οπόταν ξαφνικά, μέσα στη θλίψη, μέσα στο ψυχικό σκοτάδι, την ώρα που κάτι τον πλάκωνε, ένιωθε στιγμές-στιγμές το μυαλό του να φλογίζεται κι όλες τις δυνάμεις του να εντείνονται, όλες μαζί, μονομιάς, στο έπακρο. Η αίσθηση της ζωής, η αυτοσυνείδηση, σχεδόν δεκαπλασιαζόταν κείνες τις στιγμές που κρατούσαν όσο και μια αστραπή. Το μυαλό κι η καρδιά φωτίζονταν μ’ ένα ασυνήθιστο φως. Όλες οι αμφιβολίες του, κάθε ταραχή, λες και καταπραΰνονταν μονομιάς και μεταβάλλονταν σε μιαν ανώτερη ηρεμία, γεμάτη διάφανη, αρμονική χαρά κι ελπίδα, γεμάτη λογική και ξεκαθαρισμένες τελικές αιτίες. Όμως, οι στιγμές αυτές, αυτές οι διαλείψεις, δεν ήταν παρά μια προαίσθηση μονάχα του αποφασιστικού εκείνου δευτερολέπτου (ποτέ δεν κράταγε παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο) που μ’ αυτό άρχιζε η καθαυτό κρίση. Αυτό το δευτερόλεπτο ήταν φυσικά ανυπόφορο. Όταν σκεφτόταν αργότερα αυτή τη στιγμή, σαν είχε γίνει πια καλά, έλεγε συχνά μέσα του: «Όλες αυτές οι αστραπές κι οι διαλείψεις της ανώτερης αυτοαίσθησης και αυτοσυνείδησης και κατά συνέπεια της ¨ύψιστης ύπαρξης¨, δεν είναι άλλο παρά αρρώστια, δεν είναι παρά μια διασάλευση της φυσιολογικής κατάστασης κι αν είναι έτσι, δεν πρόκειται καθόλου για ύψιστη ύπαρξη μα απεναντίας θα πρέπει να λογιστεί σαν μια απ’ τις κατώτερες». Κι ωστόσο, είχε φτάσει τελικά σ’ ένα συμπέρασμα που θα φαινόταν σχεδόν σαν παραδοξολογία: «και τι σημασία έχει που όλ’ αυτά είναι αρρώστια; – κατέληξε. – Τι σχέση έχει που αυτή η υπερένταση δεν είναι φυσιολογική, αφού το ίδιο το αποτέλεσμα, αυτή η στιγμή που νιώθω έτσι, όταν τη θυμάμαι και τη διερευνώ σε κατάσταση υγείας πια, αποδείχνεται πως έχει μιαν αρμονία φτασμένη στο ανώτατο σημείο της, είναι η ίδια η ομορφιά, αφού μου δίνει μια αίσθηση πληρότητας που ούτε ξανάκουσα ούτε μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ ως τα τότε, μια αίσθηση πληρότητας, μέτρου, ειρήνευσης και παλλόμενης θρησκευτικής ταύτισης με την πεμπτουσία της ζωής;» Αυτές οι ομιχλώδεις εκφράσεις τού φαίνονταν αυτού του ίδιου πολύ κατανοητές, αν και πολύ κατώτερες απ’ την πραγματικότητα. Πάντως δεν μπορούσε ν’ αμφιβάλλει καθόλου πως πρόκειται πραγματικά για μια «ομορφιά και θρησκευτική ταύτιση», πως ήταν πραγματικά «η πεμπτουσία της ζωής» – α, όχι, ούτε την παραμικρότερη αμφιβολία δεν μπορούσε να παραδεχτεί για όλ’ αυτά. Γιατί δεν ονειρευόταν τίποτα οράματα κείνη τη στιγμή, όπως γίνεται σαν πιει κανείς χασίς, όπιο ή κρασί, που εξασθενούν τις νοητικές ικανότητες και διαστρεβλώνουν την ψυχή, δεν έβλεπε πράγματα αφύσικα μήτε φανταστικά. Για όλ’ αυτά μπορούσε να κρίνει λογικά σαν πέρναγε η κρίση. Οι στιγμές εκείνες ήταν αυτό και μόνο ίσα-ίσα – μια ασυνήθιστη ισχυροποίηση της αυτοσυνείδησης (αν χρειαζόταν να ορίσει κανείς αυτές τις στιγμές με μια μονάχα λέξη) και ταυτόχρονα της αυτοαίσθησης, στο έπακρο άμεσης. Αφού εκείνο το δευτερόλεπτο, δηλαδή την τελευταία συνειδητή στιγμή πριν απ’ την κρίση, του τύχαινε να προφτάσει να πει καθαρά και συνειδητά στον εαυτό του: «Ναι, για’ αυτή τη στιγμή μπορεί να δώσει κανείς όλη του τη ζωή!» σημαίνει φυσικά πως αυτή η στιγμή από μόνη της άξιζε μιαν ολάκερη ζωή. Εδώ που τα λέμε, δεν επέμενε για το διαλεκτικό μέρος του συμπεράσματός του: η αποβλάκωση, το ψυχικό σκοτάδι, η ηλιθιότητα, στέκονταν μπροστά του ξεκάθαρες συνέπειες αυτών των «ανώτερων στιγμών». Εννοείται πως δε θα καθόταν να συζητήσει σοβαρά το πράγμα. Στο συμπέρασμα, δηλαδή στην εκτίμησή του κείνης της στιγμής, υπήρχε χωρίς αμφιβολία κάποιο λάθος, η ρεαλιστικότητα ωστόσο της αίσθησης που δοκίμαζε, τον έφερνε σε αμηχανία. Γιατί αλήθεια πώς μπορεί να παραγνωρίσει τη ρεαλιστικότητα αυτή; Αφού αυτό του ‘χε συμβεί, αφού αυτός ο ίδιος πρόφταινε να πει μέσα του το ίδιο κείνο δευτερόλεπτο πως αυτό το δευτερόλεπτο, με την απέραντη ευτυχία που τη γευόταν τότε ολοκληρωτικά αξίζει ίσως μια ολάκερη ζωή. «Τις τέτοιες στιγμές» – όπως έλεγε μια φορά στο Ραγκόζιν, στη Μόσχα, τότε που συναντιόνταν κει πέρα – «τις τέτοιες στιγμές, δεν ξέρω πώς, μα καταλαβαίνω κείνο τον παράξενο λόγο ότι χρόνος ουκέτι έσται. Πιθανόν, πρόσθεσε χαμογελώντας, να’ ναι η ίδια εκείνη στιγμή που πριν ακόμα προφτάσει να χυθεί το νερό απ’ την αναποδογυρισμένη στάμνα του επιληπτικού Μωάμεθ, αυτός είχε προφτάσει μέσα στο ίδιο εκείνο δευτερόλεπτο να περιέλθει όλα τα ενδιαιτήματα του Αλλάχ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου